[...]
19.
Η ΕΥΑ στην ακροθαλασσιά περπατάει πάνω-κάτω, κοιτάζει τις πατημασιές της στην άμμο, κυνηγάει τις πατημασιές της που τις σβήνει το κύμα και μετά βγάζει τα παπούτσια της, τα ρούχα της και (μέχρι το τέλος του μονολόγου της) γυμνή πέφτει στη θάλασσα.
ΕΥΑ: Στην άκρη του κύματος μια γυναίκα μόνη μια γυναίκα κορίτσι μια γυναίκα που δε θέλει να μεγαλώσει μια γυναίκα που δεν την άφησαν να μεγαλώσει μια γυναίκα δίχως όνειρα που επεβίωσε χάρη στην αδιαφορία της για τη ζωή που επεβίωσε από αυτοκινητιστικό το πούλμαν που επέβαινε συγκρούστηκε μ’ ένα αυτοκίνητο πολυτελείας σαν αυτά τα αυτοκίνητα τα μεγάλα τα όμορφα που βλέπεις στις ταινίες ή στα κοσμικά ρεπορτάζ από αυτά τα αυτοκίνητα που τα έχουν μόνο διάσημοι ή πλούσιοι ή διάσημοι και πλούσιοι η γυναίκα αυτή περπατάει και τώρα νιώθει ευχαριστημένη για πρώτη φορά στη ζωή της αισθάνεται πλήρης και ξέρει ότι ποτέ δεν θα είναι ευτυχισμένη γιατί η ευτυχία είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση, η ευτυχία μαθαίνεται κι αυτή όπως μαθαίνεται το ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι αλλά εκείνη δεν το έχει μάθει κανείς δεν μπήκε στον κόπο να της το διδάξει η μάνα της δούλευε πολύ και ξενοκοιμόταν ο πατέρας της δούλευε πολύ και ξενοπηδούσε κι εκείνη τα είχε όλα και βαριόταν εκείνη δεν είχε τίποτα και βαριόταν και τώρα το μόνο που μπορεί να κάνει για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της είναι να περπατάει πάνω στην ακροθαλασσιά και κάθε τόσο να κοιτάζει πίσω της να κοιτάζει ότι πράγματι αφήνει χνάρια και πράγματι οι πατημασιές της είναι εκεί πάνω στην άμμο δικές της πατημασιές νούμερο 40 έχει μεγάλο πόδι παρ’ όλο που δεν είναι πολύ ψηλή μάλλον μέτριο ανάστημα και μετά γυρίζει πίσω για να ξανακοιτάζει τις πατημασιές της και προσπαθεί να κάνει κι άλλη πατημασιά πάνω στην προηγούμενη όλο και πιο γρήγορα να προλάβει πριν την προλάβει το κύμα και τις σβήσει μια για πάντα είναι ένας τρόπος κι αυτός για να ξέρεις ότι είσαι ζωντανός ότι υπάρχεις ακόμη κι αν κανείς δεν σε έχει προσέξει τόσο ώστε να είναι σε θέση να επιβεβαιώσεις την ύπαρξή σου κοιτάς τις πατημασιές σου στην άμμο βλέπεις να τις σβήνει το κύμα κι έπειτα τις βλέπεις και πάλι να εμφανίζονται εκεί επίμονες ξανά και ξανά κι ας ξέρεις ότι μετά από λίγο δε θα υπάρχει τίποτα από αυτές θα τις έχει σβήσει για μια ακόμη φορά το κύμα είναι ένας τρόπος κι αυτός περίεργος θα μου πεις για να ξέρεις ότι γλύτωσες από μια ζωή αδιάφορη κι από έναν θάνατο εξίσου αδιάφορο και ξαφνικά αισθάνεσαι γενναιόδωρος απροσδόκητα γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος τόσο πολύ που μπορείς να πέσεις στα κύματα να παλέψεις μαζί τους για να σώσεις μια γυναίκα που μόνη μέσα στη θάλασσα παλεύει με τα κύματα παλεύει για να μην πνιγεί παλεύει για να μπορέσει να κρατηθεί στην επιφάνεια να μπορέσει να ζήσει και να φέρει στον κόσμο τη ζωή που κουβαλάει στα σπλάχνα της κι έτσι η γυναίκα αισθάνεται απροσδόκητα τόσο γενναιόδωρη και μεγαλόψυχη που παίρνει απόφαση και βγάζει τα παπούτσια της νούμερο 40 γιατί έχει μεγάλο πόδι παρά το μάλλον μεσαίο ανάστημά της το ένα με ετοιμόρροπο τακούνι βγάζει το haute couture βραδινό φόρεμά της και μπαίνει στη θάλασσα γυμνή για να σώσει μια άλλη γυναίκα που δεν ξέρει δεν έχει δει ποτέ ξανά στη ζωή της αποφασίζει να κάνει μια καλή πράξη παρ’ όλο που ως τώρα κανείς δεν έχει κάνει μια καλή πράξη για κείνην ακόμη κι η πράξη να την φέρουν στην ζωή ήταν μια πράξη τυχαία παίρνει απόφαση λοιπόν να κάνει κάτι και πιο πολύ αισθάνεται ότι το κάνει για την ίδια είναι ίσως το πρώτο πράγμα που κάνει επειδή πραγματικά η ίδια το θέλει μπαίνει στη θάλασσα και προσπαθεί να σώσει μια γυναίκα που παλεύει με τα κύματα, μπαίνει στη θάλασσα, προσπαθεί να σώσει, μια γυναίκα που παλεύει με τα κύματα, στη θάλασσα, να σώσει, μια γυναίκα, παλεύει με τα κύματα. Θάλασσα, μια γυναίκα, κύματα.
20.
ΔΩΡΟΣ: Ποιος σας έστειλε σε μένα;
ΑΝΝΑ: Η απελπισία.
ΔΩΡΟΣ: Αυτό που μου ζητάτε/
ΑΝΝΑ: Μου είπαν ότι σας αποκαλούνε «σωτήρα».
ΔΩΡΟΣ: Αλήθεια είναι.
ΑΝΝΑ: Χαϊδευτικά ή ειρωνικά;
ΔΩΡΟΣ: Τρομαγμένα.
ΑΝΝΑ: Οι τρομαγμένοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι για τα πάντα.
ΔΩΡΟΣ: Οι απελπισμένοι ακόμη περισσότερο.
ΑΝΝΑ: Το πιστεύετε;
ΔΩΡΟΣ: Το βλέπω. Στα μάτια σας. Με αφήσατε να κοιτάξω στα μάτια σας.
ΑΝΝΑ: Δεν το κάνουν πολλοί.
ΔΩΡΟΣ: Εμένα μ’ αρέσει να κοιτάω τους άλλους κατάματα.
ΑΝΝΑ: Αυτή η ακτή. Είναι γεμάτη πράγματα... Θέλω να πω... έτσι είναι πάντα;
ΔΩΡΟΣ: Ναι. Όταν έχει θάλασσα. Ναυαγούν. Βάρκες, μικρές μεγάλες, μεγαλύτερες ακόμη και πλοία – υπάρχουν πολλοί ηλίθιοι παλικαράδες κι αδίστακτοι καπετάνιοι, βλέπετε.
ΑΝΝΑ: Κι εσείς τους μαζεύετε. Θέλω να πω τότε είναι που βγαίνουν σ’ αυτή την ακτή; Οι … πρόσφυγες;
ΔΩΡΟΣ: Συνήθως τότε. Τις περισσότερες φορές βγαίνουν αλλού. Υπάρχουν πιο δυνατοί σωτήρες από μένα. Πάνω από μένα. Δεν είμαι ο μόνος και σίγουρα όχι παντοδύναμος, θέλω να πω η γυναίκα μου πέθανε επειδή/ Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν αφορά κανέναν άλλον εκτός από κείνην εμένα και το θεό. Ο θεός αποδείχτηκε σκάρτος κι έτσι κι εγώ αποφάσισα να χω ένα χόμπι. Θυμάμαι μικρό παιδί μου άρεσε να κατεβαίνω στην ακροθαλασσιά και να μαζεύω κοχύλια.
ΑΝΝΑ: Τώρα μαζεύετε ανθρώπους.
ΔΩΡΟΣ: Τώρα μαζεύω ανθρώπους.
ΑΝΝΑ: Πολυτιμότεροι απ’ τα κοχύλια.
ΔΩΡΟΣ: Όχι τόσο εύθραυστοι όσο τα κοχύλια.
ΑΝΝΑ: Το πιστεύετε αυτό που λέτε.
ΔΩΡΟΣ: Το βλέπω.
ΑΝΝΑ: Είχα μια κόκκινη τσάντα, μια μικρή βαλιτσούλα. Την άφησα πίσω μου στο αυτοκίνητο... Θέλω να πω, μετά το ατύχημα, όλα έγιναν τόσο ξαφνικά.
ΔΩΡΟΣ: Θα τη βρω εγώ μην ανησυχείτε.
ΑΝΝΑ: Να την κρατήσετε. Είναι δική σας. Μέσα έχει αυτά που ζητήσατε. Όσα ζητήσατε.
ΔΩΡΟΣ: Οk.
ΑΝΝΑ: Κι εγώ θα πάρω αυτό που μου υποσχεθήκατε..
ΔΩΡΟΣ (γελώντας): Αρχικά θα πρέπει να κρατήσετε τη γυναίκα, την όποια γυναίκα θέλω να πω ότι αυτό που σας υποσχέθηκα θα το έχει εκείνη η γυναίκα, προς το παρόν τουλάχιστον.
ΑΝΝΑ: Μια πολύτιμη γυναίκα, αλλά όχι εύθραυστη.
ΔΩΡΟΣ γελάει.
ΑΝΝΑ: Σύμφωνοι;
ΔΩΡΟΣ: Σύμφωνοι.
ΑΝΝΑ: Το κάνετε για τα λεφτά; Μόνο για τα λεφτά;
ΔΩΡΟΣ: Δεν έχω λόγο να σας απαντήσω.
ΑΝΝΑ: Κανέναν.
Μικρή σιωπή
ΔΩΡΟΣ: Έχετε κοιτάξει ποτέ στα μάτια ανθρώπους που λίγο πριν είχαν κοιτάξει κατάματα το θάνατο;
ΑΝΝΑ: Όχι.
ΔΩΡΟΣ: Εγώ πάλι ναι. Και πιστέψτε με είναι ιδιαίτερα αναζωογονητική αίσθηση.
ΑΝΝΑ: Δηλαδή; Κάνετε ό,τι κάνετε για να ξορκίσετε το θάνατο!
ΔΩΡΟΣ: Κάνω ό,τι κάνω για να ξορκίσω τη ζωή.
21.
Ο ΑΝΤΙ έχει βάλει μπρος τη μηχανή.
ΑΝΤΙ: Εύα! Εύα. ... που είσαι; Τρελοκόριτσο. Έλα Εύα. Βαρέθηκα τα παιχνίδια σου. Η μηχανή πήρε μπρος έλα Εύα γαμώτο μου. Εύα! ... Κόφ’ το. Εύαα!
Έρχεται ο ΓΙΑΤΡΟΣ κουβαλώντας στην αγκαλιά του την ΕΥΑ μισολιπόθυμη.
ΑΝΤΙ: Εσύ/
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αυτήν ψάχνεις/
ΑΝΤΙ: Πού ήταν;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μόνη της/
ΑΝΤΙ: Η ηλίθια!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Πάνω από μια βαλίτσα/
ΑΝΤΙ: Κόκκινη.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Άδεια.
ΑΝΤΙ: Με τόσα πράγματα που…/
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μέσα σε εμετούς από χαβιάρι και σαμπάνια/
ΑΝΤΙ: Είναι ανορεξική.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Είναι πεινασμένη και διψάει/
ΑΝΤΙ: Κι εσύ...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Είμαι γιατρός. Την έσωσα/
ΑΝΤΙ: Την έσωσες;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Την είχε ξεβράσει το κύμα, ίσα που ανέπνεε.
ΑΝΤΙ: Μπορείς να την κάνεις καλά;/
ΓΙΑΤΡΟΣ: Από τι;
ΑΝΤΙ: Τότε άσ’ την κάτω.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δεν νομίζω ότι/
ΑΝΤΙ: Χέστηκα για το τι νομίζεις. Ασ’ την κάτω είπα. Θέλω να την βιντεοσκοπήσω.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Αν πεθάνει/
ΑΝΤΙ: Θα την βιντεοσκοπώ να πεθαίνει. Και θα πουλήσω την ιδέα για ριάλιτυ. Θα έχω έτοιμο και τον «πιλότο».
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ αφήνει κάτω την ΕΥΑ.
ΕΥΑ: Μια γυναίκα στη θάλασσα/ θα πνιγεί/ μην κλαις/ ονειρεύεται /που πάμε; /ο δρόμος/
ΑΝΤΙ: Σκατά...
ΓΙΑΤΡΟΣ: Παραμιλάει/
ΑΝΤΙ: Είναι σαλεμένη/
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κρυώνει και φοβάται... Δεν μπορώ να κάνω και πολλά/
ΑΝΤΙ: Όλα ήταν τόσο τέλεια γαμώτο μου. Τόσο τέλεια. Θα πεθάνει;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Σου μοιάζω για θεός;/
ΑΝΤΙ: Εξαρτάται./
ΓΙΑΤΡΟΣ: Από;/
ΑΝΤΙ: Από το τι έχεις να προσφέρεις./
ΓΙΑΤΡΟΣ: Συμπόνια./
ΑΝΤΙ: Τότε όχι. Φύγε./
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κι όμως/
ΑΝΤΙ: Είπα, δίνε του.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Είμαι γιατρός/
ΑΝΤΙ: Κι εγώ Ποπ Σταρ κι εκείνη Μις Κόσμος. Έχει καμιά διαφορά;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Καμία.
ΑΝΤΙ: Γι’ αυτό σου λέω, στρίβε.
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ κάνει να φύγει.
ΑΝΤΙ: Για μια στιγμή. Αν θες να μείνεις…
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τσιγάρα. Πούρα.
ΑΝΤΙ: Καλά τα πας. Μπορείς και καλύτερα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Χάπια κι ενέσεις.
ΑΝΤΙ: Πάντα ένας γιατρός είναι πολύτιμος κι ας είναι αχρείαστος.
ΕΥΑ (παραμιλάει): Μια γυναίκα στη θάλασσα. Θα πνιγεί... δεν ξέρει καλό κολύμπι. Βοηθήστε την.
[...]