Αλέξανδρος Κ., Τόμας Μανν - Ο τελευταίος έρωτας
Στις 11 Ιουλίου 1950 ο 75χρονος νομπελίστας συγγραφέας Τόμας Μανν θα σημειώσει στο προσωπικό του ημερολόγιο μεταξύ άλλων: «[…] Η παγκόσμια φήμη είναι για μένα αρκετά μηδαμινή, αλλά πόσο ανύπαρκτο βάρος έχει πλέον έναντι ενός χαμόγελου δικού του, του βλέμματος των ματιών του, της απαλότητας της φωνής του! […] Τρεις ημέρες ακόμη, και τον νεαρό δεν πρόκειται πλέον να τον ξαναδώ, το πρόσωπό του θα το ξεχάσω. Όχι όμως την περιπέτεια της καρδιάς μου. […]»[1]
Αυτή είναι μόνο μία από τις πάρα πολλές ημερολογιακές αναφορές του Τόμας Μανν στον νεαρό Franzl Westermeier, έναν 25χρονο σερβιτόρο στο Grand Hotel Dolder στη Ζυρίχη. Εκεί κατέλυσε ο συγγραφέας με την 45χρονη κόρη του, Έρικα, στις 25 Ιουνίου 1950, για να είναι κοντά στη σύζυγό του, η οποία έπρεπε να υποβληθεί σε μία γυναικολογική εγχείρηση. Αυτές οι ημερολογιακές αναφορές, οι οποίες μαρτυρούν με απαράμιλλο, άλλοτε βαθυστόχαστο, άλλοτε ποιητικό και άλλοτε παράφορο, τρόπο την ερωτική διάθεση του ηλικιωμένου συγγραφέα για τον νεαρό Westermeier, αρχίζουν την πρώτη ημέρα της άφιξης του Τόμας Μανν στο ξενοδοχείο και συνεχίζονται και μετά την αποχώρηση του (η τελευταία καταγράφεται στις 8 Νοεμβρίου 1950).
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δημοσιοποίηση των ημερολογίων του Τόμας Μανν, για την ακρίβεια όσων δεν έκαψε ο ίδιος,[2] τα οποία όρισε να ανοιχτούν μετά την παρέλευση 20 χρόνων από τον θάνατό του, και ιδιαίτερα οι ομοφυλοφιλικές αναφορές του νομπελίστα συγγραφέα προκάλεσαν πολλές συζητήσεις.
Ακόμα και ο πάπας της γερμανικής λογοτεχνίας, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό και μεταφέροντας τα λόγια του ιστορικού, δημοσιογράφου και συγγραφέα Γκόλο Μανν (1909–1994), του τρίτου και μοναδικού γιου της οικογένειας που δεν αυτοκτόνησε, έγραψε στην αυτοβιογραφία του: “Τα ομοφυλοφιλικά συναισθήματα και οι σκέψεις, είπε ο Γκόλο, δεν του ήσαν επ’ ουδενί ξένα, όπως είναι γνωστό, του Τόμας Μανν. Δεν υπήρξε, όμως, ποτέ ομοφυλόφιλος εν ενεργεία. Η φαντασίωση, πως είχε επαφές με αγόρια του δρόμου, είναι παράλογη. Οι ομοφυλοφιλικές δραστηριότητές του, κατά τον Γκόλο, δεν είχαν «φθάσει ποτέ κάτω από τη ζώνη». Στο τέλος-τέλος η ομοφυλοφιλία του παρέμεινε σε εφηβικά όρια”.[3] Η δε νομικός και συγγραφέας Ελίζαμπετ Μανν Μποργκέζε (1918 -2002), η τρίτη κόρη της οικογένειας, δήλωσε σε συνέντευξή της στην Berliner Zeitung την 1η Σεπτεμβρίου 2001 ότι οι ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του Τόμας Μανν ήταν τόσο εκλεπτυσμένης αισθητικής και κάθε άλλο παρά σωματικής φύσεως, στον βαθμό που τα μεγαλύτερα αντικείμενα του πόθου του, ο Klaus Heuser και τελευταίος ο Franzl Westermeier ουδέποτε αντιλήφθησαν κάτι. Στην ίδια εφημερίδα, ο Γερμανός σκηνοθέτης Heinrich Breloer αποκάλυψε στις 3 Ιουνίου 2000 την έκπληξη του 75χρονου πλέον Westermeier, όταν τον επισκέφτηκε κατά την έρευνά του για την τηλεταινία Die Manns – Ein Jahrhunderroman και του έδειξε τις ημερολογιακές αναφορές του Τόμας Μανν στο άτομό του.
Ωστόσο, αυτός ο τελευταίος έρωτας του Τόμας Μανν δεν ήταν όπως οι προηγούμενοι, έστω και αν ο ίδιος ο συγγραφέας τον κατατάσσει στην ίδια κατηγορία μαζί με τον έρωτά του για τον Armin Martens, τον Williram Timpe, τον Paul Ehrenberg και τον Klaus Heuser.[4]
Αν και με την παραπάνω ομολογία του έρωτά του ο ηλικιωμένος συγγραφέας φαίνεται να διακηρύσσει τη μηδαμινότητα της πρωτοκαθεδρίας του στον χώρο των γερμανικών γραμμάτων, συγκρίνοντάς τη με το χαμόγελο, το βλέμμα και τη φωνή του νεαρού, τον οποίο δέκα ημέρες αργότερα θα αποκαλέσει «πολυαγαπημένο βλάκα»[5], στην πραγματικότητα πρόκειται για ακριβώς το αντίθετο, αφού ουσιαστικά υπογραμμίζει την πρωτοκαθεδρία αυτή, με έναν μοναδικό, ακραιφνώς Μαννικό, τρόπο. Γιατί ο έρωτας αυτός αποδείκνυε περίτρανα, πρωτίστως στον ίδιο, ότι δικαίως κατείχε την πρωτοκαθεδρία στο χώρο των γερμανικών γραμμάτων και ότι δικαίως το όνομά του θα έμενε στην ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας μαζί με εκείνο του Γκαίτε.
Άλλωστε, αυτός ήταν ο συγγραφέας, ο οποίος έναν χρόνο πριν είχε κληθεί επισήμως να μιλήσει στον εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Γκαίτε. Έτσι ο Γκαίτε είχε γίνει η αφορμή να επιστρέψει σε γερμανικά εδάφη ο νομπελίστας Τόμας Μανν έπειτα από δεκαέξι χρόνια αυτοεξορίας. Είχε μάλιστα δηλώσει ότι, είτε ήταν ευπρόσδεκτος είτε όχι, θα το ένιωθε κηλίδα στη ζωή του το να υπηρετεί μόνο εκτός έδρας το πνεύμα του Γκαίτε και συγχρόνως να αποφεύγει τη Γερμανία.[6] Η Γερμανία, βέβαια, δεν ήταν μόνο μία τότε και η πρόσκληση δεν θα μπορούσε παρά να είναι διπλή, και από τις δύο πλέον Γερμανίες. Έτσι, η επιστροφή του νομπελίστα συγγραφέα είχε προκαλέσει έριδα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αναγκάζοντάς τον, λίγο πριν την επίσκεψή του στη Βαïμάρη, να σπεύσει να δηλώσει στη Φρανκφούρτη ότι η πραγματική πατρίδα του είναι η ελεύθερη, η ανέγγιχτη από τις ζώνες κατοχής γερμανική γλώσσα.[7]
Πέρα από τη λογοτεχνική και φιλολογική σχέση του Τόμας Μανν με τον Γκαίτε, υπήρχε πάντα και μία εσώτερη σχέση, σε κάποιο βαθμό ίσως και ασυνείδητη, εκ μέρους του Τόμας Μανν, η οποία έφτανε τρόπον τινά τα όρια της ταύτισης.
Σε ένα κείμενο[8] που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1904 ο νεαρός τότε συγγραφέας Τόμας Μανν έκανε λόγο για το κουκλοθέατρο και τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή του, παραπέμποντας επίσης στον ήρωα του διηγήματός του «Ο παλιάτσος»[9] αλλά και στον Χάννο Μπούντενμπρωκ και επισημαίνοντας με αυτόν τον τρόπο και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου του. Πολλά χρόνια αργότερα, στις 2 και 3 Μαΐου 1940, ο Τόμας Μανν θα δώσει μία διάλεξη[10] στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, κατά την οποία θα χρησιμοποιήσει αυτολεξεί την αναφορά στο κουκλοθέατρο από εκείνο το κείμενο του 1904, προσθέτοντας, ωστόσο, ένα σχόλιο για τον ρόλο που παίζει γενικότερα το κουκλοθέατρο στη ζωή μελλοντικών δημιουργών, αναφέροντας το παράδειγμα του Γκαίτε και τις αναμνήσεις που καταθέτει εκείνος στον δικό του Βίλχελμ Μάιστερ, αλλά και το παράδειγμα του Γκότφρηντ Κέλλερ και του δικού του Πράσινου Χάινριχ. Το λογοτεχνικό μέγεθος του Γκαίτε και του Κέλλερ δεν είναι ασφαλώς το ίδιο, όπως δεν είναι ίδια και η σημασία της αναφοράς τους για τον ίδιο τον Μανν.
Ήδη 4 χρόνια πριν από τη διάλεξη στο πανεπιστήμιο Πρνίστον, το 1936, ο Τόμας Μανν, μιμούμενος τον Γκαίτε, ο οποίος αρχίζει την αυτοβιογραφία του, Ποίηση και αλήθεια, περιγράφοντας τη θέση των πλανητών από αστρολογική σκοπιά,[11] αρχίζει με παρόμοιο τρόπο ένα βιογραφικό σημείωμα,[12] το οποίο γράφτηκε για Αμερικανούς αναγνώστες και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα Αγγλικά. Σύμφωνα με τον Hermann Kurzke, έναν από τους βιογράφους του, ο Τόμας Μανν είχε όντως ζητήσει ήδη από το 1926 να του καταστρώσουν το ωροσκόπιό του, το οποίο μάλιστα βρίσκεται στο Thomas-Mann-Archiv στη Ζυρίχη.[13]
Όταν ο Τόμας Μανν μιλούσε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον για το κουκλοθέατρο και τον Γκαίτε, ήδη κυκλοφορούσαν οι τρεις από τους τέσσερεις τόμους του βιβλικού μυθιστορήματός του Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού,[14] το οποίο μπορεί και να μην είχε γραφτεί ποτέ, εάν ο συγγραφέας του δεν είχε βρει στην αυτοβιογραφία του Γκαίτε την ενασχόληση εκείνου κατά την εφηβεία του με την «ιστορία του Ιωσήφ» και την επιθυμία του να την επεξεργαστεί και να δημιουργήσει από αυτή ένα νέο και αυτόνομο έργο[15], μία επιθυμία που θα κάνει τον ίδιο τον Τόμας Μανν να δημιουργήσει από τη μισή σχεδόν Γένεσι της Παλαιάς Διαθήκης ένα έργο τεσσάρων τόμων, το οποίο υπερβαίνει τις 1800 σελίδες. Μάλιστα, έναν χρόνο πριν, το 1939, είχε ήδη κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Η Λόττε στη Βαϊμάρη,[16] στο οποίο ο Τόμας Μανν είχε μιλήσει διά στόματος Γκαίτε, και είχε τρόπον τινά κατορθώσει να ταυτιστεί με εκείνον. Αυτή η ιδιότυπη ταύτιση του Τόμας Μανν με τον Γκαίτε ίσως έφτασε στον ανώτερο βαθμό της, όσον αφορά το λογοτεχνικό έργο του Μανν, με τη δημιουργία του δικού του πλέον Δόκτορος Φάουστους.[17]
Βέβαια, πολύ νωρίτερα, το 1911, είχε προηγηθεί μία αποτυχημένη προσπάθεια του 36χρονου νομπελίστα συγγραφέα να ασχοληθεί με τον Γκαίτε, η οποία οδήγησε στη συγγραφή της περίφημης νουβέλας του Ο θάνατος στη Βενετία.[18] Σε εκείνη τη διάλεξη στο πανεπιστήμιο Πρίνστον θα ομολογούσε 29 χρόνια αργότερα: «Αρχικώς ήθελα να κάνω κάτι εντελώς άλλο. Είχα ως αφετηρία μου την επιθυμία να κάνω αντικείμενο της αφήγησής μου τον όψιμο έρωτα του Γκαίτε για την Ulrike von Levetzow, να παραστήσω τον εξευτελισμό ενός υψηλού πλέον πνεύματος από το πάθος για ένα ερεθιστικό, αθώο κομμάτι ζωής […] Τότε δεν το τόλμησα να επικαλεστώ τη μορφή του Γκαίτε, δεν εμπιστεύτηκα τις δυνάμεις μου και παρεξέκλινα. Δημιούργησα έναν σύγχρονο ήρωα […]».[19]
Όπως γράφει ο Eckermann στις Συνομιλίες με τον Γκαίτε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και συγκεκριμένα στις 27 Οκτωβρίου και 17 Νοεμβρίου 1823,[20] ο Γκαίτε είχε όντως ερωτευτεί παράφορα στα 74 χρόνια του μία νεαρή, την οποία συνάντησε στο Μαρίενμπαντ. Ήταν η 19χρονη Ulrike von Levetzow [21] και μετά την επιστροφή του γηραιού συγγραφέα στην πόλη του, όλοι μιλούσαν για την περιπέτειά του.
Αυτό, λοιπόν, που δεν τόλμησε λογοτεχνικά, σε επίπεδο τέχνης, ο νεώτερος Τόμας Μανν, φαίνεται να το τόλμησε, ασυνείδητα, ο γηραιός, φθάνοντας στο σημείο να ταυτιστεί τρόπον τινά και σε επίπεδο ζωής πλέον με τον Γκαίτε. Ίσως και γι’ αυτό δεν προσπάθησε να κρύψει τον έρωτά του για τον νεαρό Franzl Westermeier, διακινδυνεύοντας μάλιστα να γίνουν αντιληπτά τα αισθήματα που έτρεφε για τον νεαρό σερβιτόρο και από τους άλλους ενοίκους του πολυτελούς ξενοδοχείου. Στο ημερολόγιό του ομολογεί μάλιστα ότι αστειευόταν για την αδυναμία που είχε στον νεαρό τόσο με την κόρη του όσο και με τη σύζυγό του, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η Έρικα κάποια στιγμή, που εκείνος είχε ξεχαστεί και χάζευε το πρόσωπο του νεαρού, τον τράβηξε από το μανίκι και τον αποκάλεσε «ασυγκράτητο».[22]
ΥΠΟΣHΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ημερολογιακή καταγραφή 11 Ιουλίου 1950 (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης), βλ. Thomas Mann, Tagebücher 1949-1950. Herausgegeben von Inge Jens. S. Fischer Verlag, Frankfurt a. M., 1991.
[2] Το Μάιο του 1945 ο Τόμας Μανν έκαψε τα ημερολόγιά του που αφορούσαν τα χρόνια πριν από τον Μάρτιο του 1933, διασώζοντας μόνο εκείνα της περιόδου Σεπτέμβριος 1918 – Δεκέμβριος 1921, τα οποία και χρειαζόταν για το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους. Τα υπόλοιπα ημερολόγια που διασώθηκαν αφορούν την περίοδο Μάρτιος 1933 – Ιούλιος 1955.
[3] Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Η ζωή μου. Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης. Ίνδικτος. Αθήναι, 2001. σ. 439.
[4] Η συνέχεια του εισαγωγικού αποσπάσματος από το ημερολόγιο του Τόμας Μανν είναι: “Προστέθηκε κι αυτός στη γκαλερί, την οποία δεν θα αναφέρει καμία «ιστορία της λογοτεχνίας», και η οποία μέσω του Klaus H. φθάνει πίσω σ’ εκείνους στο βασίλειο των νεκρών, τον Paul, τον Willri και τον Arnim”. 11 Ιουλίου 1950. βλ. Thomas Mann, Tagebücher 1949-1950. ό.π.
[5] «Γιατί δεν μου γράφει ότι είναι τιμή του και χαρά του; Πολυαγαπημένε βλάκα!». 21 Ιουλίου 1950, ό.π.
[6] βλ. «Ansprache im Goethejahr 1949», στο: Thomas Mann, Über mich selbst. Autobiographische Schriften. Gesammelte Werke in Einzelbänden, Frankfurter Ausgabe, S. Fischer Verlag, Frankfurt a. M., 1983. σ. 446.
[7] ό.π. σ. 446 κ.ε.
[8] βλ. «Kinderspiele», στο: Thomas Mann, Über mich selbst. ό.π. σ. 163.
[9] βλ. «Ο παλιάτσος» στο: Τόμας Μανν, Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα. Δεκατρία πρώιμα διηγήματα και νουβέλες. Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης. Ίνδικτος, Αθήναι, 2002. σ. 99-100.
[10] βλ. «[On Myself] στο: Thomas Mann, Über mich selbst. ό.π. σ. 54.
[11] Johann Wolfgang Goethe, Dichtung und Wahrheit I, Insel Taschenbuch Verlag, Frankfurt a. M., 1975. σ. 15.
[12] «Γεννήθηκα την Κυριακή την 6η Ιουνίου 1875 την δωδεκάτη μεσημβρινή. Οι θέσεις των πλανητών ήσαν ευνοϊκές, όπως με διαβεβαίωναν μετέπειτα συχνά οι μύστες της αστρολογίας, προοιωνιζόμενοι για το άτομό μου βάσει του ωροσκοπίου μου μία μακρά και ευτυχή ζωή καθώς και έναν ήρεμο θάνατο». (Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης) Thomas Mann, [Lebenslauf 1936], στο: Thomas Mann, Über mich selbst. ό.π. σ. 146.
[13] Hermann Kurzke, Thomas Mann. Das Leben als Kunstwerk. Eine Biographie. C. H. Beck Verlag, München, 2000. σ. 15.
[14] Thomas Mann, Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού. Μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου. Gutenberg, Αθήνα, 2005.
[15] J. W. Goethe, Dichtung und Wahrheit, ό.π. σ. 158 κ.ε.
[16] Thomas Mann, Η Λόττε στη Βαϊμάρη. Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος. Εξάντας, Αθήνα, 2000.
[17] Τόμας Μαν, Δόκτωρ Φάουστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο. Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος. Πόλις, Αθήνα, 2002.
[18] Τόμας Μανν, Θάνατος στη Βενετία. Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντινίδη. Ίνδικτος, Αθήναι, 2006.
[19] [On Myself], ό.π. σ. 72.
[20] Johann Peter Eckermann, Gespräche mit Goethe in den letzten Jahren seines Lebens. Insel Taschenbuch Verlag, o.O., 1990. σ. 54-56 και 498.
[21] ό.π. σ. 752.
[22] 7 και 8 Ιουλίου 1950, βλ. Thomas Mann, Tagebücher 1949-1950. ό.π.
Το κείμενο του Αλέξανδρου Κυπριώτη «Τόμας Μανν - Ο τελευταίος έρωτας» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (τεύχος 205-206), στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Τόμας Μανν (1875-1955) με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης έχει μεταφράσει δύο νουβέλες του Τόμας Μανν, Τόνιο Κραίγκερ - Ο Μάριο και ο Μάγος (εκδόσεις Ίνδικτος), και μία συλλογή με πρώιμα διηγήματα του συγγραφέα, Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα (εκδόσεις Ίνδικτος).
Μία πρώτη λογοτεχνική προσέγγιση του τελευταίου έρωτα του Τόμας Μανν ήταν το σύντομο πεζογραφικό κείμενο του Αλέξανδρου Κυπριώτη Μεταμορφώσεις, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών (Ιούνιος 2014) και συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία ελληνικού διηγήματος Υπό σκιάν (Μάιος 2015, Οι εκδόσεις των συναδέλφων).
Διαβάστε ένα βιογραφικό σημείωμα για τον Τόμας Μανν και δείτε στη βιβλιοnet ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.
Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε και ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα με τον τίτλο «Στον καθρέπτη», το διήγημα «Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή», ένα απόσπασμα από τον «Τόνιο Κραίγκερ», καθώς και τη γνώμη του Φραντς Κάφκα για αυτή τη νουβέλα του Τόμας Μανν.