Regina Bou, Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα


Foto_by_Adam Jakubiak 


Ο εστιάτορας Μπλουχτούντεν αποφάσισε να επιβάλει τους δικούς του κανόνες στους πελάτες του. Αρκετά είχε ανεχτεί τις αγενείς συνήθειές τους, τα ρεψίματά τους, τα κρυφά φτυσίματα μέσα στις βαθυκόκκινες πετσέτες του, τα αηδιαστικά πλαταγίσματα της γλώσσας τους όταν δοκίμαζαν τα ακριβά κρασιά του και τους βορβορυγμούς των στομαχιών τους. Πρωί πρωί της Τρίτης κρέμασε μια ταμπέλα έξω από το εστιατόριο: « Όποιος μπαίνει θα τρώει δίχως να μιλά. Μόνο θα ανασαίνει. Όποιος προφέρει μισή συλλαβή κατά τη διάρκεια του γεύματός του θα οδηγείται προς την έξοδο. Η ημέρα της σιωπής θα εφαρμοστεί κάθε Τρίτη ξεκινώντας από σήμερα, 17 Οκτωβρίου 2013». Ο γιος του ήταν σίγουρος πως τρελάθηκε, αυτό ήταν καθαρή επιχειρηματική αυτοκτονία, αρνείται να συμμετέχει σε αυτήν την παράνοια, παραιτείται. Σύντομα όμως φάνηκε το οικτρό του λάθος. Τις Τρίτες άρχισαν να σχηματίζονται ολόκληρες ουρές από πελάτες έξω από την κεντρική είσοδο του εστιατορίου. Η παράλογη απαίτηση του εστιάτορα είχε γίνει, όπως φάνηκε, θέμα συζήτησης στην πόλη με ποικίλα σχόλια. Καλοντυμένοι άνθρωποι με πολύ κομψά ρούχα περίμεναν υπομονετικά στη σειρά για να έρθει η σειρά τους να φάνε μέσα σε απόλυτη σιωπή.

 

«Αυτός ο Μπλουχτούντεν είναι τόσο παράξενος. Πολύ μου αρέσει!» έλεγε η μία κυρία στην άλλη «Είναι Γερμανός, οι Γερμανοί είναι πάντα εκκεντρικοί! Όταν είχα πάει στη Γερμανία είχα τύχει σε ένα φεστιβάλ όπου όλοι περπατούσαν ανάποδα, μπορείς να το φανταστείς αυτό; » «Θαυμάσια ιδέα» αναφωνούσε κάποιος «Αυτές είναι ιδέες, τι τα θες, ποιος θα τολμούσε από τη δική μας χώρα να σκεφτεί αλλά κυρίως να εφαρμόσει μια τέτοια ιδέα! Είμαστε άτολμοι και δίχως φαντασία!» «Φυσικά και είμαστε άτολμοι, για αυτό δεν ονομαζόμαστε Μπλουχτούντεν αγαπητέ μου».

 

Οι Τρίτες της σιωπής ήταν οργανωμένες με ένα πολύ ιδιαίτερο πρόγραμμα το οποίο τηρούνταν ευλαβικά. Ο σερβιτόρος έπαιρνε παραγγελία στα βουβά, παραδίδοντας απλώς τον κατάλογο στον πελάτη και περιμένοντας. Ο πελάτης κινούσε το δάχτυλο πάνω κάτω δεξιά και αριστερά δείχνοντας τι ακριβώς επιθυμούσε από το μενού, ο σερβιτόρος υποκλινόταν ελαφρώς και σε λίγο ξαναγύριζε για να σερβίρει μέσα στην ίδια ησυχία. Τα πιάτα ακουμπούσαν σα βαμβάκι πάνω στο τραπέζι. Τα ποτήρια σα μετάξι και τα μαχαιροπήρουνα σα βελούδο. Αυτές ήταν οι ακριβείς οδηγίες του Μπλουχτούντεν. Βαμβάκι, μετάξι, βελούδο. Ο πελάτης ήταν υποχρεωμένος να φάει δίχως να βγάλει κανέναν ήχο. Δεν επιτρέπονταν τα ρουφήγματα στις σούπες, ούτε τα κριτσανίσματα στις μπριζόλες. Τα μακαρόνια έπρεπε να μασηθούν σε απόλυτη σιωπή και τα ψάρια έπρεπε να καθαριστούν δίχως να ακουστεί ούτε ένα κρακ από τη ραχοκοκαλιά τους. Αν κάποιος ήχος ξέφευγε, τότε ο ίδιος ο Μπλουχτούντεν αυτοπροσώπως πήγαινε στο τραπέζι και μάζευε τα πιάτα δίχως να πει τίποτα άλλο. Οι πελάτες έφευγαν κάτω από τη γενική βωβή αποδοκιμασία των υπολοίπων, αισθανόμενοι ένα είδος ντροπής το οποίο δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν και μια αμηχανία που τους έκανε να σκύβουν το κεφάλι προσποιούμενοι ότι κοιτούν με προσήλωση τα μπερδεμένα μοτίβα της μοκέτας, η οποία ξαφνικά φάνταζε πολύ ενδιαφέρουσα.

 

Γρήγορα το εστιατόριο είχε τόσους πελάτες τις Τρίτες, που αναγκάστηκε να φτιάξει μια λίστα αναμονής. Όλη η πόλη είχε ξετρελαθεί με τα σιωπηλά γεύματα. Σύντομα και οι γύρω πόλεις. Ο γιός του εστιάτορα Μπλουχτούντεν όχι μόνο επέστρεψε στη δουλειά αλλά πίεζε τον πατέρα του να καθιερώσουν και άλλες μέρες σιωπής. Είναι τρελός, θα γίνουν πολυεκατομμυριούχοι, για ποιο λόγο να έχουν λίστα αναμονής όταν μπορούν να έχουν κάθε μέρα μια μέρα σιωπής; Δε βλέπει πόσο ξετρελαμένος είναι ο κόσμος ; Όφειλε να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος όταν πίστεψε ότι αυτή η τρελή ιδέα θα τους καταποντίσει επιχειρηματικά. Ο κόσμος αρέσκεται στην τρέλα, πάει και τελείωσε. Κι αυτοί για αυτό είναι εκεί. Για να τους προσφέρουν αυτό που τους αρέσει. Όμως οι ικεσίες του, οι παρακλήσεις του, οι απειλές του, έπεφταν πάνω σε τοίχο. Ο εστιάτορας ήταν αποφασισμένος να μην κάνει καμία αλλαγή στο πρόγραμμά του. Η Τρίτη της σιωπής είχε κατορθώσει να μαλακώσει τους τραχείς τρόπους των πελατών του κάτι που συνεχιζόταν και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας. Οι πελάτες έμπαιναν μέσα στο εστιατόριο σχεδόν ευλαβικά, σα να έμπαιναν σε κάποιο ναό. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, μουρμουρίζοντας εντυπωσιασμένοι για τους διάσημους θαμώνες που την προηγούμενη μέρα είχαν γευματίσει στο ίδιο τραπέζι όπου τώρα κάθονταν αυτοί και εξυμνώντας την ανωτερότητα του χώρου αλλά και του ιδιοκτήτη του. Οι τρόποι τους άρχισαν να εξευγενίζονται και φρόντιζαν να μη φτύνουν στις χαρτοπετσέτες τους, ούτε να ρεύονται κρυφά και καταπιεσμένα. Έμαθαν πώς να παγιδεύουν στο στομάχι τους το ύπουλο αέριο πριν σκαρφαλώσει στον οισοφάγο τους απαιτώντας έξοδο. Ακόμη και οι γλώσσες τους λειάνθηκαν σταματώντας να χτυπάνε σα μηχανάκια την ώρα που μασούσαν ή κατάπιναν. Ο Μπλουχτούντεν ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτήν την εξέλιξη και δεν επιθυμούσε να αλλάξει τίποτα. Του αρκούσε που οι θαμώνες είχαν μεταμορφωθεί από ζώα σε ανθρώπους όπως έλεγε. Και αν κάποιος ήταν λίγο παρατηρητικός θα έβλεπε πως παράλληλα με την αλλαγή των πελατών ήρθε και η αλλαγή του ίδιου του Μπλουχτούντεν. Ανεπαίσθητη στην αρχή, εντονότερη όσο περνούσε ο καιρός. Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα. Όσο οι πελάτες του έτρωγαν σιωπηλά και αριστοκρατικά τις φτερούγες κοτόπουλου ή δοκίμαζαν με βωβή ευχαρίστηση τη σως τρούφας, εκείνος ξεκοίλιαζε με τα χέρια το επόμενο κοτόπουλο ή έχωνε όσο πιο βαθιά γινόταν τα δάχτυλά του στη ζύμη της κρέπας αρνούμενος να χρησιμοποιήσει το ειδικό μηχάνημα ή έστω γάντια.

 

Ήρθε η μέρα που χαστούκισε έναν από τους βοηθούς του γιατί του είπε πως δεν πρέπει να ξύνει το κεφάλι του πάνω από το μίγμα της κρέμας γάλακτος για τα μακαρόνια φούρνου. Ο βοηθός πρώτα έτριψε έκπληκτος το μάγουλό του και μετά τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα. Ο Μπλουχτούντεν είχε γίνει μάλλον υπερβολικά εύθικτος αλλιώς τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι άρπαξε το μαχαίρι με το οποίο έκοβαν τα τυριά και το κόλλησε στην καρωτίδα του άτυχου Βακίδιου.

 

- Βακίδιε, ήρθαν οι τελευταίες σου ώρες εδώ μέσα. Την επόμενη φορά που θα με ξανακοιτάξεις έτσι θα σου κόψω το λαιμό πέρα πέρα.

 

Ο γιος του προσπάθησε να τον εμποδίσει αλλά αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τώρα είχε σημαδέψει δυο καρωτίδες και τις θυμόταν πολύ καλά και τις δύο. Πόσο τρυφερές ήταν και πώς ασφυχτιούσαν σα ζαλισμένα ζωάκια κάτω από το μαχαίρι του ροκφόρ. Έφτυσε μέσα στη ζύμη για το κέικ σταφίδας και έτριψε χαρούμενος τα χέρια του. Μια πρωτόγνωρη ενέργεια είχε κατακλύσει κάθε φλέβα του ισχνού του σώματος. Αισθανόταν πως ήθελε να αρχίσει να χοροπηδάει από τραπέζι σε τραπέζι σαν τεράστιο ορθόπτερο, την ώρα που οι πελάτες του απολάμβαναν με κατάνυξη το νέο πιάτο πάπιας με καραμελωμένο αχλάδι.

 

 

Αναδημοσίευση από: πρόχειρο