Stefan Zweig, Σκακιστική νουβέλα

[Θεατρική διασκευή - αποσπάσματα]

Γιάννης Νταλιάνης, Photo by VDouros

Α΄ μέρος

[…]

-Τι ήταν αυτό;

-Τα φλας των δημοσιογράφων.

- Αυτό μας έλειπε. Ποιον φωτογραφίζουν;

- Τον Τσέντοβιτς.

- Ποιον;

- Τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Το νέο παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι.

- Α, μπα; Διάνοια;

- Αμφιλεγόμενη. Λένε πως δεν ξέρει καν να διαβάζει. Δεν έχει καμία πνευματική ικανότητα, μόνο το σκάκι.

- Μα είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;

- Κι όμως. Το γράφουν κι οι εφημερίδες. Ο αγράμματος Σλάβος, έτσι τον αποκαλούν.

-Ναι, καλά τώρα… Οι εφημερίδες. Αυτές δεν αποκαλούν κάποιον άλλο σωτήρα της Γερμανίας και άστρο την νέας εποχής; Ο Σλάβος τους πείραξε τους Αρίους; Γι’ αυτό σας λέω, φίλε μου. Μακριά από την Αυστρία, μακριά από την Ευρώπη. Όχι Αργεντινή. Ακόμα πιο μακριά. […]

Σκέφτομαι να τον πλησιάσω και να τον γνωρίσω από κοντά. Βρήκα τι θα κάνω 12 μέρες στο πλοίο. Δύσκολο; Γιατί; Δεν αφήνει κανένα να τον πλησιάσει; Εγώ θα βρω τον τρόπο. Στοίχημα!

 

[…]

 

Την άλλη μέρα, πολύ πριν τις τρεις, είχαμε μαζευτεί όλοι στο σαλόνι για να παρακολουθήσουμε το παιχνίδι. Στο κέντρο φυσικά ο Μακ Κόνορ, ο χορηγός μας. Εγώ είχα καθίσει λίγο παράμερα γιατί μ’ ενοχλεί ο καπνός και γιατί είχα αρχίσει να χάνω το ενδιαφέρον μου για τον Μίρκο Τσέντοβιτς. Δεν έχει νόημα να περιγράψω αυτή την παρτίδα. Χάσαμε σε 24 κινήσεις. Αυτό δε μας ενόχλησε, είναι φυσικό να χάνεις από έναν πρωταθλητή. Αυτό που μας ενόχλησε ήταν το ύφος του. Η αλαζονεία του. Δε μας έριξε ούτε μια ματιά. Σα να ήμασταν άψυχα ξύλινα πιόνια. Μόνο μια λέξη βγήκε από το στόμα του στο τέλος της παρτίδας, ματ, και μετά πρόσθεσε one more game? Προφανώς ήθελε άλλα 250 δολάρια.

 

[…]

 

Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος επιβάτης; Ένας άγγελος εξ’ ουρανού που ήρθε να μας βοηθήσει στην πιο κρίσιμη στιγμή; […] A game with an amateur is a game with an amateur. Ερασιτέχνης; Ερασιτέχνης ένας άνθρωπος που είχε σχεδόν νικήσει τον πρωταθλητή; Τι μοναδική αντίθεση! Από τη μια η έπαρση και από την άλλη η ταπεινότητα ενός ανθρώπου με εξαιρετικές ικανότητες. Όλοι εμείς οι φιλήσυχοι ταξιδιώτες είχαμε κυριευτεί από μια άγρια φιλοπόλεμη διάθεση. Θέλαμε οπωσδήποτε να πάρουμε εκδίκηση, να πάρουμε τη ρεβάνς. Θέλαμε να τον δούμε να χάνει τις δάφνες του πάνω στο καράβι μας, στη μέση του ωκεανού. Πρέπει να καταφέρουμε κάτι εναντίον του. Η παρτίδα πρέπει να γίνει. Πρέπει οπωσδήποτε να πείσουμε τον άγνωστο να παίξει. Να παίξει για μας. Για το κοινό καλό, για όλους μας. Μια καινούρια παρτίδα. Μια παρτίδα για την πατρίδα!

 

Β΄ μέρος

Τον βρήκα να κάθεται έξω από την καμπίνα του ξαπλωμένο σε μία σαιζλόνγκ και να διαβάζει ένα βιβλίο. Ήταν χλωμός, υπερβολικά χλωμός. Τα μαλλιά του έμοιαζαν να έχουν ασπρίσει μέσα σε μια νύχτα. Τον πλησίασα αμέσως και τον παρακάλεσα να δεχτεί να παίξει για μας μια παρτίδα σκάκι. Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα του, άφησε το βιβλίο του, μου συστήθηκε πολύ ευγενικά «Δρ… Μπι», πλησίασε προς την κουπαστή και κοίταξε πέρα, μακριά στον ωκεανό.

-Όχι όχι δεν ξέρω σκάκι, δεν παίζω σκάκι. Έχω να παίξω σκάκι από το σχολείο.

Αυτό που συνέβη πριν είναι τυχαίο, εντελώς – πρωταθλητή είπατε; Παγκόσμιο πρωταθλητή; Μα εγώ έχω να αγγίξω πραγματική σκακιέρα πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Όλα αυτά που σας λέω δεν είναι επίδειξη μετριοφροσύνης. Ασχολήθηκα με το σκάκι. Αλλά εντελώς θεωρητικά και κάτω από εξαιρετικές συνθήκες. Μείνετε λίγο. Μείνετε –θα πιείτε κάτι;

 

[…]

 

Μη νομίζετε τώρα ότι θα σας μιλήσω για στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όχι. Μου επεφύλασσαν μια πολύ πιο λεπτή μεταχείριση. Με οδήγησαν σ’ ένα ξενοδοχείο. Το Μετροπόλ.

 

[…]

 

Η πόρτα ήταν συνέχεια κλειδωμένη. Και το ρολόι μου; Πού είναι το ρολόι μου; Μου το πήραν για να μην μπορώ να βλέπω την ώρα. Το ίδιο και το μολύβι μου, για να μην μπορώ να γράφω. Έχουν δημιουργήσει γύρω μου το τίποτα, το κενό. Ο φρουρός που μου φέρνει το φαγητό μου δεν επιτρέπεται να μου μιλήσει. Δεν ακούω καμιά ανθρώπινη φωνή. Δεν βλέπω κανέναν άνθρωπο. Τίποτα, τίποτα. Μόνο αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Το ίδιο τραπέζι, την ίδια ταπετσαρία, την ίδια πολυθρόνα. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω. Τίποτα να ακούσω. Τίποτα να δω. Περίμενα μήπως συμβεί κάτι, αλλά τίποτα. Βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο και μαζί βημάτιζαν και οι σκέψεις μου. Γιατί και οι σκέψεις, όσο άυλες κι αν είναι, δεν μπορούν να αντέξουν το τίποτα, έχουν ανάγκη από μια αλλαγή, από κάτι καινούριο. Ν’ αλλάξει, ας πούμε, θέση αυτή η καρέκλα!

 

[…]

 

Ένα βιβλίο! Κλέψε το βιβλίο! Τι; Κλέψε το βιβλίο! Τι; Κλέψε το βιβλίο! Κλέψ’ το! Φρουρέ, κουράστηκα τόση ώρα όρθιος εδώ πέρα, πότε θα με πάρουνε; Έρχομαι! Ευτυχώς εκείνη την ημέρα η ανάκριση δεν κράτησε πολύ. Κι έτσι μπόρεσα με πολύ προσεκτικές κινήσεις να γυρίσω στο δωμάτιό μου με το βιβλίο σώο και αβλαβές. Τώρα θα νομίζετε ότι το άνοιξα αμέσως και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Όχι. Όχι, όχι, όχι, όχι. Ήθελα να απολαύσω όσο γίνεται περισσότερο την παρουσία του στο δωμάτιό μου. Λοιπόν. Τι βιβλίο είναι; Τι βιβλίο θέλω να είναι; Πρώτα απ’ όλα θέλω να είναι ένα πολύ πυκνογραμμένο βιβλίο. Με πολλές λεπτές σελίδες. Επίσης, δε θέλω να είναι τίποτα εύπεπτο, αλλά να απαιτεί μεγάλη πνευματική προσπάθεια από τον αναγνώστη. Να είναι ποίηση! Γκαίτε! Ή μάλλον, Όμηρος. Αυτό είναι, Όμηρος! Η Ιλιάδα. Όχι, η Οδύσσεια. Και τα δύο! Σε έναν τόμο! Θεϊκός οιωνός: 27 Ιουλίου, βρέχει και ο Όμηρος έρχεται στο δωμάτιό μου. (Σηκώνει το βιβλίο.) Χαίρε Όμηρε! (Κοιτάζει τον τίτλο) Μέθοδος σκακιού;

 

[…]

 

Το σκάκι στηρίζεται στο γεγονός ότι τα λευκά αγνοούν τα σχέδια των μαύρων και προσπαθούν διαρκώς να τα μαντέψουν για να τα αντιμετωπίσουν. Το ίδιο και τα μαύρα. Το να προσπαθεί λοιπόν κανείς να παίξει εναντίον του εαυτού του είναι σα να ζητάει από το ίδιο μυαλό να ξέρει κάτι και συγχρόνως να μην το ξέρει. Αυτό είναι παράλογο. Είναι σα να προσπαθείς να πηδήξεις πάνω από τον ίσκιο σου. Δε γίνεται! Όμως το δοκίμασα.

 

[…]

 

Όταν σας είδα πριν μαζεμένους στο σαλόνι, νόμιζα ότι βλέπω κάτι εξωπραγματικό. Δυσκολεύτηκα λίγο να καταλάβω ότι αυτό το παιχνίδι που παίζατε ήταν το ίδιο που έπαιζα μόνος μου στο κελί μου. Αυτό ξύπνησε την περιέργειά μου. Ήθελα να παρακολουθήσω. Αλλά ο γιατρός με είχε προειδοποιήσει. Δεν πρέπει να ξαναπαίξω ποτέ σκάκι. Ένας άνθρωπος που έχει αρρωστήσει μια φορά από μονομανία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να ξανακυλήσει. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δυσκολεύομαι να δεχτώ την πρότασή σας. Ίσως όμως… Δεν μπορώ να μείνω με την αμφιβολία. Πρέπει να διαπιστώσω αν όλο αυτόν τον καιρό στο κελί μου έπαιζα όντως σκάκι ή αν είχα αγγίξει τα όρια της τρέλλας. Γι’ αυτό θα παίξω. Αλλά μόνο μία παρτίδα. Σαν οριστικό αποχαιρετισμό.

 

Γ΄ μέρος

- One more game?

 

 

Foto-Atelier-Reich.-Copyright-Stefan-Zweig-Centre-Salzburg Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική διασκευή του βιβλίου του Αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) Σκακιστική νουβέλα, που θα παρουσιάζεται και πάλι στο Θέατρο Πορεία από τις 30 Νοεμβρίου 2015, για 6 μόνο παραστάσεις.

Η Σκακιστική νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943 στη Στοκχόλμη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη και εγκατέλειψε την Αυστρία το 1935, για να διαφύγει από τον ναζισμό. Αυτοκτόνησε με τη σύζυγό του, Λόττε, στις 23 Φεβρουαρίου 1942 στη Βραζιλία, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση της εποχής του. Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Στέφαν Τσβάιχ και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

 

 

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Δραματουργική επεξεργασία - Θεατρική διασκευή: Θοδωρής Τσαπακίδης, Γιάννης Νταλιάνης, Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Σκηνοθεσία: Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Κουστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Μουσική - Ηχητικός σχεδιασμός: Σταύρος Γασπαράτος

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιφιγένεια Ντούμη

Ερμηνεύει: Γιάννης Νταλιάνης

Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών 2014 και του θεάτρου Πορεία.

 

Η Logotexnia21 ευχαριστεί πολύ τους συντελεστές της παράστασης για την άδεια δημοσίευσης των αποσπασμάτων.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails