Ανδρέας Κεντζός, Κρίση

Caravaggio, Giuditta e Oloferne, 1599

Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο σκεφτικό. Και μιλάμε γι’ άνθρωπο που ήξερε να είναι ψύχραιμος στα δύσκολα, έναν άνθρωπο με αυτή την ειδικότητα θα μπορούσε να πει κανείς. Πριν μερικά χρόνια είχε τύχει να γνωρίσω σε μια εκδήλωση του Πολεμικού μουσείου έναν συμπολεμιστή του, ίσως τον τελευταίο εν ζωή. «Δεν μπορείς να φανταστείς», μου είπε το γερόντιο, «πόσο μ’ εκνεύριζε που τον έβλεπα να χαμογελάει όταν οι οβίδες πέφτανε γύρω μας βροχή». Αλλά και στην ειρήνη, όπου τα πράγματα μπορεί να είναι δυσκολότερα αφού ο εχθρός είναι πολλές φορές αόρατος, είχε την ίδια στάση. Μισόν αιώνα παντρεμένος με τη γυναίκα του και ούτε που δάκρυσε στην κηδεία της. «Λες και θάβει το σκυλί του», είπαν μερικοί. Την επομένη έμεινε όλη μέρα κλεισμένος σπίτι του και τη μεθεπομένη (θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν το περίμενα) μου τηλεφώνησε να πάμε για φαγητό. Καταλήξαμε να δοκιμάζουμε κρασιά σε μια από αυτές τις μοντέρνες ταβέρνες που γράφουν απ' έξω «οινοθήκη», και να μιλάμε για ταξίδια. Με τη γνωστή τόλμη ή απερισκεψία που σου δίνει το οινόπνευμα, τον ρώτησα πώς είναι τώρα χωρίς τη σύντροφο. «Τυχερή αυτή που ησύχασε, τυχεροί κι εμείς που πάμε γι’ άλλα», μου είπε κλείνοντας το μάτι και άρχισε να μιλάει για τη φυσικοθεραπεύτρια που τον βοηθούσε να ξεπεράσει κάτι πόνους στη μέση, προβλήματα των ψηλών, όπως του άρεσε να λέει. Και κατέβαζε το κρασί σαν να ήταν νερό. Κάποια στιγμή μου ήρθε να του πω να κόψει λίγο φόρα, μην πάθει τίποτα στην ηλικία του, αλλά εντέλει δεν είπα τίποτα. Ας πιει όσο θέλει, σκέφτηκα, δεν είναι μικρό παιδί. Ας πιει όσο θέλει, ξανασκέφτηκα, και αν είναι τώρα η ώρα του θα φύγει ευτυχισμένος. Κάπου πρέπει να είχε δει φωτογραφίες από το Ντουμπάι και το Αμπού Ντάμπι. Μιλούσε γι’ αυτά τα μέρη μ’ ενθουσιασμό. Μου πρότεινε να πάμε μαζί, «να δούμε τους ουρανοξύστες και την έρημο». Γέλασα. «Ωραία τα λες», του είπα, «εσύ έχεις τη σύνταξή σου και όλο τον χρόνο του κόσμου να κάνεις ό,τι θέλεις». Με κοίταξε αυστηρά. «Κι εσύ δεν είσαι σκλάβος», μου είπε, «πάρε ένα πενθήμερο άδεια και φύγαμε». Ήθελε να με τσιγκλήσει, ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο, δεν ήταν η πρώτη φορά που το συζητούσαμε. Ο προϊστάμενός μου ήταν ένας πραγματικός τύραννος που μου έκανε το βίο αβίωτο εκμεταλλευόμενος την απέχθεια που τρέφω για την παραμικρή αντιπαράθεση και σύγκρουση. «Πες του να πάει να γαμηθεί», με συμβούλευε διαρκώς ο καλός μου φίλος, «και θα δεις μετά πώς θα σε σέβεται ο μαλάκας- αφού σε χρειάζεται». Και δεν είχε άδικο αλλά κάθε φορά που πήγαινα ν’ αντιμιλήσω τα λόγια μου κολλούσαν στο λαρύγγι- και τελικά έμενα σιωπηλός ή απαντούσα «μάλιστα». Εκείνο το βράδυ τον είχα αποχαιρετήσει μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά. Δεν ξέρω γιατί- ίσως να ήμουν επηρεασμένος από τον θάνατο του παππού και της γιαγιάς μου, οι οποίοι πέθαναν με διαφορά ούτε μισό μήνα μεταξύ τους, πρώτα εκείνη και ύστερα αυτός. Μέσα μου μια φωνή μου έλεγε ότι δεν θα τον ξαναδώ. Αλλά η φωνή έκανε λάθος. Μεγάλο λάθος αν σκεφτεί κανείς ότι από τότε έχουν περάσει ούτε λίγο ούτε πολύ δυο χρόνια.

Αυτός είναι πλέον ο τρίτος χρόνος. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, δεν πάνε και πολύ καλά. Η αλήθεια να λέγεται, δεν πάνε καθόλου καλά. Στο δρόμο ακούς να μιλούν για κρίση και βλέπεις την αγωνία για το μέλλον ζωγραφισμένη στο πρόσωπο όλων των ανθρώπων, μεγάλων και μικρών. Το μόνο καλό είναι ότι έχουν αρχίσει ν’ απολύουν τους προϊστάμενους (ή στην καλύτερη περίπτωση να τους υποβαθμίζουν σε απλούς υπαλλήλους) επειδή κοστίζουν και αυτό έχει κυριολεκτικά μεταμορφώσει τον προϊστάμενό μας. Από τύραννος έχει γίνει ένα άκακο παιδάκι που μπορούμε να το κάνουμε ό,τι θέλουμε. Τώρα πια δίνει εντολές ξεκινώντας με το «σε παρακαλώ» και ταυτόχρονα σε κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα όλο αγωνία φοβούμενος τυχόν αρνητική αντίδραση. Ομολογώ ότι στην αρχή είχα μπει στον πειρασμό να τον στείλω στο διάβολο, έτσι για να το ευχαριστηθώ, αλλά τελικά τον λυπήθηκα και δεν το έκανα. Φοβήθηκα μην καταρρεύσει μπροστά μου και αν υπάρχει κάτι που απεχθάνομαι πάνω απ’ όλα είναι οι σκηνές που σε φέρνουν σε αμηχανία μπροστά σ’ ένα σωρό κόσμο, στο γραφείο ή στον δρόμο. Τι αξία έχει άλλωστε να πατάς έναν πεσμένο άνθρωπο; Στις εταιρείες πλέον δεν υπάρχει πυραμίδα. Υπάρχει μόνο κορυφή και βάση. Κορυφή είναι το υπέρτατο ον που διοικεί και βάση όλοι εμείς. Απ’ όσο καταλαβαίνω, το υπέρτατο ον στην ουσία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δίνει την εντολή «αυξήστε τα έσοδα». Από εκεί και πέρα εναπόκειται σε όλους εμάς να βρούμε τον τρόπο- αν δεν θέλουμε να κλείσει η εταιρεία που μας δίνει το ψωμί μας. Και μπορεί να φαίνεται απλή αυτή η εντολή αλλά στην καθημερινότητα είναι βουνό η εφαρμογή της. Ίσως γιατί κανείς δεν πιέζει κανέναν και είμαστε όλοι ελεύθεροι να κάνουμε ή να μην κάνουμε αυτό που πρέπει. Υπό αυτές τις νέες συνθήκες μπορώ να πάρω άδεια όποτε θέλω και η αλήθεια είναι ότι δεν μου έχει φύγει από το μυαλό εκείνο το ταξίδι στο Ντουμπάι και το Αμπού Ντάμπι, για το οποίο εκείνος μου είχε μιλήσει με τόση θέρμη.

Αποφάσισα να περάσω από το σπίτι του για να του ανακοινώσω ότι μπορούσα να το κανονίσω στη δουλειά ώστε να είμαι διαθέσιμος για τρεις-τέσσερις ημέρες. Και αν δεν έφταναν για Ντουμπάι ή Αμπού Ντάμπι, μπορούσαμε να πάμε αλλού. Χτύπησα πολλές φορές μέχρι να μου ανοίξει. Μου είπε ότι δεν άκουγε γιατί ήταν στο μπάνιο αλλά δεν πείστηκα. Από το ύφος του κατάλαβα ότι δεν ήθελε να δει κανέναν. Μου το παραδέχτηκε άλλωστε λίγο αργότερα όταν καθίσαμε στο σαλόνι. Σκέφτηκα τότε μήπως ήταν καλύτερα να σηκωθώ να φύγω με μια βολική και για τους δυο μας δικαιολογία. Δεν μου έκανε όμως καρδιά να τον αφήσω πάλι ολομόναχο και αποφάσισα να μείνω. Αποφάσισα επίσης να μην του κάνω λόγο γι’ άδειες και ταξίδια, όπως είχα σχεδιάσει. Παρέμεινα σιωπηλός περιμένοντας να μιλήσει εκείνος πρώτος. Όμως εκείνος δεν μιλούσε, βυθισμένος όπως ήταν αληθινά μέσα στις σκέψεις του. Και δεν φαινόταν διατεθειμένος να μιλήσει καθόλου. Πρόσεξα τότε στο τραπέζι απλωμένα μερικά αποκόμματα εφημερίδων και πιάστηκα από εκεί για ν’ αρχίσω εγώ κουβέντα. Μου απάντησε ότι προσπαθούσε να είναι ενημερωμένος γιατί με τούτη την κρίση τα δεδομένα αλλάζουν από τη μια ημέρα στην άλλη και δεν έχεις ιδέα τι θα σου ξημερώσει, πράγμα ιδιαίτερα εκνευριστικό. Βλέποντάς με να συμφωνώ πήρε φόρα και μου διάβασε τις φράσεις που είχε υπογραμμίσει στα αποκόμματα. «Θα μου πει κανείς τι συμβαίνει σε τούτο το κράτος», κατέληξε συγχυσμένος, «λεφτά υπάρχουν ή όχι;». Του είπα ότι στη συγκεκριμένη ερώτηση ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος μπορούσαμε να δώσουμε απάντηση. «Τουλάχιστον να μάθουμε μέχρι πότε θα είμαστε έτσι». Σήκωσα τους ώμους και κατάλαβε. «Σκατά», είπε.

Δεν έμεινε όμως για πολύ ακόμα σκεφτικός. Ξαφνικά είδα το βλέμμα του να λάμπει, σαν να θυμήθηκε κάτι καλό και σημαντικό. «Περίμενε λίγο», μου είπε και με παράτησε στο σαλόνι να σκέφτομαι πώς τα κατάφερνε στην ηλικία του να κινείται τόσο γρήγορα. Κάποιο μυστικό θα έχει, έλεγα στον εαυτό μου μισοαστεία μισοσοβαρά, και αν είσαι καλό παιδί μπορεί να σου το πει και σένα μια ωραία ημέρα. Εντέλει επέστρεψε κρατώντας ένα σιδερένιο κουτί, το οποίο τοποθέτησε τελετουργικά πάνω στο τραπέζι. «Ό,τι και να γίνει», μου είπε, «εμείς οι δυο δεν πρόκειται να πεθάνουμε από την πείνα». Πάει κι αυτός, σκέφτηκα στην αρχή, τρελάθηκε. Γιατί μέσα στο κουτί ήταν ένα βαλσαμωμένο κεφάλι. Κοίταξα τον φίλο μου όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Ξέρω τι σκέφτεσαι», χαμογέλασε εκείνος, «αλλά εδώ δεν έχουμε ένα συνηθισμένο κεφάλι». Και πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα. «Η αυτού μεγαλειότης», αναφώνησε, «ο Ερρίκος ο Δ΄ της Γαλλίας».

Κοίταζα το κεφάλι σαν χαζός όσο εκείνος μιλούσε. Και τι δεν έλεγε- πώς έζησε και πέθανε ο βασιλιάς, πώς θάφτηκε και ξεθάφτηκε, πώς κόπηκε το κεφάλι και βρέθηκε σήμερα μαζί μας εδώ- ολόκληρη ιστορία που μια άλλη στιγμή ίσως θα ήταν ωραία να πιάσω να καταγράψω. «Λέω να πάμε ένα ταξίδι στη Γαλλία να το πουλήσουμε», μου πρότεινε στο τέλος, «θα βγάλει καλά λεφτά, δε νομίζεις;». Πραγματικά δεν ήξερα τι να του πω, δεν είχα ιδέα από τέτοια πράγματα. Ξανακοίταξα το κεφάλι μέσα στο κουτί. Φαινόταν άριστα διατηρημένο παρά τους αιώνες που είχαν περάσει από πάνω του. Μπορεί να είχε δίκιο. Δεν τον άκουγα πια- σκεφτόμουν σ’ εκατό ή διακόσια χρόνια από τώρα δυο τύπους να προσπαθούν να σωθούν πουλώντας το κεφάλι ενός προέδρου δημοκρατίας, ενός πρωθυπουργού.



Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή Συγκεκριμένα ποιήματα. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια να δημοσιεύσει στις σελίδες της το παραπάνω ανέκδοτο διήγημά του. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε 9 ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού, όπως επίσης και το ανέκδοτο διήγημά του «Τριλογία».


© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails