Μαρία Πετρίτση, Καινούρια άφιξη


Πήγε δώδεκα. Δεν νυστάζω. Μπαίνω στην κουζίνα, ανάβω το φως, ξαναγεμίζω για τρίτη φορά το νεροπότηρο με κρασί, δυναμώνω τους Rolling Stones και γυρνάω στο μπαλκόνι. Ρουφάω μια γερή και ανάβω τσιγάρο. Δεν φέρνω έξω το μπουκάλι επειδή το προτιμώ παγωμένο. Το ζεστό κρασί μού φέρνει αναγούλα και μεταμεσονύκτιες ενοχές. Ξυπνάω τα χαράματα με ταχυκαρδία. Το κρύο περιορίζεται στο να με μεθάει, είναι καλύτερα.


Σταυρώνω τα πόδια στο κάγκελο του μπαλκονιού και κοιτάζω απέναντι. Στο βάθος διακρίνω τα φώτα στην άκρη της πόλης. Μπροστά μου αναμμένα καντήλια. Φυσάει λίγο και τα κυπαρίσσια θροΐζουν και αμολάνε τη γνωστή μυρωδιά κλανιάς που κάποιος ψέκασε γύρω της άρωμα φρεσκάδας για να την κρύψει. Τα μισώ τα κυπαρίσσια και τη βρωμομυρωδιά τους. Ζέχνουν θάνατο και παγωμάρα. Τα σιχαίνομαι.


Δεν έχουν ανάψει όλα τα καντήλια απόψε – μπορεί κάποια να έσβησαν λόγω αέρα. Συνήθως τα Σάββατα περνάνε το πρωί οι συγγενείς και τα ανάβουν να κρατήσουν ως τη Δευτέρα. Τα περισσότερα δεν είναι με λάδι και φυτίλι, είναι με αέριο και διαρκούν μέρες. Μέχρι το μεσημέρι η περιοχή πνίγεται στο λιβάνι και στην μπαγιάτικη λουλουδίλα. Έπειτα καθαρίζει κάπως η ατμόσφαιρα και μυρίζουν καλαμαράκια και πατάτες τηγανητές ή απλωμένα ρούχα.


Από τότε που σταμάτησα να δουλεύω εκτός και κάνω ό, τι μπορώ απ' το σπίτι έχει τύχει να δω κηδείες από το άλφα ως το ωμέγα. Έρχονται πρώτα οι συγγενείς και μετά καταφθάνει η νεκροφόρα. Βάζουν το φέρετρο στο παρεκκλήσι και πάει κόσμος να χαιρετίσει το νεκρό. Μετά τον παίρνουν στα χέρια τα κοράκια και ξωπίσω ψέλνει ο παπάς. Ακολουθούν οι άλλοι. Μόλις φτάσουν στο μνήμα ψέλνει άλλα πέντε λεπτά, ο κόσμος πετάει λουλούδια στον νεκρό, κλαίει και αποχαιρετάει όπως μπορεί κι έπειτα απομακρύνονται ως το παρεκκλήσι για κονιάκ και καφέ. Πίσω μένει ένας που γεμίζει τον τάφο με χώμα. Είναι πάντα ο ίδιος. Τον σκέφτομαι να δουλεύει απαθής, ή και με διαρκή ανατριχίλα. Το φτυάρι κάνει χρατς χρατς και με πιάνει στο λαιμό. Πολύ ξερός ήχος – σαν βήχας. Όταν έχει ήλιο μου έχει τύχει να δω στάλες από τον ιδρώτα του εργάτη να πέφτουν πάνω στον κοστουμαρισμένο τεθνεώτα. Όταν έχει βροχερή μέρα γεμίζει ο τάφος και ο τόπος λάσπες.


Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις τους ανθρώπους να θάβουν τους συγγενείς ή τους φίλους τους. Θα έλεγα πως ξεπερνούν τα όρια του εαυτού τους. Πετάνε τα λουλούδια και λένε αυτά που θέλουν να πουν, κι ύστερα απομακρύνονται με χαμηλωμένο κεφάλι. Τα σκυμμένα κεφάλια σπανίως σημαίνουν κάτι τόσο ειλικρινές και απόλυτο όσο αυτές τις στιγμές. Είναι οι στιγμές που οι ζώντες έχουν απομείνει μόνοι με τον εαυτό τους και οι τεθνεώτες είναι πια γι' αυτούς υπόβαθρο σε μελλοντικά παρτέρια, ή σκέτα ονόματα σε επιμνημόσυνες δεήσεις.


Αυτή την κίνηση, με την ίδια σημασία, την έχω συναντήσει αρκετές φορές και στο κέντρο της Αθήνας. Κι εκεί έχει πολλή αθλιότητα και μοναξιά, και οι άνθρωποι μοιάζουν να πενθούν κάτι οριστικά χαμένο. Είναι μια μοναξιά βάθους τριών τουλάχιστον μέτρων. Δεν μιλάμε για κρίση, δηλαδή, μιλάμε για ολική καταστροφή. Για ένα είδος θανάτου.


Οι φίλοι μου κορόιδευαν όταν τους ανακοίνωσα πως νοίκιασα διαμέρισμα με θέα σε νεκροταφείο. Τους είπα πως δεν πιστεύω στα φαντάσματα ή στην μετά θάνατον ζωή και πως οι τάφοι δεν με τρομάζουν επειδή δεν έχουν τίποτα μέσα πέρα από μύκητες και λιωμένες γραβάτες. Μετά τους κάλεσα στο πάρτι μου. Ήρθαν ντυμένοι ζόμπι. Δεν με προσέβαλε αυτό, ούτε εξεπλάγην. Τόσο γελοίους κι αξιολάτρευτους φίλους έχω.


Τα απογεύματα το τοπίο είναι πολύ γαλήνιο. Σχεδόν κατανυκτικό. Κοιτάζω τους σταυρούς και τα μάρμαρα, τα χρώματα των λουλουδιών, τα πλαστικά στεφάνια. Ονόματα δεν διακρίνω από δω, έχω μπει όμως στο νεκροταφείο και ξέρω ποιοι είναι οι κοντινοί γείτονές μου. Ένας ογδονταεννιάχρονος θαμμένος πάνω στη μάνα του, ένας εξηντάρης με φθαρμένη φωτογραφία, μια νεαρή με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά και κάμποσα ζευγάρια. Δεν έχουν όλοι φωτογραφίες, βέβαια, θυμάμαι όμως τις θέσεις τους. Ξέρω ποιος ακριβώς βρίσκεται πού αλλά αποφεύγω να το πω μπροστά σε τρίτους. Μόνο όταν τους χαιρετάω εξ αποστάσεως, απ' το μπαλκόνι δηλαδή, τους λέω ένα γεια με τα ονόματά τους. Μερικοί έχουν σπασμένα τα τζαμάκια στο προσκεφάλι τους, άλλοι έχουν μέσα σουβενίρ από την παλιά τους ζωή. Όλοι κάτι έχουν.


Η ώρα πήγε δύο. Ο χρόνος περνάει αλλόκοτα όταν είναι νύχτα. Ξεγλιστρά. Η μουσική παίζει δυνατά σε λούπα. Τριγύρω ερημιά και αναμμένα καντήλια. Κανείς δεν ενοχλείται από το θόρυβο, περιέργως. Από δίπλα εννοώ, μιας και από απέναντι ποτέ δεν δέχτηκα παρατηρήσεις για κάτι. Νιώθω μια ωραία εξάντληση να μου παραλύει το κορμί. Το μυαλό μου είναι άδειο. Είμαι μια ανθρώπινη μάζα που δεν θέλει να αλλάξει θέση, που δεν χρειάζεται τίποτα, που ξέρει πως κάποτε θα καταλήξει στο απέναντι μαρμάρινο ξενοδοχείο και κάποιος από απέναντι θα την κοιτάζει πίνοντας κρασί. Και που δεν την νοιάζει.


Αύριο ξημερώνει Κυριακή. 


Σήμερα είχαμε καινούρια άφιξη στο νεκροταφείο.


Εύχομαι να βολεύτηκε στη θέση της, και κυρίως να της αρέσουν οι Rolling Stones. 







Το παραπάνω διήγημα της Μαρίας Πετρίτση συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Αγάπη μου, θέλω να γίνω ψάρι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliothèque


Η Μαρία Πετρίτση κατάγεται από το Λουτράκι. Σπούδασε Μετάφραση στην Κέρκυρα και στο Βέλγιο, όπου ζει και εργάζεται. Έχει γράψει βιβλιοκριτικές, διηγήματα και μυθιστορήματα. Κείμενά της κυκλοφορούν σε περιοδικά, εφημερίδες και στο διαδίκτυο. 


Από τις εκδόσεις Bibliothèque κυκλοφορούν επίσης το μυθιστόρημά της Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση και το ποιητικό συνταγολόγιο με εικόνες Μαγείρεψα και άλλα ποιήματα. Παλαιότερα βιβλία της η συλλογή διηγημάτων Lemon με λένε (Εμπειρία Εκδοτική, 2010) και τα μυθιστορήματα Όλα λάθος (Κέδρος, 2012), Μιράντα (Κέδρος, 2013) και Ο βασιλιάς του τρακ (Κέδρος, 2014).