Αλέξανδρος Κ., Ευγνωμοσύνη

Vincent van Gogh, De Aardappeleters [Οι πατατοφάγοι] (Λιθογραφία, Απρίλιος 1885)

  

Ο παππούς της ήταν Σλάβος και έβοσκε γουρούνια μικρός. Κτηνοτρόφος λέει ότι ήταν αυτή, όταν μιλάει για τον παππού της. Αλλά δεν λέει ότι ήταν Σλάβος. Μακεδόνας λέει. Ο παππούς της ήταν Μακεδόνας κτηνοτρόφος. Η γιαγιά της ήταν γητεύτρα. Πρακτική γιατρός λέει ότι ήταν αυτή, όταν μιλάει για τη γιαγιά της. Βέρα Μακεδόνα λέει για εκείνη. Βέρα Μακεδόνα, πρακτική γιατρός. Παρασκεύαζε φάρμακα με δικές της συνταγές. Κάθε ασθένεια και το ίαμά της. Είχε διαβάσει και πολύ η γιαγιά της. Κυρίως όμως παρατηρούσε. Πειραματιζόταν και παρατηρούσε. Πρωτοπόρα για την εποχή της. Τους ευγνωμονούσαν και τους δυο στον τόπο τους. Αλλά και στα γύρω χωριά. Ο παππούς της εξασφάλιζε το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί για όλο το χωριό και η γιαγιά της θεράπευε τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό, αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Πολύ καλοί άνθρωποι ο παππούς της και η γιαγιά της. Τίμιοι, ειλικρινείς, αγαθοί άνθρωποι. Εργατικοί, φιλόπονοι, ανιδιοτελείς. Ποτέ δεν έπαιρναν χρήματα από τους συγχωριανούς τους. Ούτε από τους άλλους. Τους ξένους. Αν ήθελαν να γίνουν πλούσιοι, θα είχαν γίνει από πολύ νωρίς και με το παραπάνω. Όμως εκείνοι ποτέ δεν έπαιρναν χρήματα. Έπρεπε όμως να ζήσουν και εκείνοι. Πέντε παιδιά είχαν. Δυο αγόρια και τρία κορίτσια. Η μάνα της ήταν το τρίτο παιδί, το μικρότερο κορίτσι. Πρώτα γεννήθηκαν οι αδελφές της και μετά από κείνη γεννήθηκαν τα δυο αγόρια. Έπρεπε να φάνε τα παιδιά. Και τα ζώα έπρεπε να φάνε. Η βοσκή δεν επαρκούσε. Δύσκολα χρόνια. Άγρια. Και αν ήσουν και καλός άνθρωπος, όπως ήταν ο παππούς της και η γιαγιά της, δύσκολα επιβίωνες. Και αν είχες να θρέψεις και πέντε στόματα ακόμα, ακόμα πιο δύσκολα επιβίωνες. Κρέας, γάλα, γιαούρτι και τυρί είχαν βέβαια, γιατί είχαν τα ζώα. Κτηνοτρόφος ήταν ο παππούς της. Αλλά και τα ζώα έπρεπε να φάνε, για να έχουν μετά και εκείνοι και όλο το χωριό κρέας, γάλα, γιαούρτι και τυρί. Η βοσκή δεν επαρκούσε. Και για να μπορεί μετά και η γιαγιά της να θεραπεύει τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό, αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Τους αγαπούσαν οι συγχωριανοί τους. Τους αγαπούσαν πολύ. Και οι ξένοι τούς αγαπούσαν. Από τα γύρω χωριά. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό που έκαναν. Η γιαγιά της και ο παππούς της. Να εξασφαλίζει ο παππούς της το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί για όλο το χωριό και η γιαγιά της να θεραπεύει τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Έπρεπε όμως να ζήσουν και εκείνοι. Πέντε παιδιά είχαν. Ξέρεις τι είναι να θέλει η μάνα να ταΐσει το παιδί της και να μην μπορεί; Τι να το κάνει το χωράφι η άλλη, όταν δεν έχει χέρια να το δουλέψουν; Να θέλει να ταΐσει το παιδί της και να της δίνει ο άλλος κρέας και γάλα; Έτσι απλά. Επειδή ήταν κτηνοτρόφος. Τι να το κάνει το χωράφι μετά; Το χάριζε το χωράφι της το χέρσο στον παππού της, από ευγνωμοσύνη. Γιατί τάισε το παιδί της και το παιδί της έζησε. Αλλά ο παππούς της δεν το κρατούσε το χωράφι για δικό του. Τίμιος άνθρωπος. Ανιδιοτελής. Το έδινε το χωράφι ο παππούς της να το δουλέψουν άλλοι. Που είχαν ανάγκη. Ξέρεις τι είναι να θέλεις να οργώσεις τη γη και να τη σπείρεις, για να τη δεις τη γη να σε χορταίνει, και να μην έχεις ένα κομμάτι γης; Τι να τα κάνει τα χέρια του ο άλλος, όταν δεν έχει γη να την οργώσει; Δύσκολα χρόνια. Άγρια. Να θέλει να δουλέψει με τα χέρια του και να του δίνει ο άλλος γη για να δουλέψει; Έτσι απλά. Επειδή κάποιος του χάρισε ένα χωράφι. Τι να την κάνει όλη τη σοδειά μετά; Το χάριζε το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς στον παππού της, από ευγνωμοσύνη. Γιατί όργωσε τη γη και την έσπειρε και είδε τη γη να τον χορταίνει. Αλλά ο παππούς της δεν την κρατούσε όλη τη σοδειά για δική του. Τίμιος άνθρωπος. Ανιδιοτελής. Έδινε από τη σοδειά ο παππούς της να φάνε και όλοι οι άλλοι. Που πεινούσαν. Και μαζί με το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί τούς έδινε ο παππούς της και αυγά και στάρι και καλαμπόκι και ρύζι και κριθάρι και φακές και ρεβίθια και φασόλια και κηπευτικά και ελιές και λάδι. Ό,τι του χάριζαν του παππού της, από ευγνωμοσύνη, το έδινε ο παππούς της σε άλλους πάλι. Και τους έδινε και καπνό κομμένο ο παππούς της. Και τους έδινε και ροζ φυλλάδια να στρίψουν τον καπνό, να τον κάνουν τσιγάρο και να φουμάρουνε. Και τους έδινε να πιούνε και τσίπουρο ο παππούς της. Και τους έδινε και κρασί. Σαν κοινωνία το πίνανε το κρασί. Στο όνομα του παππού της. Και στης γιαγιάς της το όνομα. Ή και στων δυο τους το όνομα. Ανάλογα με την περίσταση. Γιατί και τη γιαγιά της την αγαπούσαν. Η γιαγιά της θεράπευε τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Όχι μόνο στο δικό τους το χωριό, αλλά και σε πέντε-δέκα χωριά κοντινά με το δικό τους. Ξέρεις τι είναι να βλέπει η μάνα το παιδί της να λιώνει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα; Να λιώνει το παιδί της σαν το κερί και οι γιατροί να μην μπορούν να κάνουν τίποτα; Και να το θεραπεύει το παιδί η γιαγιά της; Έτσι απλά. Πρακτική γιατρός η γιαγιά της. Παρασκεύαζε φάρμακα με δικές της συνταγές. Κάθε ασθένεια και το ίαμά της. Ή να φέρνει η άλλη το παιδί της με στραβωμένα τα χέρια του και τα πόδια του στη γιαγιά της και λίγες μέρες μετά να σηκώνεται το παιδί και να τρέχει και να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να κόβει τα σύκα και τα αχλάδια και τα καρύδια και τα αμύγδαλα και τα ρόδια και να τα φέρνει στη γιαγιά της με τα ίδια του τα χέρια, από ευγνωμοσύνη. Ή να ανεβαίνει στο άλογο ή στο γαϊδούρι του σπιτιού και να έρχεται στο σπίτι της γιαγιάς της και να το χαρίζει το άλογο ή το γαϊδούρι στη γιαγιά της, από ευγνωμοσύνη. Και να γυρίζει μετά στο χωριό του με τα πόδια. Γι' αυτό το πίνανε σαν κοινωνία το κρασί που τους έδινε ο παππούς της. Στο όνομα της γιαγιάς της. Και στου παππού της το όνομα. Ή και στων δυο τους το όνομα. Ανάλογα με την περίσταση. Και ο καθένας που τον ευεργετούσε ο παππούς της ή η γιαγιά της ή και οι δυο μαζί χάριζε στον παππού της ή στη γιαγιά της ό,τι είχε, από ευγνωμοσύνη. Άλλος ένα χωράφι, άλλος ένα μποστάνι, άλλος ένα ζωντανό, άλλος μια αποθήκη. Και όποιος δεν είχε χωράφι, μποστάνι, ζωντανό ή αποθήκη χάριζε στον παππού της ή στη γιαγιά της μια βέρα, ένα δαχτυλίδι, έναν σταυρό. Παλιατζούρες. Οικογενειακά στολίδια που είχαν συναισθηματική αξία μόνο. Έτσι απλά, από ευγνωμοσύνη. Και όποιος δεν είχε βέρα, δαχτυλίδι ή σταυρό μπορεί να χάριζε στον παππού της ή στη γιαγιά της κάτι απλό, ένα χρυσό δόντι, ας πούμε. Έτσι απλά, από ευγνωμοσύνη. Έτσι έγιναν μεγάλοι και τρανοί ο παππούς της και η γιαγιά της. Χωρίς να πάρουν ποτέ χρήματα από τους συγχωριανούς τους. Ή από τους άλλους. Τους ξένους. Αν ήθελαν να γίνουν πλούσιοι, θα είχαν γίνει από πολύ νωρίς και με το παραπάνω. Τίμιοι, αγαθοί άνθρωποι. Ανιδιοτελείς. Έτσι μεγάλωσαν και τα πέντε παιδιά τους. Τα δυο αγόρια και τα τρία κορίτσια. Και όλα τους τα παιδιά έμαθαν τι θα πει ανιδιοτέλεια και τι θα πει ευγνωμοσύνη. Και έτσι έζησαν τη ζωή τους και εκείνα. Και τα πέντε.

 

Μια μέρα, πήγε ένας συγγραφέας στον παππού της. Η γιαγιά της είχε πεθάνει τότε. Και ζήτησε από τον παππού της να του πει την ιστορία τους. Τη δική του και της γυναίκας του την ιστορία. Για να τη γράψει ο συγγραφέας. Να την κάνει βιβλίο. Του μίλησε ιδιαιτέρως ο συγγραφέας του παππού της. Και του πρόσφερε και χρήματα. Αλλά ο παππούς της δεν ήθελε. Τον έδιωξε τον συγγραφέα. Τίμιος άνθρωπος. Ανιδιοτελής. Να μπορούσε αυτή να τη γράψει μια μέρα. Την ιστορία του παππού της και της γιαγιάς της. Να την κάνει βιβλίο. Να ήταν συγγραφέας. Πολύ ωραίο βιβλίο θα γινόταν η ιστορία του παππού της και της γιαγιάς της. Να μάθαινε ο κόσμος τι θα πει τιμιότητα. Και ανιδιοτέλεια. Που όλοι κοιτάζουν πώς να σε εκμεταλλευτούν σήμερα. Πώς να βγάλουν κέρδος.


 

 

 

Το διήγημα «Ευγνωμοσύνη» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταξύ άλλων μεταφραστής και συγγραφέας. Ως Αλέξανδρος Κ. άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά κείμενά του στη Logotexnia21 τον Δεκέμβριο του 2009. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά (δε)κατα και ΝΗΣΙΔΕΣ, στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο διαδικτυακό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες ο αναγνώστης. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2013 το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων.