Κάνει φοβερή ζέστη μέσα, νευριάζω και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ να δουλέψω. Παίρνω το λάπτοπ παραμάσχαλα και βγαίνω στην βεράντα, έχω πολλή δουλειά, δεν την βλέπω να τελειώνει απόψε, μα να συμπληρώσω τουλάχιστον την δήλωση. Τα τζιτζίκια σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο νόμιζα μου σπάνε κι άλλο τα νεύρα. Φέτος πήξαμε στα τζιτζίκια , στα μυρμήγκια και στα κουνούπια. Όσο κανένα άλλο καλοκαίρι. Κατεβαίνω στην αυλή, βουτάω το λάστιχο και με το λάστιχο ορμάω και τα καταβρέχω πάνω στις ελιές. Σταματάνε για λίγο, μα ύστερα πάλι εκεί, στο χαζό τους το τραγούδι. Ούτε με ωτασπίδες δεν ησυχάζει το κεφάλι μου σήμερα. Είμαι στην τσίτα. Η δήλωση όμως δεν παίρνει κι άλλη παράταση. Οι αριθμοί στην οθόνη χοροπηδάνε στον ρυθμό των τζιτζικιών και τη δήλωση πρέπει να τη στείλω το αργότερο μέχρι αύριο, αφού τη συμπληρώσω πρώτα. Φυσικά. Πρέπει να τη συμπληρώσω πρώτα. Και σωστά. Να τη συμπληρώσω σωστά. Ολόσωστα. Για να μου επιστραφεί κι ένα καλό ποσόν. Έχω κάνει το ψάξιμό μου και θα ’ναι ανώτερα μαθηματικά η δήλωσή μου φέτος. Αναθαρρώ. «Ψοφοτζίτζικα, γελάστε, τραγουδήστε, είναι μετρημένα τα ψωμιά σας», φωνάζω και ορμάω ξανά να τα ξανακάνω λούτσα, να το ξαναβουλώσουνε, για να ξαναπιάσω τη δήλωση. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Μέσα στο σπίτι είναι αδύνατο να χωθώ. Όχι πάλι μέσα και όχι, δεν ανοίγω το κλιματιστικό! Άλλη αφόρητη φασαρία, το καφεδοκούτι, γρου γρου, σαν να αλέθει. Τα ξέφρενα τζιτζικίσματα αρχίζουν και πάλι κατά ριπάς. Τρυπάνε τον αέρα. Ο ήχος τους γίνεται ολόγραμμα. Το βλέπω σε σχήμα ειρωνικού χαμόγελου. Σε λίγο και δάχτυλου στην μούρη μου, αυτό, το μεσαίο υψωμένο, που σημαίνει άντε γαμήσου. Όχι δα. Εσείς να πα’ να γαμηθείτε κωλοτζίτζικα! Με το λάστιχο στο χέρι, ανοίγω τέρμα το νερό. Αυτά πάνω στις δικές μας τις ελιές, πότε θα τις κόψω να ησυχάσουμε, βγάζουνε το σκασμό επιτέλους. Βουβαίνεται γύρω ο τόπος. Επιτέλους. Όμως πριν προλάβω να γυρίσω στην δουλειά μου, αρχίζουν τα άλλα, εκείνα που ’ναι χωμένα στις φιστικιές του διπλανού οικοπέδου. Άι στο διάολο, με τις φιστικιές του, κι ο ηλίθιος ο γείτονας, οι φιστικιές τον μαράνανε, εκατό χρόνια είχε να φανεί κι έσκασε μύτη χτες και φύτεψε τις μαλακίες του, κάτι εναλλακτικούς σπόρους, παλιούς, δεν ξέρω, κάτι τέτοια. Καλά το έλεγα εγώ πως έπρεπε να είχα κάνει μια χρησικτησία, να ρίξω ένα τσιμεντάκι, καθαρό καθαρό, και να παρκάρω πάνω του το τούμπανο το τζιπ τα καλοκαίρια, αλλά η άλλη δεν ήθελε, δεν είναι ηθικά πράγματα αυτά, φαγώθηκε! Πρόλαβε αυτός κι ήρθε και έστησε μποστάνι. Και δεν καθάρισε ο άτιμος το νότιο κομμάτι, α, όχι , εκεί που συνορεύει με το δικό μου το άφησε ένα χάλι με τις φιστικιές τις αρσενικές, τις άχρηστες, τίγκα στα σχίνα, στη βρωμοθαμνούρα και στα υπόλοιπα πράσινα σκατά που φυτρώνουν εκεί χάμω. Έκοψα κι εγώ μαγκιόρικα το συρματόπλεγμά του και το τεντώνω λίγο και χώνομαι στο κωλοπεριβόλι του, προσεχτικά και σούρνοντας, γιατί τα σχίνα είναι πυκνά, σε σκίζουνε και στάζουνε ρετσίνι, και του ’χω τσακίσει, του πούστη, τις ντομάτες και τις μελιτζάνες φέτος. Ευτυχώς, αυτός χαμπάρι! Νομίζει ότι πηδάνε από την άλλη μεριά κι έχει πλακωθεί με τους από κάτω, κάτι φρικιά μαλλιάδες που κουβαλήθηκαν πρώτα και δυο γιαλάκισσες που κατέφτασαν ύστερα, μόλις δυσκολέψανε τα πράγματα και μένουνε μόνιμα εκεί κάτω. Άλλα κοπρόσκυλα κι αυτοί, ακούνε κάτι στριγκλιές κι ένας από δαύτους γρατζουνάει μια ηλεκτρική, αλλά εμάς μας κάνανε παρατήρηση το Πάσχα, που ήρθαμε στο κέφι και δυναμώσαμε Νότη και Γονίδη, φωνάρες, αυτοί είναι καλλιτέχνες ρε. Έγινε σκηνικό, μόνο στα χέρια που δεν ήρθαμε. Άμα θέλετε ησυχία και το Πάσχα, ρε ζώα, να πάτε σε κάνα νεκροταφείο. Το Πάσχα ο κόσμος γλεντάει. Δεν ακούει σαξόφωνα, κλαρίνα ακούει. Και δεν σουβλίζει μαρούλια, αρνιά σουβλίζει. Αλλά είναι μακρύ το λάστιχό μου εμένα και τώρα θα τα πούμε. Τρυπώνω στην αποθήκη, βγάζω το πιεστικό που ’χω για το φιατάκι, η κουκλάρα θέλει πλυντήριο επαγγελματικό, ανοίγω το κουτί, βγάζω και συναρμολογώ το ματζαφλάρι το ειδικό, συνδέω με το λάστιχο, τραβάω μια ιδέα το συρματόπλεγμα, σκύβω, χώνομαι, έρπω, κρατάω το όπλο γερά, έχω λαμπρό πεδίο βολής ανοιχτό, σημαδεύω τις φιστικιές μέσα από τα σχίνα, που έχω κουβαριαστεί, και πυροβολώ. Το νερό από το πιεστικό τα κάνει όλα λίμπα, διαδήλωση, φάτε δέκα τόνους νερό Τούρκοι στην πλατεία Ταξίμ, τζιτζίκια, φιστίκια, καθίκια. Αλλά, αλλά, κάτι, το κέρατό μου, τι έγινε, πονάω, τι διάολο, κάτι πετάχτηκε από τα σχίνα πάνω μου, στο πόδι. Φίδι; Φίδι στο πόδι μου. Τι φίδι ήταν αυτό τώρα; Ξεχάστηκα κι ήρθα στα σχίνα με τη βερμούδα και τις σαγιονάρες. Και τώρα τι γίνεται, τι κάνω τώρα; Πονάω. Πρήζεται, το πόδι μου πρήζεται. Η σαγιονάρα πού πήγε; Θα φύγω ξυπόλητος, τώρα το κακό έγινε. Να φύγω τώρα αμέσως από ’δω. Μπλέκομαι στα κλαδιά, παραλύω. Τι κάνω τώρα; Σκοτοδίνη. Φοβάμαι. Θα πεθάνω; Εδώ; Απ’ αυτό; Δεν είναι δυνατόν. Σε μένα έπρεπε να τύχει; Γιατί; Δεν δικαιούμαι λίγη ησυχία; Ουρλιάζω: «Βοήθεια! Κάποιος να χαρακώσει το δάγκωμα, να ρουφήξει το δηλητήριο!» Κοπανιέμαι και πρήζομαι. Τι κάνει αυτός από πάνω μου; «Μη κουνιέσαι! Μόνο ζόρι δεν θέλει. Για να δω!» Αυτός είναι! Ο γείτονας! Με τις εναλλακτικές τις ντομάτες του. Πού βρέθηκε τώρα αυτός; Με βγάζει από τα σχίνα επιδέξια. «Ήρεμα, ήρεμα», μου λέει. «Πού τα θυμήθηκες, καημένε, αυτά τα γιατροσόφια που θες να κάνεις;», μου λέει και γελάει. Με σηκώνει αγκαλιά σχεδόν και μ’ ακουμπάει στο πεζούλι του πηγαδιού. Πότε άνοιξε πηγάδι αυτός και δεν το πήρα είδηση; Με πιάνει από τον ώμο.
«Πώς και δεν σε χτύπησε καμιά οχιά τόσες φορές που χώνεσαι στα σχίνα. Ηρέμησε, πάρε μια ανάσα, και σε λίγο θα σε πάω στο νοσοκομείο καλού κακού. Τυχερός είσαι, σαπίτης μικρός ήταν, τον τσάκωσα. Και να κάνεις τον σταυρό σου, που ήμουνα σήμερα εδώ να ποτίσω. Άντε σήκω, πάμε! Και μετά θα σου δώσω ένα κλειδί να μπαίνεις σαν άνθρωπος, να κόβεις ντομάτες», μου λέει.