Γιάννης Οικονομίδης, Στέλλα κοιμήσου

Φωτογραφία: Μυρτώ Αποστολίδου


Σκηνή Α΄

Στο σαλόνι μιας πολυτελούς κατοικίας. Στο βάθος του σαλονιού μια σύνθεση με λουλούδια σαν γλυπτά που καλύπτουν όλο τον τοίχο και προστατεύονται από μία τζαμαρία. Ο Γιώργος βυθισμένος σε μια πολυθρόνα ασχολείται με το λάπτοπ, συνθέτει ήχους (κραυγές, τρυπάνια, φωνές), που τους ενώνει με κάποια τέμπο προσπαθώντας να φτιάξει μουσική. Φοράει ένα παντελόνι ξεφτισμένο στις άκρες, δύο τρύπιες κάλτσες διαφορετικές μεταξύ τους κι έχει και μια πετσέτα ριγμένη στους ώμους. Ακουμπάει τα πόδια του σε ένα υποπόδιο. Δίπλα του ένας καφές με παγάκια, από τον οποίο κάθε τόσο πίνει καμιά γουλιά, και μία μπανάνα. Τα παπούτσια του είναι πεταμένα πλάι στην πολυθρόνα. Η Ανθή στην άλλη άκρη του σαλονιού, καθισμένη σε μια καρέκλα, προσπαθεί να διαβάσει ένα βιβλίο αλλά την ενοχλεί η φασαρία που κάνει ο Γιώργος.


Ανθή: Γιώργο, μπορείς να το χαμηλώσεις σε παρακαλώ λίγο;


Ο Γιώργος χαμηλώνει την ένταση για μια στιγμή και αμέσως μετά την ξαναδυναμώνει.


Ανθή: Μπορείς να το χαμηλώσεις επιτέλους λίγο;


Γιώργος: Τώρα, τελειώνω το κομμάτι…


Κάποια στιγμή ο Γιώργος σηκώνεται και βγαίνει από το σαλόνι αφήνοντας το λάπτοπ ανοιχτό να παίζει. Η Ανθή σηκώνεται και το κλείνει, κλωτσάει τα παπούτσια του Γιώργου μακριά από την πολυθρόνα και ξαπλώνει στον καναπέ. Ο Γιώργος μπαίνει και βλέπει την Ανθή ξαπλωμένη στον καναπέ. Πάει από πίσω της και με την πετσέτα του πιέζει με δύναμη το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ, ακινητοποιώντας την με όλο του το σώμα.


Γιώργος:  Δεν το ακουμπάμε αυτό Ανθούλα μου, δεν το ακουμπάμε αυτό Ανθούλα. Εντάξει, Ανθούλα; Δεν πειράζουμε το λάπτοπ του Γιωργάκη. «Ναι, Γιώργο. Συγγνώμη, Γιώργο. Έχεις δίκιο. Είμαι καριόλα Γιώργο, είμαι καριόλα». Άντε και γαμήσου. Όλα από την αρχή μωρή μαλάκω, όλα από την αρχή θα τ᾿ ακούσεις τώρα.


Ανθή (Καθώς προσπαθεί να συνέλθει: Γιώργο τι κάνεις;


Γιώργος:  Καλά είμαι, εσύ; Φτιάξε τώρα τον καναπέ…


Ανθή: Τι κάνεις ρε μαλάκα Γιωργάκη; Τι κάνεις ρε καθυστερημένε; Θες να με πνίξεις; Κλείσ᾿ τη αυτή τη μαλακία, ρε ηλίθιε. Κλείσ᾿ το ρε, θα το σπάσω.


Γιώργος:  Δεν θα ακουμπάς το λάπτοπ.


Ανθή: Ποιο λάπτοπ ρε μαλάκα; Πας καλά; Απροσάρμοστο. Μαλακισμένο. Πόσες φορές σου είπα να το κλείσεις;


Γιώργος:  Σου είπα κάτι; Ότι τελειώνω το τραγούδι;


Ανθή: Ποιο τραγούδι;


Γιώργος (Ξεφλουδίζει και τρώει την μπανάνα:  Τελειώνω το γαμοτράγουδο και φεύγω. Το ᾿πα ή δεν το ᾿πα;


Ανθή: Δεν είναι τραγούδι αυτό, είναι παράνοια, είναι μια μαλακία που παίζει μέσα στο κεφάλι μου και θα με τρελάνει. Θέλω μια ωραία μέρα, μία γαμημένη Κυριακή να διαβάσω το βιβλίο μου χωρίς να μου ζαλίζεις τον έρωτα. Γιατί δεν μ᾿ αφήνεις ήσυχη; Γιατί δεν παίρνεις ρε σιχαμένη μαϊμού την μπανάνα σου να πας κάτω να παίξεις; Σου φτιάξαμε ένα ολόκληρο στούντιο κάτω με τα καλύτερα μηχανήματα, το χρυσοπληρώσαμε. Εκατό χιλιάδες ευρώ δώσαμε για να μας αφήνεις ήσυχους.


Γιώργος:  Εμπνέομαι ρε μαλάκα, εμπνέομαι εδώ.


Ανθή: Από τι εμπνέεσαι;


Γιώργος:  Από τη μάπα σου ρε φίλε, με εμπνέει.


Ανθή: Από μένα; Σοβαρά; Ρώτησες τη μάπα μου πώς περνάει μ᾿ εσένα εδώ πέρα; Θα βγάλω φλύκταινες εδώ πέρα. Πρώτον, γιατί βρωμάς και ζέχνεις τυλιγμένος με αυτή τη βρωμοπετσέτα που δεν την έχεις βγάλει από πάνω σου από τότε που σε πλύναμε για πρώτη φορά και δεύτερον γιατί αυτό το πράγμα δεν είναι μουσική.


Γιώργος:  Δεν είναι έτοιμο ακόμα, μαλακισμένο, δεν είναι έτοιμο…


Ανθή: Πότε θα είναι έτοιμο ρε Γιωργάκη, για πες μας;


Γιώργος:  Όποτε πω εγώ, ρε μαλάκα, θα ᾿ναι έτοιμο. Όποτε πω εγώ.


Ανθή: Πότε θα το πεις ρε Γιώργο; Όλοι αυτό περιμένουμε. Να ετοιμάσεις κάτι. Πότε σκοπεύεις δηλαδή;


Γιώργος:  Δύο CD, ρε μαλάκω, έχω έτοιμα. Δύο, ναι.


Ανθή: Πού είναι;


Γιώργος:  «I Love you Mama» και «Daddy don᾿t push me». Εντάξει; Τι θες τώρα ρε μαλάκα; Έχεις έρθει μια φορά να τ᾿ ακούσεις; Έλα, έλα ρε μαλάκα, χτύπα μου την πόρτα και πες μου «Γιώργο, να σου πω ρε μαλάκα, τι είναι αυτά που γράφεις;» Να τα πάρεις στη μάπα τα δύο CD, να ταακούσεις και να το βουλώσεις.


Ανθή: Γιώργο, δεν είσαι ο Μπετόβεν. Ένας μπετόβλακας είσαι. Ένας παντελώς ατάλαντος που παίζει με τα νεύρα μας.


Στέλλα (Καθώς μπαίνει μέσα στο σαλόνι) : Εεε! Καλημέρα!


Γιώργος:  Καλημέρα!


Ανθή: Βλέπεις καμιά καλή μέρα εδώ πέρα;


Στέλλα: Τι κάνετε πρωί πρωί ρε παιδιά, γιατί τσακώνεστε πάλι; Ανθή τι έγινε;


Γιώργος:  Έχει περίοδο. Η Ανθούλα έχει περίοδο πάλι.


Ανθή: Τι έγινε; Πήγε να με πνίξει ρε. Ο απροσάρμοστος. Ο καθυστερημένος πίθηκος με την μπανάνα, πήγε να με πνίξει γιατί του ᾿κλεισα το μπλιμπλίκι.


Στέλλα: Πας καλά ρε μαλάκα, τι κάνεις; Γιώργο, σου μιλάω. Τι κάνεις, ρε φίλε;


Γιώργος:  Καλά είμαι.


Στέλλα: Τι έχετε πάθει πρωί πρωί, πάμε καλά τώρα; (Ψάχνει στο σαλόνι, πίσω από τα μαξιλάρια του καναπέ) Μήπως είδατε πουθενά το κινητό μου;


Ανθή: Ποιο κινητό; Το χαβά σου εσύ. Μπορείς να του πεις να φύγει από το σαλόνι, να εξαφανιστεί, να μην τον βλέπω;


Στέλλα: Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Πού είναι το κινητό μου, ρε παιδιά, πού είναι το κινητό μου;


Ανθή: Ψάξε κι εσύ το κινητό σου, ρε Στελλίτσα, σου μιλάω ρε κούκλα μου.


Στέλλα: Τι να κάνω ρε;


Ανθή: Μπορείς να του πεις να εξαφανιστεί, να μην τον ξαναδώ στη ζωή μου;


Στέλλα: Όπα, έχω ξυπνήσει καλά, μη μου το χαλάσεις.


Ανθή: Συγγνώμη που σ᾿ ενοχλήσαμε έτσι; Κάνε τη δουλειά σου εσύ, Να ψάξω κι εγώ;

Ο Γιώργος αρχίζει να παίζει ντραμς με τα μαξιλάρια της πολυθρόνας.


Στέλλα: Ρε παιδιά, ηρεμήστε λίγο, χαλαρώστε, καλοκαίρι είναι.


Η Στέλλα φεύγει από την άλλη έξοδο του σαλονιού.


Ανθή: Για πες, ρε Γιωργάκη, για πες, πώς τα ᾿χεις καταφέρει έτσι; Πώς κατάφερες η σιχαμένη σου ύπαρξη να θεωρείται κάτι φυσιολογικό για όλους μες στο σπίτι; Να περνάνε και να σου κάνουν και πατ-πατ-πατ στο κεφάλι;


Γιώργος:  Είναι δύσκολο Ανθούλα μου. Πίστεψέ με, δεν είναι εύκολο.

[...]




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο του Γιάννη Οικονομίδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις αντίποδες σε επιμέλεια του Αντώνη Ιορδάνου. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε αποκλειστικά για το θέατρο ο κινηματογραφιστής Γιάννης Οικονομίδης.

Η παράσταση του έργου επαναλαμβάνεται φέτος για δεύτερη σεζόν στο Εθνικό θέατρο μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 2018. Στη σελίδα του Εθνικού θεάτρου αναφέρεται για το έργο: 

ε μια οικογένεια όπου ο νόμος του πατέρα-αφέντη εφαρμόζεται με «μαφιόζικες» μεθόδους, η Στέλλα αρνείται να παντρευτεί αυτόν που της επιβάλλεται από το περιβάλλον της και επιμένει για το αυτονόητο δικαίωμα της προσωπικής επιλογής. Ο έρωτας όμως, ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση ατομικής ελευθερίας, ακυρώνεται μπροστά στο συμφέρον, που υποχρεώνει σε υποταγή στις ειλημμένες αποφάσεις. Αξιοπρέπεια, ηθική τάξη και συναισθήματα θεωρούνται πολυτέλεια.  

Με αφορμή έναν απαγορευμένο έρωτα, το έργο καταγράφει τη σημερινή πραγματικότητα και ανατέμνει έναν κόσμο εδραιωμένο στο ψέμα, το χρήμα, τη χυδαιότητα και το έγκλημα. Το όνειρο της κοινωνικής ανόδου και της υλικής ευμάρειας εξουδετερώνει κάθε αξία και διαβρώνει συμπεριφορές και συνειδήσεις.

Το «Στέλλα κοιμήσου» γράφτηκε με τη δημιουργική συμμετοχή των ηθοποιών της παράστασης κατά τη διάρκεια των προβών. Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή, καθώς ο διάλογος διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ζωντανά στη σκηνή, με βάση ένα συγκεκριμένο σενάριο."