[…]
ΑΔΑΜ: | Εύα πού είναι η μάνα μου; |
ΕΥΑ: | Μάνα; Μόνη μου είμαι εγώ τι ξέρω από μάνα. |
ΑΔΑΜ: | Γυναίκα είσαι. Έλα μεγάλωσέ με. |
ΕΥΑ: | Γυναίκα είμαι. Το χώμα και το χνότο του |
της μοναξιάς σου δανεικό πλευρό. | |
Ό,τι μπορώ δίπλα σου τό ’χω. | |
Τα μεγαλώματά σου δεν ξέρω πώς να τα κάνω. | |
ΑΔΑΜ: | Εύα τον ρώτησα και δε μου μιλά. |
ΕΥΑ: | Για να μη σου μιλά αυτός θά ’ναι. |
Εμένα δε μου μίλησε ποτέ. | |
Με έδωσε. Απ’ τον ύπνο σου με ξερίζωσε. | |
| Όνειρο ήμουνα. Το όνειρο το πρώτο. |
Κλαδί το κόκαλό σου μέσα μου μ’ έσπασε. | |
Σάρκα η σάρκα σου σχίστηκε και μ’ έκανε. | |
Η μελανιά μ’ έβαψε βοηθό σου. | |
Για τα ζευγαρώματά σου ξηλώθηκες στα δυο, | |
λες και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τα κάνεις. | |
Λειψός θ’ αφήνεις και θ’ αφήνεις με τ’ άδειο σου | |
εδώ κι εδώ παντού. Θα πέφτεις να κοιμάσαι | |
παρηγοριά να βρεις εκεί που καταπατήθηκες. | |
Ώσπου να πάψεις να ξυπνάς θα ψάχνεις. | |
ΑΔΑΜ: | Τι λες; |
ΕΥΑ: | Ό,τι προλαβαίνω. Όπου νά ’ναι θα φύγουμε. |
ΑΔΑΜ: | Δάγκωσες το μήλο; |
ΕΥΑ: | Όχι το φίδι δάγκωσα. |
ΑΔΑΜ: | Μα αν δάγκωσες το φίδι δε θα φύγουμε. |
ΕΥΑ: | Ό,τι κι αν δαγκώσω θα φύγουμε. |
Ό,τι κι αν δαγκώσω. |
[…]
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Γέρασα; Πες το, να τ’ ακούσω από το στόμα σου.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τα χρόνια περνάνε κι αφήνουν τα σημάδια τους. Όλοι αλλάζουμε.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι, όχι! Εμένα δεν με γέρασαν τα χρόνια. Η αμαρτία με γέρασε!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τα έχω ξανακούσει αυτά! Όταν δεν μιλάς για αμαρτία, παινεύεις τον άντρα σου. Θες να με κάνεις να λυσσάξω.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή είμαι αμαρτωλή, γι’ αυτό τον παινεύω. Εκείνος είναι αθώος.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κι εμείς οι δυο κολασμένοι!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: [Πλησιάζοντας τον άντρα] Αν μ’ αγαπούσες, δεν θα ’μασταν. Την αμαρτία μας θα την εξαγόραζε η αγάπη.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν μ’ αγαπάς εσύ;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο πεινασμένος δεν αναρωτιέται αν πεινάει. Από την πείνα του κορμιού μ’ έχεις αρπάξει και με κρατάς δεμένη.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αγάπη είναι αυτό;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Το κορμί μου το ξέρει από τα δόντια σου … Έχεις προσέξει ότι δεν φιλιόμαστε; Δαγκωνόμαστε μόνο σαν σκυλιά δεμένα μ’ αλυσίδες σ’ έναν φράχτη. Ακόμα και τώρα που χορτάσαμε τον πόθο μας, να φαγωθούμε θέλουμε, να φάει ο ένας τον άλλον.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ό,τι σου καπνίσει λες. Εγώ θέλω το καλό σου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τέτοιο καλό να δεις κι εσύ!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μακάρι να ήξερα πώς να γλυκάνω την καρδιά σου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα σου πω εγώ! … Περίμενε πρώτα να σκεπάσω τα εικονίσματα.
[…]
ΓΥΝΑΙΚΑ: Να σηκώσω το τραπέζι; Ούτε εσύ τρως, ούτε εγώ μπορώ να φάω … Θα πάρω το ψωμί να το πάω στον αδελφό μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Έχει νυχτώσει. Του το πάω εγώ. [Κάνει να πιάσει το καρβέλι.]
ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι, άσ’ το! Απ’ το να μαλώσετε καλύτερα να μείνει νηστικός.
ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ, βούλωσ’ το! Γυναίκα που έχει αμαρτήσει δεν κάνει πια κουμάντο στο σπίτι της.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πρώτος εσύ μ’ αδίκησες, όταν με παντρεύτηκες.
ΑΝΤΡΑΣ: [Χωρίς να μιλήσει, πιάνει από το τραπέζι με τα δυο του χέρια την κανάτα το κρασί και πίνει· αναστενάζοντας] Καλά θα ήταν να μην είχε γίνει το κακό … Τώρα με κυβερνάει ο Σατανάς.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι πας να κάνεις και θέλεις πρώτα να μεθύσεις; Βάλε το καλά στο μυαλό σου ότι τον αδελφό μου τον έχω καλύτερα κι από παιδί μου εγώ.
ΑΝΤΡΑΣ: Το τι θα κάνω θα το αποφασίσει εκείνος.
ΓΥΝΑΙΚΑ: [Δείχνοντας τη ζώνη του άντρα της] Τότε, τι το θέλεις το πιστόλι;
ΑΝΤΡΑΣ: Κάνω τα κουμάντα μου. Εγώ είμαι αυτός που περισσεύει εδώ μέσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο φόνος δεν θα φτιάξει τίποτα. Έλα ν’ αγαπήσουμε.
ΑΝΤΡΑΣ: Αν σ’ είχα ξεφτιλίσει εγώ όπως με ξεφτίλισες, θα πονούσες κι εσύ σαν κι εμένα. [Κάνει να πάρει το ψωμί.]
ΓΥΝΑΙΚΑ: [Βάζοντας το χέρι της πάνω στο καρβέλι] Άφησε κάτω το ψωμί. Μην το μαγαρίσεις με το αίμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Άργησες να το σκεφτείς. Εγώ ήθελα να σεβαστείς το ψωμί που μοιραζόμαστε την ώρα που έπρεπε. [Παίρνει το καρβέλι παραμάσχαλα και πηγαίνει προς την πόρτα.]
ΓΥΝΑΙΚΑ: [Μπαίνοντας μπροστά του] Όπου η ζωή αναμετριέται με τον θάνατο, η ζωή νικάει. Αυτό να το ξέρεις!
ΑΝΤΡΑΣ: [Βγαίνοντας έξω] Στην ατιμία νικάει ο θάνατος! Αλίμονό μας!
[…]
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Κάνω δίαιτα. |
Ήθελα να φάω κουλούρι. | |
Το σουσάμι ζήλεψα δηλαδή. | |
Και μού ’ρθε η ιδέα. Κι έτσι και σουσάμι έφαγα, | |
Και το κουλούρι το απέφυγα. | |
Ξέρεις τι μ’ άρεσε; | |
Μ’ άρεσε | |
Στις σακκούλες τις χάρτινες | |
και πάνω στις παλάμες μας | |
Το σουσάμι που έμενε. | |
Ξέρεις, λίγο στην παλάμη κολλημένο. | |
Ή πολύ μες στη σακκούλα, σκόρπιο. | |
Θυμάμαι παλιά | |
Πριν αρχίσω δίαιτα | |
Σήκωνα τη σακκούλα | |
Άνοιγα το στόμα μου | |
Και τό ’ριχνα όλο μέσα. | |
Ή όταν ήταν στην παλάμη μου τό ’γλειφα. | |
Σπυρί το σπυρί | |
Το τραγάνιζα με τα δόντια μου. | |
Ωραίο που ήταν. | |
Ήταν και μερικά ξεροψημένα θυμάμαι. | |
Μια σταλίτσα γεύση | |
Τώρα αυτό το έτοιμο δεν είναι το ίδιο. | |
Δηλαδή το ίδιο είναι. | |
Αλλά άλλη γλύκα είχε το άλλο. | |
Είχε παρέα του το κουλούρι. | |
Τό ’χε συναντήσει τέλος πάντων. | |
Ήταν πριν κολλημένο πάνω του. | |
Άλλη αίσθηση. | |
Αυτό στο σακκουλάκι. | |
Δεν είναι το ίδιο. | |
Είναι πιο αυτόνομο. | |
Πιο αποστασιοποιημένο. | |
Το άλλο όσο νά ’ναι κουβαλούσε κι ένα χωρισμό. | |
Είχε την ανάμνηση της επαφής. | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Τι λες; |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Για το σουσάμι. |
Και το κουλούρι. | |
Για το σουσάμι το σκέτο | |
Και το σουσάμι με παρέα. | |
Γι’ αυτό λέω. | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Μέθυσες; |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Εγώ; Καθόλου; |
Θες κινέζικο; | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Σου είπα ΌΧΙ. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Έχει και σουσάμι. |
ΑΝΤΡΑΣ: | Κουλούρι έχει; |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Όχι. Κάνω δίαιτα. |
Δεν με άκουγες! | |
Πριν στό ’πα! | |
Έβαλα μόνο σουσάμι γιατί κάνω δίαιτα! | |
Αν έβαζα και κουλούρι δε θά ’κανα δίαιτα! | |
Αν έβαζα και κουλούρι δε θά ’ταν κινέζικο! | |
Κατάλαβες! | |
Πού πας; | |
ΑΝΤΡΑΣ: | Να ξαπλώσω. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Πήγαινε. |
ΑΝΤΡΑΣ: | Καληνύχτα. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Καληνύχτα. |
ΑΝΤΡΑΣ: | Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα. |
ΓΥΝΑΙΚΑ: | Όχι, δε θα το ξεχάσω. |
Τόσα γίνονται. | |
Εκεί. |
[…]