Όταν το βρήκανε, στεκότανε νυχτιάτικα μες στο δρόμο, μ’ έναν άδειο κουβά στο χέρι, σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και δεν έλεγε τίποτα. Όταν ύστερα το πήρε η αστυνομία, το ρωτήσανε για υπηρεσιακούς λόγους πώς ονομάζεται, πού κατοικεί, ποιοι είναι οι γονείς του, ποια η ηλικία του. Δεκατεσσάρων χρονών είναι, απάντησε το κορίτσι, αλλά το όνομά του δεν ήξερε να το πει, κι ούτε πού ήτανε το σπίτι του. Οι αστυνομικοί αρχικά μιλάγανε στον πληθυντικό στο κορίτσι, αλλά τώρα του μιλάγανε στον ενικό. Λέγανε: πρέπει να ξέρεις από πού έχεις έρθει, πού ήσουνα πριν, προτού βγεις εδώ μες στο δρόμο με τον άδειο τον κουβά σου. Το κορίτσι απλώς δεν μπορούσε να θυμηθεί, δεν μπορούσε να θυμηθεί την αρχή. Ήτανε πεντάρφανο, κι όλα όσα είχε κι ήξερε ήταν ο άδειος ο κουβάς που κράταγε στο χέρι του, που κράταγε ακόμα στο χέρι του, όσο το ανέκρινε η αστυνομία. Κάποιος απ’ τους αστυνομικούς πήγε να το προσβάλει το κορίτσι κι είπε: Καλός κουβάς, πάντως. Αλλά το κορίτσι δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να προσβληθεί, κι απλώς απάντησε: Ναι.
Οι έρευνες δεν απέδωσαν τίποτα. Βέβαια το κορίτσι ήταν υπαρκτό με όλο του το ύψος και το πάχος, όσον αφορούσε όμως την καταγωγή και την ιστορία του το περιέβαλλε με τέτοιο τρόπο το τίποτα, που η ύπαρξή του απ’ την αρχή κόλλαγε σε κάτι απίστευτο. Το κορίτσι είχε ξεμείνει. Οπότε του πήρανε τον κουβά του, το πιάσανε απ’ το παχύσαρκο χέρι του και το δώσανε στο ίδρυμα για παιδιά.
Το κορίτσι έχει ένα μεγάλο πρόσωπο με λεκέδες, που μοιάζει με φεγγάρι που πέφτουνε πάνω του σκιές, έχει φαρδιούς ώμους σαν κολυμβήτρια, κι από τους ώμους προς τα κάτω είναι σαν μονοκόμματο, ούτε φούσκωμα υπάρχει εκεί που έπρεπε νά ’ναι τα στήθη, ούτε κόψιμο στο ύψος της μέσης. Τα πόδια είναι δυνατά, και τα χέρια, κι ωστόσο το κορίτσι δεν κάνει καμμία πειστική εντύπωση, αυτό μπορεί να οφείλεται στα μαλλιά του. Τα μαλλιά αυτά δεν είναι ούτε μακριά ούτε κοντά, στο σβέρκο είναι ξεφτισμένα, κι ούτε καστανά είναι, ούτε και πραγματικά μαύρα, είναι στην καλύτερη περίπτωση τόσο μαύρα όσο μια σημαία πού ’χει μείνει κρεμασμένη για πάρα πολύ στον ήλιο κι έχει ξεθωριάσει εντελώς απ’ αυτό, κάποιες φορές δείχνουνε σχεδόν γκρίζα. Το κορίτσι κινείται αργά, κι όταν καμμιά φορά δεν κινείται αργά, μικρές σταγόνες ιδρώτα εμφανίζονται στη ράχη της μύτης του. Το κορίτσι ξέρει ότι είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένο, γι’ αυτό μαζεύει το κεφάλι. Γέρνει το σώμα του, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να συγκρατήσει μια μεγάλη δύναμη που μαίνεται στα σωθικά του.
Το ίδρυμα για παιδιά, στ’ οποίο έδωσε η αστυνομία το κορίτσι, είναι το πιο μεγάλο της πόλης. Βρίσκεται στον πιο ακρινό τομέα αυτής της πόλης, στον τομέα που συνορεύει με το δάσος, αποτελείται από διάφορα κτήρια, που είναι μοιρασμένα σ’ ένα αχανές κτήμα μ’ αθέατα σημεία. Εδώ υπάρχουνε εστίες, ένας παιδικός σταθμός, ένα σχολείο για τις κατώτερες κι ένα για τις ανώτερες τάξεις, επίσης ένα μαγειρείο, ένα γυμναστήριο, μία αίθουσα εκδηλώσεων, μία πλατεία από μπετόν, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, και καλύβες, όπου στεγάζονται διάφορα εργαστήρια – εκεί πρέπει να μάθουνε οι μαθητές να δουλεύουνε σκληρά, όπως θα το απαιτεί απ’ αυτούς η ζωή. Γύρω απ’ όλα αυτά είν’ ένας φράχτης, ένας φράχτης με μία και μοναδική πύλη, που τη φυλάει ένας θυρωρός, μ’ αυτόν πρέπει να μιλήσει κανείς, άμα θέλει να βγει από το ίδρυμα έξω ή να μπει στο ίδρυμα μέσα. Από αυτή την πύλη έρχονται το σαββατοκύριακο επίσκεψη οι παραμελημένοι ή ευκατάστατοι γονείς, γονείς που κλαίνε και που δεν κλαίνε, για κάποια παιδιά βέβαια δεν έρχονται από αυτή την πύλη ούτε παραμελημένοι ούτε ευκατάστατοι γονείς, ούτε που κλαίνε ούτε και κάποιοι άλλοι. Από αυτή την πύλη έρχονται και ξένοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς, έρχονται για να δούνε παιδιά, αλλά για κάποια παιδιά δεν έρχονται ούτε κι αυτοί. Υπάρχουνε παιδιά, τόσο ακάθαρτα, τόσο τεράστια ή τραχιά, που ούτε καν χρειάζεται ν’ απορρίπτονται, ούτε που τα βλέπουνε, επειδή δεν χωράνε από το κόσκινο που τα περνάνε για την επιλογή. Είναι εκεί, αλλά να τα δούνε δεν μπορούνε. Μ’ αυτά θα πάει αναμφισβήτητα και το κορίτσι. Ωστόσο η αφάνειά του λειτουργεί λες κι είναι πιο πρωταρχικής φύσης – ολόκληρη η μορφή τού κοριτσιού είναι τόσο σκεβρωμένη, ακόμα και το περπάτημά του είναι τόσο σκεβρωμένο, που ο καθένας που θά ’θελε να το πιάσει από το χέρι, θα ψαχούλευε όντως ένα τίποτα.
Αυτή τη ζεστή ακόμα μέρα του φθινοπώρου θα μπορέσει λοιπόν να περάσει εντελώς ήσυχα από το γήπεδο με τ’ αραιό γρασίδι, έστω κι αν στις άκρες του κάθονται οι γονείς ή εκείνοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς στα ξύλινα μαδέρια, με τα οποία είναι περίκλειστο το γήπεδο. Γιατί βέβαια οι γονείς ή εκείνοι που θέλουνε να γίνουνε γονείς καρφώνουνε τα μάτια τους σ’ αυτό το γήπεδο και παρατηρούνε τα παιδιά τους ή εκείνα που πρόκειται να γίνουνε παιδιά τους σε διάφορα παιχνίδια – το κορίτσι όμως δεν το προσέχουνε, λες και το ’χει κάνει κάποια νεράιδα άτρωτο στα βλέμματά τους. Κανένας απ’ τους παραμελημένους γονείς κι εκείνους που κλαίνε και τους άλλους, ούτε κάποιος απ’ τους ξένους που θέλουνε να γίνουνε γονείς θα το δει να περνάει από το γήπεδο. Έτσι το έχει σκεφτεί. Έτσι όπως άλλοι πασχίζουνε να δραπετεύσουν από μια περίφραχτη περιοχή, από φυλακή, στρατόπεδο εργασίας, τρελοκομείο ή στρατώνα, ακριβώς αντίθετα το κορίτσι τρύπωσε σε μια τέτοια περίφραχτη περιοχή, σ’ ένα ίδρυμα για παιδιά δηλαδή, και δεν υπάρχει ούτε καν μία πιθανότητα να έρθει σε κάποιον η ιδέα να τ’ οδηγήσει και πάλι από την πύλη έξω, να το πετάξει στον κόσμο πίσω.
Έτσι περνάει λοιπόν με μεγάλη άνεση από το γήπεδο και ροκανίζει, ενώ περνάει από το γήπεδο, το νύχι του. Κι όταν ακριβώς την πρώτη μέρα, ενώ περνάει από το γήπεδο και ροκανίζει το νύχι του, το σκουντάει ένας μικρός, έτσι που εκείνο πέφτει σχεδόν κάτω και πρέπει να βάλει το χέρι του να στηριχτεί στο έδαφος, αρχίζει βέβαια για μια μικρή στιγμή τ’ αναφιλητά, αλλά δεν το πειράζει που το κάνει αυτό. Γιατί το ότι το σκουντάει ένας μικρός, για να πέσει μες στις βρομιές, και το σκουντάει τόσο πολύ, που αναγκάζεται ν’ αρχίσει τ’ αναφιλητά, ξυπνάει στο κορίτσι την ελπίδα ότι θα του επιτραπεί να καταλάβει μία απ’ τις κατώτερες θέσεις στην εσωτερική σχολική ιεραρχία, πιθανότατα μάλιστα την κατώτερη, κι η κατώτερη θέση είναι πάντοτε η πιο σίγουρη, δηλαδή ακριβώς εκείνη που στα αιτήματά της εν πάση περιπτώσει θα μπορεί ν’ αντεπεξέρχεται. Έτσι δεν σκουπίζει τις βρομιές από το χέρι του, αλλά συνεχίζει να περπατάει και συνεχίζει τ’ αναφιλητά λιγάκι ακόμα κι ύστερα αρχίζει να ροκανίζει πάλι το νύχι του, που τώρα είναι βρόμικο.
Όταν για πρώτη φορά το οδηγήσανε στο δωμάτιό του, που κατά κύριο λόγο είν’ ένας κοιτώνας που πρέπει να τον μοιράζεται με άλλα τρία κορίτσια – εκείνη ήτανε μια απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του. Δεν υπήρχε καμμία αταξία σ’ εκείνο το δωμάτιο – μόνο τέσσερα κρεβάτια, το κάθε ένα σ’ έναν από τους τέσσερεις τοίχους, και τα τέσσερα στρωμένα καθαρά, και δίπλα τους από μια καρέκλα κι από ένα σιδερένιο ερμάρι. Στο ερμάρι πάει το δέμα με τα ρούχα της βδομάδας, και τα βιβλία του σχολείου και τα τετράδια πάνε εκεί, και τα λίγα προσωπικά αντικείμενα που μαζεύει κάποιο παιδί ή που, όταν έχει κάνει αρκετή οικονομία, τ’ αποκτάει με το χαρτζιλίκι του. Τα τελευταία συχνά τα κλέβουνε πάλι ασφαλώς απ’ το παιδί που κάνει τόση οικονομία. Τα ερμάρια δεν κλειδώνουνε, είναι ζήτημα αρχής αυτό. Έχει να κάνει με τη συντροφική συμβίωση. Όλα τα πράματα που έχει φέρει μαζί του το παιδί κατά την εισαγωγή του πρέπει να τα παραδώσει. Θα πεταχτούνε, γιατί το ίδρυμα κάνει μια εντελώς καινούργια αρχή.
[...]
Όταν ύστερα φτάνει σε μια τέτοια κατάσταση, ντυμένο μ’ εκείνον ακριβώς το διανεμημένο ρουχισμό όπως όλοι οι άλλοι εδώ και στον ίδιο βαθμό καθαρό όπως όλοι οι άλλοι, κοιτάζει γύρω του να βρει έναν καθρέφτη. Θέλει να παρατηρήσει τον ίδιο του τον εαυτό στην καινούργια του ζωή, θέλει να δει αν έχει αλλάξει το πρόσωπό του εξαιτίας της αρχής της καινούργιας αυτής ζωής, μέλλει όμως να διαπιστώσει ότι στο δωμάτιό του καθρέφτης δεν υπάρχει. Θα τριγυρίσει και θα προσέξει ότι ούτε στην τουαλέτα ούτε σε κάποιο διάδρομο, ούτε πουθενά αλλού στο ίδρυμα είναι κρεμασμένος κάνας καθρέφτης. Τελικά, με το προαίσθημα κιόλας κάποιας ενοχής και γι’ αυτό όσο το δυνατόν αδιάφορα θα ζητήσει έναν καθρέφτη κι αμέσως θα μάθει ότι η φιλαρέσκεια είναι ένα απ’ τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, μαντάμ. Και μολονότι η κατηγορία που εμπεριέχεται σε τούτη την απάντηση προέρχεται απ’ το ότι η εκπαιδεύτρια είναι εντελώς τυφλή για τη φύση των αιτίων που κάνανε το κορίτσι ν’ αναζητήσει, και τελικά μάλιστα να ζητήσει, έναν καθρέφτη, η απόκριση φωτίζει βέβαια την αρχή απ’ την οποία διέπεται αυτό το περίφραχτο ίδρυμα, και το κορίτσι δεν γνωρίζει πιο ευτυχισμένη κατάσταση από ’κείνη στην οποία το φέρνει η θέα της αρχιτεκτονικής μίας αρχής. Πιο φωτεινή και πιο ωραία θέα δεν γνωρίζει.
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης