Γλυκερία Μπασδέκη, μαύρη σοκολάτα


Ο πρώτος σοκολατί στην πολυκατοικία, στο ημιυπόγειο που ξενοίκιασαν οι δίδυμες με τις φακίδες που επιτέλους ορκίστηκαν πτυχιούχες του τεΐ λογιστικής. Πολύ τον ήθελα κι όλο του το ’λεγα. Του ’λεγα έλα να πηδήσουμε απ’ την Αράπιτσα. Του ’λεγα βαρέθηκα το ημιυπόγειο, κλέψε μια φορντ να πάμε βόλτα να ξεσκάσουμε, μαύρε μου. Γιες, γιες, έλεγε ο σκούρος, κουτσοαγγλικά μιλούσαμε, άλλα άκουγε, άλλα καταλάβαινε. Τον είχα βαρεθεί πάνω στο μήνα, αλλά περίμενα το σεξ που όλο δεν ερχόταν κι έλεγα θεούλη μου θα ανταμειφθώ για την υπομονή μου και θα ’ναι το κάτι άλλο αυτό που περιμένω και μονολογώ. Και μου ’φτανε που τον έπαιρνα αγκαζέ, γύρω γύρω το τετράγωνο, να μας δούνε όλοι, να πούνε φτου σου άσπρη τσούλα που σπουδάζεις ελληνική φιλολογία και τα ’χεις με τον αράπακλα που πουλάει κολιέδες στην λαϊκή και σε βάζει κάτω και λες το Xριστό φαντάρο. Τον δεύτερο μήνα ξεσπάθωσα και του ζήτησα σεξ. Με κοίταξε με τη θλίψη της φυτείας. Άι εμ ε κρίστιαν μπόυ, ψέλλισε και το ταβάνι γύρισε τούμπα κι όλη η πρώην Στρατηγού Παπάγου, τώρα Εθνικής Αμύνης, έπεσε στο κεφάλι μου. Με κάτι ελληνικά της συφοράς έσκασε το παραμύθι. Τον είχαν μεγαλώσει, τάχαμου, σε κάτι Νιγηριανά κατηχητικά, εικονίτσες και προσευχούλες πρωί βράδυ.Το σεξ ήταν μόνο για το γάμο. Το σεξ ήταν κακό πράμα χωρίς γάμο. Σεξ ντεμπρέπι γκίνι πριγκάμο. Τώρα το τασάκι είχε γίνει ιπτάμενος δίσκος και φωσφόριζε, ο καναπές ήταν έτοιμος να προσεγγίσει το διάστημα, το κεφάλι μου έβραζε αργά και βασανιστικά στη μεγάλη ιεραποστολική σουπιέρα στη μέση του δάσους.


Δεν κάθησα να το συζητήσω. Τζήζους Κράιστ μπι γουίθ γιου κι έκλεισα την πόρτα. Τον απέφυγα πεντέξι μήνες, μέχρι που ξενοίκιασε και κουβαλήθηκε μια μοντελίστ-πατρονίστ. Ούτε τον συνάντησα, ούτε έμαθα τίποτε για χρόνια. Πολύ μου είχε στοιχίσει εκείνο το δίμηνο που ο Θεούλης μου πήρε τη μαύρη σοκολάτα απ’ το στόμα, αλλά το πήγα παρακάτω.


Τον ξαναείδα ακριβώς εικοσιδύο χρόνια μετά στο περιοδικό «Τα νέα των Πολυτέκνων». Φιγουράριζε στο εξώφυλλο ως Πατέρας Ιάκωβος Λουμούμπα με τα δεκατρία παιδιά του και μια ξανθόψειρα Πρεσβυτέρα. Μέσα είχε και συνέντευξη. Δεν άντεξα να τη διαβάσω. Το ’σκασα όπως όπως απ’ το οδοντιατρείο. Ο Τζήζους Κράιστ μ’ είχε βάλει στόχο κι αυτό δεν μπορούσα να το διαχειριστώ με νηφαλιότητα στα σαραντατρία μου, αστεφάνωτη και μ’ έναν φρονιμίτη να με πεθαίνει.





Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque] και Κανείς δε θυμάται τον Γιάτσεκ Γκμοχ (ανέκδοτη). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και στα Γερμανικά.  Έχει γράψει διηγήματα και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001), 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002) και 11 λέξεις (Καλέντης, 2013).

Έχει επίσης γράψει 4 θεατρικά έργα, τα ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τα οποία θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Bibliothèque σε έναν συλλεκτικό τόμο και θα διατεθούν μόνο για μία ημέρα στην παρουσίαση της έκδοσης (Θέατρο της οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής, 16/12/2015, 8μ.μ.).

Η Γλυκερία Μπασδέκη γράφει επίσης στη LiFO, στη στήλη της CRYING GAME (παλιότερα άρθρα της στήλης εδώ) και στο μπλογκ της bijoux de Kant.

Στη σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα της Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου, αχ! / (ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (εδώ και εδώ), τα ποιήματα «Μερικές φορές φοβάμαι πολύ», «Πάρτυ επιθετικών» και το μικρό πεζό «αυτό δεν είναι ένα διήγημα~».