Αυγή Μελέτη, Η σφαίρα του Πουανκαρέ

Ξύπνησα μέσα σε μια παλιά παιδική μου φωτογραφία. Η αίσθηση ήταν παράξενη ακόμη και για μένα που όλη μου η ζωή είχε υπάρξει ως σημείο διακλάδωσης μιας ασυνήθιστης ροής γεγονότων, τα οποία με σημάδεψαν τόσο ώστε να καταλήξω να ξεχάσω ποιος είμαι. Ο γιατρός μου υποστήριζε πως είναι εξαιρετικά σπάνιο για έναν ασθενή με αμνησία να μη θέλει να μάθει ποιος ήταν και ακόμη πιο σπάνιο να μην αισθάνεται καμία θλίψη ή αγωνία για τις χαμένες αναμνήσεις του. Κατά περίεργο τρόπο αισθανόμουν πολύ νηφάλιος και μάλλον ευτυχισμένος θα έλεγα. Είχα αποφασίσει να είμαι κανένας καθώς και να μην αφήσω κανέναν να προσπαθήσει να με πείσει ότι ήμουν κάποιος με ένα κάποιο παρελθόν το οποίο δεν είχε καμία σχέση με εμένα πια. Δε με ενδιέφερε το παρελθόν μου, δε με ενδιέφερε το μέλλον μου. Μου αρκούσε που ρουφούσα μικρές στιγμές παρόντος και ας ήταν άδειες. Ήταν η ίδια ευχάριστη αίσθηση που μου έδινε το καλαμάκι πάνω στις άδειες φούσκες του αναψυκτικού μου. Συνήθιζα να πίνω ένα αναψυκτικό κάθε απόγευμα και ήταν μέσα σε δευτερόλεπτα ενός τέτοιου απογεύματος που ανοιγόκλεισα τα μάτια και από το δωμάτιο του θεραπευτηρίου βρέθηκα μέσα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μαζί με άλλα τρία παιδιά που δε γνώριζα. Αποτελούσαμε τα μέλη μιας μικρής παιδικής ορχήστρας. Το ένα από τα παιδιά ξελαρυγγιαζόταν στο τραγούδι, τα άλλα δυο έπαιζαν κάτι αστείες κιθαρούλες και εγώ μια ολόλευκη τρομπέτα. Αποφάσισα να τα ρωτήσω αν με γνώριζαν αλλά με αγνόησαν επιδεικτικά. Χρειάστηκε να επαναλάβω την ερώτηση άλλες τρεις φορές για να καταλάβω πως δε με αγνοούσαν. Δε με έβλεπαν. Μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω και τους τρεις τους και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως εκείνοι μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό τους και ας έμοιαζαν να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Υπήρχε κάποιο αόρατο παραπέτασμα ανάμεσά μας, κάτι που μας χώριζε αλλά δε μας άφηνε να απομακρυνθούμε μεταξύ μας. Διαπίστωσα πως μπορούσα άνετα να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου και έκανα μια βόλτα από τη μία άκρη της φωτογραφίας στην άλλη. Με εξέπληξαν οι περιορισμένες διαστάσεις, σίγουρα κάτι δε θα είχα κάνει καλά. Ξαναέκανα τις ίδιες κινήσεις, κατευθύνθηκα από τη μία άκρη στην άλλη. Αυτό ήταν. Μόνο δυο άκρες σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι τρεις άγνωστοι φίλοι μου εξακολουθούσαν να μη με βλέπουν. Μου έδιναν την αίσθηση πως δε γνώριζαν καν που βρίσκονται. Ήταν πολύ πιθανόν να ήμουν ο μόνος που γνώριζε που βρισκόμασταν αλλά όχι για ποιο λόγο ήμασταν εκεί. Για αυτούς ο κόσμος τριγύρω, η παλιά αποθήκη πίσω μας, το άγνωστο φως μπροστά μας, όλα είχαν διαστάσεις, βάθος και πλάτος που μπορούσαν να τα αγγίξουν με τα χέρια τους και να βουτήξουν ξένοιαστοι και αδιάφοροι μέσα σε αυτά. Η άγνοια μπορεί να γίνει πηγή ευτυχίας, το να είσαι ξένοιαστος είναι μια μορφή ευτυχίας. Τους άκουγα να σέρνουν επίτηδες τα πόδια τους για να δημιουργήσουν μικρά σύννεφα σκόνης στο δρόμο και τους έβλεπα να επεξεργάζονται με ανία τα μουσικά τους όργανα ή να παίζουν με τα κουμπιά της ζακέτας τους, τόσο προσηλωμένοι σαν να έκρυβαν εκείνα τα κουμπιά το μυστικό της ύπαρξής τους.

 

Η ταυτότητα του φωτογράφου άρχισε να με βασανίζει. Ποιος μπορεί να μας είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία, γιατί μας είχε διαλέξει και για ποιο λόγο; Δεν ήταν σχολική, ούτε οικογενειακή φωτογραφία. Ήταν η φωτογραφία τεσσάρων φίλων ή τεσσάρων αγνώστων μεταξύ τους παιδιών. Παρατήρησα προσεκτικά τη λευκή τρομπέτα που κρατούσα στα χέρια μου. Ίσως αυτό το μουσικό όργανο να γνώριζε περισσότερα από ό,τι γνώριζα εγώ. Έφερα προσεκτικά τη μία της άκρη μπροστά από το δεξί μου μάτι, μισόκλεισα το αριστερό, την ανασήκωσα σα τηλεσκόπιο και κοίταξα μέσα της. Ένα εκτυφλωτικό φως εισέβαλε από το άλλο άκρο της και χτύπησε το ανοιχτό μου μάτι. Ξαφνιάστηκα και έχασα την ισορροπία μου για λίγο αλλά γρήγορα επανέκτησα τη σταθερότητα του σώματός μου, ήξερα πως να στέκομαι αλύγιστος και άκαμπτος και πως να προσδίδω σοβαρότητα στη στάση μου. Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που θυμάμαι, αλλά ίσως να είναι και μια απάτη της μνήμης μου, ένα αποτέλεσμα του παιχνιδιού που αυτή η φωτογραφία αποφάσισε να παίξει μαζί μου. Κατέβασα την τρομπέτα στη μύτη μου, είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω όλες τις αισθήσεις μου. Μύριζε κάτι γνώριμο και κάτι άγνωστο μαζί. Αυτή η διπλή μυρωδιά με σάστισε περισσότερο από κάθε τι. Πίεσα τον εαυτό μου να ξαναγυρίσει στο θεραπευτήριο, αλλά ήταν αδύνατον. Αν ο γιατρός περνούσε σε λίγο από το θάλαμό μου θα ήξερε πώς να με επαναφέρει στο δωμάτιο, φτάνει να άκουγα τα βήματά του ή τον ήχο της φωνής του, αλλά ως τότε δε μπορούσα να κάνω και πολλά παρά μόνο να περιμένω και να ευελπιστώ πως θα περάσει σύντομα.

 

Η μυρωδιά της τρομπέτας, ναι η μυρωδιά της τρομπέτας. Είχα κολλήσει. Και ήξερα ξαφνικά με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε τίποτα το σημαντικότερο στη ζωή μου ως τότε, από τις μυρωδιές. Οσμίστηκα καινούρια τσόχα και κάτι ακόμη, μια μυρωδιά που δεν είχα ξαναμυρίσει ποτέ στη ζωή μου και δεν ήξερα πως να τη χαρακτηρίσω ή πού να την κατατάξω. Δεν μπορούσα να ανακαλέσω τίποτα παρόμοιο οσφρητικά στη μνήμη μου. Στην αδύνατη ούτως ή άλλως μνήμη μου. Την έβαλα μπροστά στο στόμα μου, κρατώντας τη όμως σε μια απόσταση και φύσηξα δυνατά στο εσωτερικό της, σα να ήθελα να την καθαρίσω από τη σκόνη.

 

Και τότε ήταν που κατάλαβα πως δεν μπορούσα όντως να κινηθώ ούτε εκατοστό εμπρός, ούτε πίσω, παρά μόνο αριστερά και δεξιά. Ήταν σα να προσέκρουα σε ένα συμπαγές κενό όταν προσπαθούσα να κινηθώ μπροστά και πίσω. Τα πόδια μου δεν υπάκουαν. Μπορούσα να διασχίσω κατά μήκος το χώρο στη φωτογραφία, σα να περπατώ σε μια νοητή ευθεία, αλλά δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω καμία άλλη ευθεία. Οι δύο άκρες δεν είχαν κανένα απολύτως βάθος και αυτή η έλλειψη βάθους καταργούσε όλες τις ευθείες πλην μίας. Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω με τα άλλα τρία παιδιά έγινε πιο βασανιστική τώρα, ειδικά όταν τα έβλεπα να κινούνται όπως θέλουν δίχως κανένα περιορισμό. Άραγε συνέβαινε το ίδιο και με εκείνα; Ήμουν εγώ η εικόνα της ελεύθερης κίνησης για αυτά; Μήπως το καθένα βρισκόταν στο δικό του ξεχωριστό πλαίσιο δίχως καμία πραγματική επικοινωνία το ένα με το άλλο; Μήπως και αυτά μπορούσαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με εμένα αλλά εγώ έβλεπα κάτι άλλο; Μπορεί κάποιος να ήθελε να παίξει μαζί μας στήνοντας παραμορφωτικούς καθρέφτες που δεν αλλοίωναν τη μορφή αλλά τις διαστάσεις. Όλα αυτά ήταν πολύ μπερδεμένα για κάποιον άνθρωπο σαν εμένα, έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι παρότι είχα φυσήξει την τρομπέτα δεν υπήρξε κανένας ήχος. Είχα την αίσθηση της όρασης, της αφής, της όσφρησης, αλλά είχα χάσει αυτήν της ακοής; Ή δεν υπήρχε αυτή η αίσθηση εκεί που βρισκόμουν; Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει έναν τρόμο που παρόμοιο δεν είχα ξανανιώσει. Σαν αυτή η έλλειψη της ακοής και του ήχου να σηματοδοτούσε την κατάβασή μου σε έναν κόσμο όπου η ακοή δεν ήταν απαραίτητη. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι πιο τρομακτικό από αυτό. Ένας κόσμος δίχως ήχους, η απόλυτη ακινησία, μια σήραγγα που με οδηγούσε σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν αλλοιωμένα από την επιβολή μιας αφύσικης τεράστιας σιωπής. Τα μουσικά όργανα στα παιδικά χέρια μας ήταν η μεγαλύτερη ειρωνεία.

 

Όλα έμοιαζαν να επιπλέουν σε μια φούσκα νερού δίχως νερό. Μαζί τους και εγώ. Κυρίως εγώ.

 

Ο ωκεανός. Ένας τεράστιος βουβός ωκεανός.

 

Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να εισπνεύσω το θαλασσινό νερό. Ο γιατρός θα τα εύρισκε ενδιαφέροντα όλα αυτά όταν θα τελείωναν και θα μπορούσα να του τα διηγηθώ. Ή μπορεί και να εξοργιζόταν. Οι γιατροί συνηθίζουν να εκνευρίζονται εύκολα με τους ασθενείς και τις φαντασιώσεις τους. Σίγουρα θα νόμιζε πως όλο αυτό το είχα στήσει με το μυαλό μου. Και δεν ήξερα πώς να τον πείσω για το αντίθετο. Και τι δε θα έδινα να θυμηθώ πού βρίσκεται το κουδουνάκι της νοσοκόμας.

 

 

 

H Logotexnia21 ευχαριστεί την Αυγή Μελέτη (Regina Bou) για την αποστολή του διηγήματος «Η σφαίρα του Πουανκαρέ». Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης τα διηγήματά της  «Η κοιλιά», «Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα», «Μεταμεσονύκτια μπισκότα» και «Η έμπνευση». Πληροφορίες για τη συγγραφέα βρίσκετε εδώ.