Μες στην κοιλιά τής μάνας μου έβγαλα μακριές μαύρες τρίχες που μου σηκώνονται όταν έρχομαι στον κόσμο. Είναι άνοιξη, κι ο κόσμος είναι πολύ φωτεινός. Η μια μαύρη τρίχα μετά την άλλη παραδίνεται, πέφτει, πετάει κι εξαφανίζεται, κι αφήνει στα ξανθά αδέλφια της τη διαδοχή στο κεφάλι μου.
Όταν είμαι τριών χρονών, ο πατέρας μου μου βάζει ακόμα κοτσίδια από χόρτα, αλλά σύντομα πιάνονται κιόλας τα μαλλιά μου σε δυο τσουλούφια. Δεξιά κι αριστερά πάνω απ’ τ’ αφτιά στέκονται πεταχτά αυτά τα τσουλούφια σ’ ένα τόξο, σαν το νερό που βγαίνει από μια σωλήνα, πετάγονται από ένα κοκαλάκι που μοιάζει διασταύρωση από μαργαρίτες και καπάκια. Μέχρι να γίνω πέντε χρονών, τα μαλλιά μου λοιπόν τα λούζουνε, τα βουρτσίζουνε και τα πιάνουνε σε τσουλούφια, καμμιά φορά και σε πλεξούδες. Γιατί στο καλό της ήρθε της μάνας μου την παραμονή κάποιας Πρωτομαγιάς να μου τα κόψει κοντά, δεν το θυμάται εν τω μεταξύ κανένας πια. Πάμε έξω για Πρωτομαγιά! Στο ραδιόφωνο παίζουν μουσική για πνευστά. Την κομμένη κοτσίδα η μάνα μου τη βάζει για αναμνηστικό σε μια διάφανη θήκη. Εγώ πρέπει να βγω έξω στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς, αλλά στο σπίτι υπάρχουνε δεκαπέντε εκατοστά μου μες στο γυάλινο φέρετρο! Εκείνο το πρωί κάνουν παρέλαση χιλιάδες μπροστά απ’ το κοντοκουρεμένο κεφάλι μου, μου δείχνουνε τα δόντια τους, γελάνε, όχι, γελάνε μαζί μου, ολόκληρη η πόλη σκύβει από πάνω μου και μου χαϊδεύει το κεφάλι και γελάει μαζί μου, ακόμα και οι σημαίες γελάνε, γέρνουν από πάνω μου κι αφήνουνε με μοναδική κακία τα μακριά, κόκκινα μαλλιά τους να πέφτουνε πάνω μου κυματιστά.
Από ’κείνη την Πρωτομαγιά εγώ θέλω να έχω τουλάχιστον τόσο χοντρές κοτσίδες όσο κι η ξαδέλφη μου η Χάικε. Απ’ τις κοτσίδες αυτηνής μπορεί να κρέμεται κι από ένα παιδί δεξιά κι αριστερά, ύστερα εκείνη περιστρέφεται και τα παιδιά πετάνε. Η ξαδέλφη μου η Χάικε είναι καρουσσέλ, θέλω κι εγώ να γίνω καρουσσέλ. Την εποχή εκείνη δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τις βούρτσες για τα μαλλιά με τις πολλές ξεχωριστές πλαστικές τρίχες, και μερικά χρόνια αργότερα, όταν τις έχουνε ήδη ανακαλύψει στη Δύση, εμείς δεν μαθαίνουμε τίποτα. Με χτένα το ξεμπέρδεμα των μαλλιών μετά το λούσιμο κρατάει δύο ώρες. Δύο ώρες είμαι καθιστή σ’ ένα σκαμπό στο μπάνιο, με μια πετσέτα στους ώμους, και τεντώνω το μουσκεμένο κεφάλι προς τη μάνα μου, ενώ εκείνη πληρώνει τη βαριά μαγιάτικη ενοχή της, χωρίζει τα μαλλιά μου σε τούφες και τούφα-τούφα τα ξεμπλέκει. Μια φορά την εβδομάδα αφοσιωνόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο στην αποκατάσταση της λαμπρότητας, ευτυχώς την εποχή εκείνη δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα το καθημερινό λούσιμο, κι όταν το έχουνε ήδη ανακαλύψει στη Δύση, εμείς δεν μαθαίνουμε τίποτα. Μέσα σε μια δεκαετία σχεδόν έχω δικές μου πια δυο ξανθές κοτσίδες, που ανεμίζουνε στριφογυριστές όταν τρέχω στον δρόμο για το σχολείο, επειδή έχω αργήσει πάλι. Που με τις άκρες τους καθαρίζω τους δίσκους του πικ-απ όταν δεν μπορώ να βρω το πανάκι. Που το καλοκαίρι μετά το μπάνιο ρουφάω νερό απ’ αυτές. Δένω τις κοτσίδες πίσω τη μια με την άλλη, για να μην μου σκουπίζουνε το φρέσκο μελάνι, τις μαγκώνω καμμιά φορά από απροσεξία όταν κλείνω κάποια πόρτα πολύ γρήγορα πίσω μου, και μ’ αυτές τις δυο κοτσίδες πηγαίνω στο πρώτο μου ραντεβού. Αυτός που μ’ αρέσει φοράει πέτσινο μπουφάν, που είναι καλυμμένο ολόκληρο με παραμάνες. Τους πανκ τους έχουν ανακαλύψει, αλλά εγώ δεν έμαθα τίποτα. Τυλίγω τη φουντωτή άκρη της κοτσίδας μου στον δείχτη μου και δεν ξέρω τι να πω. Ο πανκ δεν τηλεφωνεί δεύτερη φορά, τα μαλλιά μου περιέρχονται σε διάλυση. Η επανάσταση στο κεφάλι μου δεν είναι κόκκινη ή μωβ όπως στις συνομήλικές μου – εμένα με χειραφετεί και γίνομαι χριστουγεννιάτικο αγγελάκι. Λυτά μαλλιά! Ό,τι μέχρι σήμερα ήτανε γιορτινό χτένισμα, εγώ τώρα το τολμώ για πάντα, φυσικά πρέπει πια να χτενίζομαι μόνη μου. Και ό,τι στον Μποτιτσέλλι φαίνεται παραδείσιο πιάνεται κάτω απ’ τα λουριά της σχολικής μου τσάντας, ηλεκτρίζεται όταν τραβάω ένα πουλόβερ πάνω απ’ το κεφάλι, μπερδεύεται τις ανήσυχες νύχτες και γίνεται κουβάρι. Για πέντε λεπτά ευτυχίας με τον άνεμο κόντρα καθισμένη πίσω σ’ ένα μηχανάκι τινάζω μετά μισή ώρα την αφάνα, και τους μικροσκοπικούς κόμπους που δεν λένε να λυθούν τους κόβω τελικά κατά το κλασσικό πρότυπο. Μια φορά στις καλοκαιρινές διακοπές λιποθυμάω όταν με πάνω από τριάντα βαθμούς, το κεφάλι γυρτό κι ένα χέρι που πάει πάνω-κάτω σαν μοχλός μηχανής κάνω την πρωινή ετοιμασία του χτενίσματός μου. Πού και πού καταριέμαι αυτά τα μαλλιά διακαώς, αλλά τόσο διακαώς όπως καταριέται κανείς πράγματα στα οποία μπορεί να βασιστεί. Ούτε μια στιγμή δεν ξεχνάω ότι τα μαλλιά μου είναι ένας θησαυρός που μέσα του φυλάγεται ολόκληρη η ζωή μου και μού ’χει μάλιστα καρφωθεί η ιδέα ότι μπορεί κάποιος μες στον ύπνο μου να μου τα κόψει. Με αιματηρές σκηνές φαντάζομαι πώς θα έκανα εκείνον που θα μ’ έβλαπτε να μαρτυρήσει.
Στα δεκάξι μου πιάνεται ο πρώτος άντρας στα μαλλιά μου, και τότε, καθώς φαίνεται, εκπλήρωσαν οι τριχιές τελικά τον σκοπό τους. Με πιάνει μια διάθεση που δεν τη γνώριζα μέχρι τότε: την τζίβα αυτή, που την έβγαλα σαν κορίτσι, να την αποχωριστώ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου πηγαίνω σε κομμωτήριο, ο κομμωτής κόβει πάνω από μισό μέτρο, τα μαλλιά πέφτουνε στο πάτωμα, ο κομμωτής τα μαζεύει και τα ρίχνει στον σκουπιδοντενεκέ. Όταν με τον φίλο μου στις φθινοπωρινές διακοπές περνάμε απέναντι στη Χίντενζέε, ο άνεμος φυσάει στο κεφάλι μου. Δεν υπάρχει όμως τίποτα πια να μπερδέψει.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης