Arthur Rimbaud / Γιώργος Χριστιανάκης, Μια εποχή στην κόλαση

ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Σειρά μου. Θα ιστορήσω μια τρέλα μου.

Χρόνια κόμπαζα πως δεν υπήρχε εικόνα που να μην τη γνωρίζω και χλεύαζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης.

Μου άρεσαν οι αφελείς ζωγραφιές, τα υπέρθυρα, τα σκηνικά, οι μπερντέδες των σαλτιμπάγκων, οι επιγραφές, οι λαϊκές εικονογραφήσεις· η παλιοκαιρίσια λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφες ερωτικές φυλλάδες, ρομάντζα των προπαππούδων μας· τα παραμύθια με νεράιδες, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί.

Ονειρευόμουν σταυροφορίες, ταξίδια εξερευνητών που χάνονται τα ίχνη τους, δημοκρατίες στο πουθενά, θρησκευτικούς πολέμους που δεν ξέσπασαν, επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων: σ’ όλα τα μάγια πίστευα.

Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! – Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο γαλάζιο, ΟΥ πράσινο. – Καθόρισα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου και καυχήθηκα πως με ένστικτους ρυθμούς ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο που κάποια μέρα θα είναι προσιτός σε όλες τις αισθήσεις. Τα δικαιώματα της μετάφρασης δικά μου.

Στην αρχή ήταν μια άσκηση: κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο. Καθήλωνα ιλίγγους.

*

Μακριά από κοπάδια, πουλιά και κοπελιές

Τι έπινα γονατιστός στα ρείκια

Ανάμεσα στις λυγερές τις φουντουκιές

Στου απομεσήμερου το σύθαμπο το πράσινο και το νωθρό;

 

Τι να πιω απ’ τον Ουάζ το νιο ποτάμι

-Βουβές φτελιές, γυμνό χορτάρι, συννεφιάζει!-

Από φλάσκες κίτρινες να πιω σε ξένα μέρη

Χρυσάφι υγρό που κάνει το κορμί ν’ ασπαίρει.

 

Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ.

-Η θύελλα έκρυψε τον ουρανό. Το βράδυ

Σε αμμουδιά παρθένα χανόταν του δάσους το νερό

Μια θεοποντή έριχνε στους νερόλακκους χαλάζι

Κλαίγοντας, έβλεπα το χρυσάφι – μα δεν μπόρεσα να πιω. –

*

Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα

Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι

Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη

Από το νυχτερινό ξεφάντωμα.

 

Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές

Στων Εσπερίδων την ανατολή

Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι

Οι Μαραγκοί.

 

Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη

Θόλους λαμπρούς θα στήσουν

Όπου οι άνθρωποι

Ψεύτικούς ουρανούς θα ζωγραφίσουν.

 

Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά

Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά

Λίγο, για χάρη τους, Αφροδίτη

Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις.

 

Των Εραστών Βασίλισσα εσύ

Κέρασε τους εργάτες με ρακή

Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά

Ώσπου το μεσημέρι στη θάλασσα να βρουν δροσιά.

*

Οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου.

Αφέθηκα στης στιγμής την παραίσθηση: έβλεπα στ’ αλήθεια ένα τζαμί εκεί όπου βρίσκεται ένα εργοστάσιο, μαθητευόμενους τυμπανιστές αγγέλους, άμαξες σε ουράνιες λεωφόρους, ένα σαλόνι στο βυθό μιας λίμνης· τέρατα, μυστήρια· ο τίτλος μιας ελαφριάς κωμωδίας ξυπνούσε μέσα μου τον τρόμο.

Ύστερα εξηγούσα τις μαγικές σοφιστείες μου με λεκτικές παραισθήσεις!

Έφτασα να θεοποιώ την πνευματική μου σύγχυση. Ζούσα στην απραξία, βυθισμένος στη νάρκη: ζήλευα τη μακαριότητα των ζώων – τις κάμπιες που συμβολίζουν την αθωότητα των νηπίων που πέθαναν αβάπτιστα, τους ασπάλακες, τον ύπνο των παρθένων!

Ο χαρακτήρας μου χειροτέρευε. Αποχαιρετούσα τον κόσμο με κάτι σαν ρομάντζες:


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΠΥΡΓΟ

 

Θέλω νά ’ρθει τώρα

Του έρωτα η ώρα.

 

Έκανα τόση υπομονή

Κι η λησμονιά παντοτινή.

Φόβοι, καημοί και θλίψη

Φεύγουν στα ουράνια ύψη.

Από μια δίψα νοσηρή

Το αίμα μου έγινε χολή.

 

Θέλω νά ’ρθει τώρα

Του έρωτα η ώρα.

 

Όπως και το λιβάδι

Παρατημένο στη λησμονιά

Φουντώνει και θάλλει

Στα νηρόχορτα και τη λιβανιά

Μέσα στο άγριο βουητό

Από βρομόμυγες σωρό.

 

Θέλω νά ’ρθει τώρα

Του έρωτα η ώρα.

 

Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά, τα ζεστά ποτά. Σερνόμουν σε βρόμικα σοκάκια, και με κλειστά μάτια ξάπλωνα στον ήλιο, το θεό του φωτός.

«Στρατηγέ, αν απόμεινε κάνα παλιό κανόνι στους ρημαγμένους προμαχώνες σου, βομβάρδισέ μας με μπάλες ξερό χώμα. Τις βιτρίνες των ωραίων μαγαζιών! τα σαλόνια! Βάλε την πόλη να φάει τη σκόνη της. Οξείδωσε τις υδρορροές. Πλημμύρισε τα μπουντουάρ με πυρακτωμένη σκόνη ρουμπινιών…»

Α! Το μεθυσμένο μυγιαλούδι στο ουρητήριο του πανδοχείου, ερωτευμένο με τη μυοσωτίδα, που το διαλύει μια αχτίδα!

 

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την πέμπτη δίγλωσση έκδοση του βιβλίου του Αρθούρου Ρεμπώ (1854-1891) Μια εποχή στην κόλαση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το Δεκέμβριο του 2013 κυκλοφόρησε από την All Together Now "μια μουσική προσέγγιση του ποιητικού κειμένου στη μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη" σε σύνθεση του Γιώργου Χριστιανάκη. Η συγκεκριμένη έκδοση περιέχει ένα βιβλίο 56 σελίδων με αποσπάσματα του κειμένου, σημειώματα, φωτογραφικό υλικό και εικονογραφήσεις και 2 cd, ένα ορχηστρικό και ένα με αφήγηση ολόκληρου του ποιητικού κειμένου Μια εποχή στην κόλαση. Τα κείμενα διαβάζει ο Γιώργος Χριστιανάκης και τα έμμετρα ποιήματα ο Γιάννης Αγγελάκας. Στο σημείωμά του ο συνθέτης σημειώνει: "Το ταξίδι μου με το Μια εποχή στην κόλαση ξεκίνησε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, όταν διάβασα αυτό το εμβληματικό κείμενο του Αρθούρου Ρεμπώ. [...] Τον Φεβρουάριο του 2011 το 'πιασα πάλι από την αρχή, έστειλα στο διάβολο το φωτοστέφανο του μάρτυρα, την ακτινοβολία της τέχνης, την έπαρση του συνθέτη και βυθίστηκα στην άβυσσο του κειμένου, αναζήτησα τις σιωπές του, τη λάμψη και το σκότος του, τις εναλλαγές των προσωπείων του, τα βέβηλα λόγια του, την τρέλα, τον ίλιγγο της φυγής, και ένιωσα να κυλάω με το αίμα του, και εισήλθα ταπεινά και ολοκλήρωσα μια διαδρομή στο βασίλειό του [...]".