Γιατί δε βάζεις την αφύπνιση, εύκολο είναι, βρίσκεις στο μενού «ατζέντα», ανοίγεις, πας «ώρα αφύπνισης», γράφεις την ώρα που θέλεις, πατάς αποθήκευση, ok. Βλέπεις και το χρυσό, πονηρό καμπανάκι με το γλωσσίδι του, έτοιμο να κουδουνίσει την ώρα που εσύ διέταξες, πάνω δεξιά στην οθόνη, κλείνεις το τηλέφωνο, κοιμάσαι τον ύπνο του Δικαίου. Γιατί να υποχρεώνεσαι και να ταλαιπωρείς τους ανθρώπους;
Μάλιστα, ωραία τα λες, ωραία τα έχεις μάθει. Απλό είναι, πράγματι, παιχνιδάκι, έλα, όμως, που εγώ έχω μάθει αλλιώς και δεν μπορώ έτσι. Θέλω άνθρωπο, θέλω φωνή, φιλί, χάιδεμα, γαργάλημα, κελάδημα, λάλημα και μια και δυο και τρεις φορές τον Πετεινό. Θέλω φρουρό, σκοπό, θαλαμοφύλακα, σκεπαστή, προστάτη, φύλακα, αρχάγγελο με τη ρομφαία. Θέλω τη μάνα μου. Θέλω να κολλάς χαρτάκια, χρωματιστά με την ώρα που σου ζήτησα -που πρέπει να σηκωθώ- στο ψυγείο με μαγνητάκια, στον καθρέφτη, στον υπολογιστή σου, στην ψυχή σου, να τα κοιτάς, να μη με ξεχνάς. Θέλω να δουλεύεις, να μιλάς ψιθυριστά, να τραγουδάς, να περπατάς, τα τραγούδια που αγαπάς, να βλέπεις χαμηλά τηλεόραση, να καπνίζεις όσο θες τώρα που απαγορεύεται, νερά να τρέχουν σιγανά, να μαγειρεύεις, να θολώνουν τα τζάμια να γράφεις τ’ όνομά μου, να με γυρεύεις. Θέλω να έχεις την έννοια, τόσα γίνονται την ώρα του ύπνου, έρχεται η φωτιά, το κλάμα, το αναφιλητό, ο καημός, ο σεισμός, ο κεραυνός, ο κλέφτης, ο ψεύτης, τ’ όνειρο, ο εφιάλτης, ο χωρισμός. Θέλω να σε βλέπω κρυφά, να λαγοκοιμάμαι, να κάνω πως κοιμάμαι, να κατασκοπεύω, τα όλα σου, τα ωραία σου, να τα λιώνω, να τα εξαργυρώνω, να τα παίρνω, να τα βάζω, να τα στρώνω, να τα τρώω, να ταΐζω τον ύπνο μου, τα όνειρά μου.
Θέλω άνθρωπο, κι αν πρέπει, αν είναι ανάγκη να είσαι έξω στους δρόμους, στις δουλειές, να αλλάζεις χέρι στο ρολόι σου να με θυμάσαι, να μην ξεχνάς, να με φοράς, να περνάς, να διπλώνεις, το λαστιχάκι απ’ τα μαλλιά σου στον αντίχειρα, να με μασάς, να με σαλιώνεις, να με δαγκώνεις. Αν ακούς ασθενοφόρο, πυροσβεστικό, σειρήνα, να αυτιάζεσαι, να νοιάζεσαι, να μου τηλεφωνείς στο σταθερό, τον πιο κρυφό μας αριθμό-δεσμό. Να με ρωτάς όλα καλά;, ν’ αλλάζω, να στάζω σάλιο στο άλλο μου πλευρό. Σ’ αγαπώ.
Κι αν είσαι μακριά, πολύ μακριά, σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, με άλλη ώρα, με άλλον άνθρωπο -κούφια η ώρα- σε άλλη ήπειρο, στην ξενιτιά, με χρόνο ανάποδο, χειμώνα εκεί, το καλοκαίρι εδώ, να ξέρεις, να γνωρίζεις, να αφαιρείς, να αθροίζεις, διαφορές και αλλαγές. Δείκτες και λεπτοδείκτες. Αριθμούς. Να με ξυπνάς, να μου χτυπάς, με τα μεγάλα του κόσμου τα ρολόγια, με τα δικά σου λόγια. Να με ξυπνάς, εσύ, εσύ που ξέρεις, που κρατάς, που κυβερνάς, που ορίζεις, καθορίζεις, ρυθμίζεις, γνωρίζεις, κανονίζεις τις ώρες μου, τις μέρες μου, τα χρόνια. Βροχές και χιόνια. Ολόλευκα σεντόνια.
Το παραπάνω διήγημα, πεζό κείμενο ή πεζοποίημα με τον τίτλο “Υπηρεσία αφύπνισης” είναι από τη συλλογή διηγημάτων του Θοδωρή Γκόνη Εφτά λευκά πουκάμισα (εκδόσεις Άγρα, 2017).
Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Θοδωρή Γκόνη και δείτε ποια άλλα βιβλία του κυκλοφορούν.