Το μυθιστόρημα Γκρέτιρ δεν πρόκειται πια να γραφεί. Ίσως θα ήταν όμως καλό αν ασχοληθεί κανείς από κάθε οπτική γωνία με τούτο το μυθιστόρημα. Ας το κάνουμε με τον συντομότερο δυνατό τρόπο, μόλο που θα φανεί πόσο μεγάλες είναι οι δυσκολίες.
Πού ενδέχεται να άρχισε τούτο το μυθιστόρημα; Ακόμη κι αυτό θα ήταν δύσκολο να το πει κανείς. Θα έπρεπε, μάλιστα, να προστεθεί ότι αυτός καθαυτόν ο ορισμός του ως μυθιστορήματος είναι επισφαλής, οπότε ας ορίσουμε πολύ απλά και ξεκάθαρα πως εδώ θα πρέπει να αντιληφθούμε πως έχουμε να κάνουμε με μια βιογραφία που δεν μπορεί να ενταχθεί ικανοποιητικά σε κάποιο γενικό πλαίσιο.
Θα μπορούσε να επιδείξει κανείς πολύ μεγαλύτερη φροντίδα στον ορισμό. – Σχετικά με την έννοια του ψέματος ειπώθηκε κάποτε: Πρόκειται για μιαν αναλήθεια απέναντι σε εκείνον που θα είχε δικαίωμα επάνω στην αλήθεια. Μήπως θα έπρεπε να υποστηρίξει κανείς πως ένα μυθιστόρημα καλό θα ήταν να διαμορφωθεί πρώτα μέσα από μιαν αλυσίδα αποτυχιών, από έναν άνθρωπο που θα είχε το δικαίωμα να γίνει μέγας, επιφανής; - Βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με μίαν ερώτηση την οποία θα πρέπει να αφήσουμε μετέωρη, αλλά δεν θα ήταν ορθό να θαρρεί κανείς πως οποιαδήποτε ζωή θα μπορούσε να αποτελέσει μυθιστόρημα ή τραγωδία μόνο και μόνο επειδή, πώς να το κάνουμε, κάποια στιγμή θα πρέπει να πεθάνει ο άνθρωπος. Ούτε θα πρέπει κανείς να βαυκαλίζεται πως βλέπει καμιά τραγωδία επειδή κάποιος νεαρός άνθρωπος οραματίζεται μέσα στη φαντασία του το μεγαλείο, μα στη συνέχεια παραμένει μικρός επειδή είναι τόσο θεόρατη η απόσταση ανάμεσα σε πραγματικότητα και ονειροπλασία ώστε λίγοι μόνο άνθρωποι θα μπορούσαν να την υπερκαλύψουν όλη. Θα ήθελα να προτείνω να αρχίσει κάποτε ένα μυθιστόρημα μόλις από το σημείο εκείνο όπου κανείς άνθρωπος δεν θα μπορεί πλέον να καταλάβει ότι μια σχεδιασμένη ζωή και το αποτέλεσμά της θα μπορούσαν να χωρίζονται από ένα χάσμα τόσο θεόρατο ώστε πουθενά πια να μην πιστεύει πλέον κανείς πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί οτιδήποτε – αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να συνεχιστεί. Τον καταφρονημένο τον ονόμασα πολύ απλά Γκρέτιρ επειδή ένας αρχαίος Ισλανδός λεγόταν Γκρέτιρ· ο κατεξοχήν καταφρονημένος. Αλλά το μόνο που ξέρω από εκείνου την ιστορία είναι πως ήταν δυνατός.
Ασφαλώς θα παραπέμπω εδώ κι εκεί σε αυτή την ιστορία, την οποία καθόλου δεν θυμάμαι, αλλά θα φανεί πως στη ζωή υπάρχουν επίσης μίτοι που ξετυλίγονται για πολλούς αιώνες.
Θα ήταν ασφαλώς εντελώς παράλογο αν επιχειρούσα να διερευνήσω κατά πόσον ο καταφρονημένος μου είχε την παραμικρή συγγένεια με τον κάποιον αρχαίο θαλασσινό βασιλιά ή Βίκινγκ. Όταν γράφει κανείς μυθιστόρημα, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοτίβο πολύ συγκινητικό αλλά κανείς δεν θα το πιστέψει, καθότι τέτοιου είδους καταγωγές έχουν χάσει από καιρού την εγκυρότητά τους. Το πολύ να στήσει κανείς μιαν απατηλή φενάκη, αλλά αυτά δεν είναι παρά ζητήματα για εραλδιστές.
Με σιγουριά μπορώ αντιθέτως να πω ότι ο Γιόχανσεν –έτσι ονομαζόταν εκείνος ο Γκρέτιρ– πριν από μια μακρά αλυσίδα γενεών βρέθηκε να κάθεται σε ένα υποστατικό, και μάλιστα όχι σε ένα από εκείνα τα υποστατικά που ανήκουν σε κάποιαν κοινότητα, όπου οι κάτοικοι ενώνουν τα κοπάδια και μισθώνουν βοσκό για όλα τα ζωντανά του χωριού. Τούτος προερχόταν από ένα υποστατικό όπου ο καθένας είχε μόνος του ένα κοπάδι πρόβατα, ένα κοπάδι βόδια και κάμποσα άλογα, και για κάθε είδους ζώο χρειαζόταν και ξεχωριστός βοσκός, ο οποίος έπρεπε να υπακούει στον άρχοντα.
Και τώρα, που γράφουμε για τον Γκρέτιρ, βρίσκεται να κάθεται σε ένα νησί κοντά στην ακτή της Δαλματίας. Έχει ένα μικρό, ερειπωμένο σπίτι. Στο νησί κατοικούν επίσης κάτι λίγοι ψαράδες, που μαζί τους μπορεί να πηγαινοέρχεται στην απέναντι στεριά. Η θάλασσα σπάνια είναι πολύ άγρια, άσε που τούτος ο Γκρέτιρ φοβάται μάλιστα λιγάκι τη βία της θάλασσας. Γυρεύει να τον περάσουν απέναντι, ποτέ δεν πιάνει κουπί ο ίδιος, αν και πότε πότε κρατά για λίγο τη μαΐστρα. Αν είχε αρχίσει νωρίτερα να χειρίζεται αυτά τα πανιά, ίσως να είχε εξοικειωθεί περισσότερο με τη θάλασσα, αλλά και τούτη η ερώτηση, αν ο Γκρέτιρ είναι θαρραλέος άντρας – ποιον τον ενδιαφέρει και πώς να το αποφανθεί κανείς αυτό;
Εκείνο για το οποίο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος είναι το γεγονός πως του αρέσει τούτο το μικρό νησί έξω από τη Ραγούσα, είναι στη φύση του ήδη έμφυτο αυτό το νησί, ο Γκρέτιρ, όσον καιρό ζει, πάντα το κουβαλούσε μέσα του. Τον συνόδευε σε όλες τις πολιτείες και τις πολυκατοικίες, πού και πού ίσως να διπλωνόταν και να πατικωνόταν βέβαια στον χώρο αλλά, όποτε έβγαινε αυτός στη φύση, εκείνο απλωνόταν, εκείνος έκανε τον γύρο του και το νησί αποκτούσε τη στέρεη μορφή του. Μπορεί κανείς μάλιστα να πει ότι, όπου έφτανε ο Γκρέτιρ, προσπαθούσε να κάνει τον γύρο της μεγαλύτερης έκτασης που μπορούσε να φτάσει, και τότε ανακάλυπτε το νησί του –προηγουμένως δεν έβρισκε ησυχία – μα, παρ’ όλα αυτά, άφηνε έναν σωρό πτυχές οροσειρών και χωρών ανέγγιχτες, αρκεί μόνο να είχε κάνει τον γύρο τους και να ήξερε πως ανήκαν στον νησί του. Ήθελε κι έπρεπε πάντα να αφήνει κάτι ανεξιχνίαστο στα γύρω μέρη, αλλά ήξερε επίσης για την ύπαρξη απέραντων εκτάσεων.
Όλοι όσοι τον ήξεραν γνώριζαν ότι η μεγαλύτερη επιθυμία του Γκρέτιρ ήταν να δει, όσο περισσότερο γινόταν, τη γη, αλλά η μοίρα τον έκανε απλά έναν άνθρωπο της παλιάς εποχής, καθότι πολλά μέρη αυτής της γης δεν έστερξε επ’ ουδενί να του τα δείξει. Ήταν καταδικασμένος να μείνει τόσο αδαής όσο οι θαλασσοπόροι των πανάρχαιων εποχών.
[...]
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιάννης Κοιλής
Σημείωμα του μεταφραστή
Χρωστώ στην ομήγυρη του Logotexnia Eikosi Ena εδώ και μήνες ένα κείμενο που να θαρρώ πως κάτι ίσως να σημαίνει για όσους αγαπούν την τέχνη του λόγου και της αφήγησης. Πρόκειται ίσως για μια περιθωριακή μορφή αυτής της αγάπης. Υπάρχει μια σειρά αγγλόφωνων και γερμανόφωνων συγγραφέων που με συγκινούν κάτω από μια σκοπιά ιδιαίτερη. Κατά τα άλλα βαριέμαι εύκολα τα προβλέψιμα μυθιστορήματα και τις μυθοπλασίες των τελευταίων 100 χρόνων. Εκεί όπου το φρύδι μου υψώνεται και η κόρη του ματιού συστέλλεται είναι όταν συναντώ ανθρώπους που γράφοντας γράφουν –έξυπνα- για το γράψιμο. Πολύ μάλιστα με συγκινούν εκείνοι που γράφοντας πολεμούν να γράψουν για το γράψιμο με έναν τρόπο που ταιριάζει στην εποχή που ζουν, γράφοντας έτσι για την συναίσθηση –ή την αντίληψη, αν προτιμάτε– της «πραγματικότητας» όπως τη ζουν, όπως εντίμως πιστεύουν ότι τη ζουν. Επιχειρώντας το αυτό, οι πλέον εξώκοσμοι (και συχνά εξόχως συγκινητικοί) από τούτους χάνονται σε κόσμους παράλληλους δικής τους έμπνευσης. Τους φαντάζομαι –παρέα με τους διάσημους της παρέας τους, τους κυρίους Στερν, Σουίφτ, Βίλαντ, Χόφμαν, Ζαν Πάουλ, τη δεσποσύνη Μπροντέ, τους Κάρολ, Τζόυς, Κάφκα και Άρνο Σμιτ– να χώνονται σε λαγούμια, να σκάβουν κόσμους αστραφτερούς ή/και ζοφερούς μέσα στα έγκατα της γης και να στέλνουν στους έξω ειλητάρια με τις συγκλονιστικές εικόνες τους. Τέτοιος είναι για μένα ο Έρνστ Φούρμαν. Εδώ, ενδεικτικά, λίγες σελίδες από την αρχή του μοναδικού του μυθιστορήματος, «Der Geächtete» (1931).
Γ.Κ.