Mario Wirz, Τριστιάνε

Spooky_Trees_Foto_by_Gareth_Weeks 

Χιόνι πάνω σ’ όλα τα βιβλία. Χιόνι πάνω στο παγωμένο πρόσωπο του βιβλιοπώλη. Χιόνι πάνω στα παπούτσια αυτών των λίγων που απόψε χάσανε τον δρόμο τους και βρέθηκαν στο βιβλιοπωλείο στην πλατεία της Αγοράς. Προφανώς μόνο έξω χιονίζει μπροστά στη μεγάλη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, αλλά εμένα μου φαίνεται λες και πέφτει ασταμάτητα το χιόνι πάνω στο παράπονο αυτής της παρουσίασης βιβλίου. Ήταν γι’ άλλη μια φορά ένα μη γενόμενο, γκρίνιαζε βαρύθυμα παλιά ο φίλος μου ο ποιητής Ντέτλεφ Μάγερ μετά τις εκδηλώσεις που δεν πήγαιναν καλά. Ίσως τώρα να διαγωνίζεται στα επουράνια με τον Στέφαν Γκεόργκε για τη χάρη του Ρεμπώ. Οι ποιητές με κάνουν να πλήττω. Δεν είναι αρκετά αισθαντικοί για τα γούστα μου. Έκανα λίγο παρέα με τον Τζέιμς Ντην, ακούω μ’ ένα κρυφό γελάκι απαλό σαν νιφάδα χιονιού πίσω απ’ την πλάτη μου.

 

Ο κύριος Βιρτς φαίνεται προφανώς πως σκέφτεται κάποιο νέο κείμενο αυτή τη στιγμή.

 

Η φωνή του βιβλιοπώλη ακούγεται από μάταιη ευγένεια.

 

«Zείτε από τα βιβλία σας;», επαναλαμβάνει ένας νεαρός άντρας την ερώτησή του. Εγώ λέω να μην ξεσπάσω σε υστερικά γέλια και δίνω ακριβείς πληροφορίες για τη χρόνια αφραγκία του επαγγέλματός μου. Η ποίηση είναι ως επί το πλείστον ζημιογόνος επιχείρηση. Όχι μόνο για τους εκδοτικούς οίκους, μουρμουρίζει ο βιβλιοπώλης και μετανιώνει που δεν προσκάλεσε κάποιον συγγραφέα best seller. Δυο βαμμένες ξανθές κυρίες αγοράζουν δυο βιβλία από συμπόνια και μου ζητάνε να τους τα υπογράψω. Εγώ μουτζουρώνω ευγνώμων τ’ όνομά μου και σκέφτομαι το θλιβερό δωμάτιο του ξενοδοχείου που με περιμένει χωρίς mini bar. Ακόμα κι η επανάληψη της επανάληψης αρνείται μια κάποια πιθανή ηρεμία. Κάθε φορά κάνει την εμφάνισή του ο θρήνος, λες και με συναντάει για πρώτη φορά.

 

Γιατί η λεπτή κυρία με τον λαιμό καμηλοπάρδαλης κοιτάζει τόσο επίμονα προς το μέρος μου; Ο βιβλιοπώλης μαζεύει τις καρέκλες. Εγώ κοιτάζω το χειρόγραφό μου και το άδειο ποτήρι του νερού και μένω καθισμένος στην καρέκλα μου, λες κι έχω παγώσει εκεί.

 

Δεν θα με θυμάσαι πια, αλλά παίζαμε μαζί παιδιά. Είμαι η Κριστιάνε, λέει η καμηλοπάρδαλη και μου χαμογελάει γλυκά προς τα κάτω. Μου φαντάζει απίστευτα λεπτή και ψηλή. Όταν διάβασα στην εφημερίδα ότι θα διαβάσεις σήμερα εδώ εσύ, ματαίωσα τη βραδιά μπόουλινγκ. Τον άντρα μου δυστυχώς δεν μπόρεσα να τον πείσω. Εκείνος είναι μάλλον παντρεμένος με το μπόουλινγκ. Η καμηλοπάρδαλη αναστενάζει. Στον δρόμο δεν θα τη γνώριζα. Κι εκείνη σίγουρα όχι τη γριά κουρούνα της ποίησης. Χιόνι πάνω σ’ όλες τις μέρες αυτού του ευτυχισμένου χειμώνα.

 

Είμαι πέντε χρονών και κάθομαι στο έλκηθρο που τραβάει η Κριστιάνε, η οποία πάει σχολείο εδώ και δύο χρόνια. Μόνο τη μαμά μου την αγαπάω έτσι άνευ όρων όπως την Κριστιάνε, που τ’ όνομά της δεν μπορώ να το πω σωστά.

Τριστιάνε! Τριστιάνε! Είμαι στην πόρτα του σχολείου και περιμένω τη μεγάλη φίλη μου. Κάποιες φορές δεν με προσέχει και με προσπερνάει με τις συμμαθήτριές της, λες κι ούτε με ξέρει. Τριστιάνε! Τριστιάνε! Τρέχω από πίσω της εγώ κι άθελά μου βάζω τα κλάματα σαν μωρό. Όλοι γελάνε μαζί μου.

Τριστιάνε! Τριστιάνε!, κοροϊδεύουνε τ’ άλλα κορίτσια.

 

Άλλες μέρες με φιλάει και μ’ αγκαλιάζει και χτενίζει μπροστά στις άλλες τα ατίθασα μαλλιά μου. Εγώ το νιώθω ότι κάνει λες κι είμαι η κούκλα της, αλλά δεν με πειράζει. Είμαι ο πιο ευτυχισμένος κούκλος σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Η Τριστιάνε παίζει μαζί μου. Εγώ της χαρίζω ολόκληρο το δωμάτιό μου, τον λαγό και το αρκουδάκι, που χωρίς εκείνο δεν μπορώ να κοιμηθώ, αλλά τα δικά της τα αισθήματα συνεχίζουν να είναι χλιαρά.

 

Όταν είναι μπροστά οι φίλες της, η Τριστιάνε είναι διαφορετική. Ακόμα κι όταν με τρελαίνει στα χαϊδευτικά και με ζουλάει, λες και θέλει να μου σπάσει τα πλευρά, εγώ βλέπω ότι το κάνει ψεύτικα. Δεν την καταλαβαίνω τη φίλη μου, αλλά μια μέρα χωρίς εκείνη είναι ανυπόφορη. Τ’ άλλα κορίτσια είναι όλα χαζά, κι αυτό που θα ’θελα πάνω απ’ όλα εγώ είναι να είμαι μόνος μου με την Τριστιάνε, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια μόνο. Όταν δεν είναι μπροστά οι ηλίθιες κατσίκες που μαζί τους πάει στο σχολείο, η φίλη μου μου λέει ό,τι σκέφτεται και μου φέρεται λες κι είμαστε συνομήλικοι. Εγώ κάνω τούμπες μες στον δρόμο και της χαρίζω λουλούδια που μαζεύω στα κρυφά από τους κήπους των γειτόνων. Με επισημότητα της δίνω τη φανταχτερή καρφίτσα που έκλεψα από τη μπιζουτιέρα της μαμάς μου. Παρ’ όλ’ αυτά η Τριστιάνε δεν παύει να με τυραννάει με κακίες μπροστά στις φίλες της. Με βάζει να καταπιώ ένα σκουλήκι και να κυλιστώ με το καινούργιο άσπρο παντελόνι μου μες στις λάσπες. Μια φορά με δένει σ’ ένα δέντρο κι αφήνει τ’ άλλα κορίτσια να με χαστουκίζουν. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται. Κλαίγοντας τρέχω μετά σπίτι με κόκκινα μάγουλα και ζητάω παρηγοριά απ’ τη μαμά μου. Υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναπαίξω ποτέ με την Τριστιάνε.

 

Την επόμενη μέρα στέκομαι και πάλι έξω απ’ το σπίτι της φίλης μου.

Τριστιάνε! Τριστιάνε!

 

Όταν η φίλη μου μετακομίζει με τους γονείς της σε μια άλλη πόλη, εγώ ζω την πρώτη ερωτική μου απογοήτευση. Όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ την Τριστιάνε, λέω στη μαμά μου με δάκρυα και με το ζόρι καταπίνω το πράσινο φρουί ζελέ, που ακόμα και τώρα μ’ αρέσει, πράγμα που με κάνει ν’ απορώ.

 

Έχω κλείσει τραπέζι στο Δημαρχείο. Η κουζίνα του είναι εξαιρετική, ψιθυρίζει ο βιβλιοπώλης, που θεωρεί χρέος του το τραπέζωμα στο τέλος μιας εκδήλωσης.

Έχεις χρόνο;, ρωτάω την Κριστιάνε και δεν ξέρω ποια απάντηση προτιμώ.

Το χιόνι των περασμένων ημερών πέφτει πάνω σ’ αυτό το βράδυ.

Πολύ μακριά, πολύ κοντά.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


NHSIDES_6 Το κείμενο του Mario Wirz «Τριστιάνε» είναι από το βιβλίο Μηνύματα απ’ τους αγαπημένους (2009), το οποίο περιλαμβάνει κείμενα των Mario Wirz και Christoph Klinke (Nachrichten von den Geliebten von Christoph Klinke & Mario Wirz, Querverlag, Berlin 2009). Η παρούσα μετάφραση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 6ο τεύχος του περιοδικού ΝΗΣΙΔΕΣ (διανέμεται στην Αθήνα στα βιβλιοπωλεία: «Λεμόνι», «Ευριπίδης», «εκδ. Γαβριηλίδης» και «Bιβλιοπωλείον της Eστίας»). Ο Mario Wirz γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1956 στο Μάρμπουργκ στον ποταμό Λαν και μεγάλωσε στο Φράνκενμπεργκ στον ποταμό Έντερ. Σπούδασε υποκριτική στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός θεάτρου. Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Το 1985 έμαθε ότι είναι οροθετικός, ενώ το 1994 υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία για να αντιμετωπίσει καρκίνο στους λεμφαδένες. Σήμερα ζει στο Βερολίνο και δηλώνει ότι ούτε η χρόνια έλλειψη χρημάτων ούτε η δεύτερη διάγνωση καρκίνου το Σεπτέμβριο του 2008 τον έχουν κάνει να μην πιστεύει στην τύχη του. Έργα του: Και τ’ όνειρο μπερδεύει τα μαλλιά σου. Νυχτερινά ποιήματα (1982), Είναι αργά, δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω. Νυχτερινή αναφορά (1992), Βιογραφία μίας ζωντανής ημέρας (1994), Η καρδιά των ωρών αυτών (ποιήματα, 1997), Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας (διηγήματα, 1999), Επτά ζωές έχει η εβδομάδα (ποιήματα, 2003), Θύελλα πριν τη σιωπή (ποιήματα, 2006), Προσωρινά αθάνατος (ποιήματα, 2010). Στα Ελληνικά έχουν δημοσιευθεί ποιήματά του στα περιοδικά «Το Δέντρο» (τ. 145-146) και «Antivirus κατά του ιού της βίας» (τ. 22) καθώς και στο blog Logotexnia21, ενώ το διήγημά του «Επίκληση αγγέλου» από τη συλλογή διηγημάτων Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ίνδικτος» (τ. 21). Δείτε όλες τις δημοσιεύσεις του Mario Wirz στο blog Logotexnia21.

Γιολάντα Σακελλαρίου, 8 αδημοσίευτα ποιήματα

Foto_by_Billy_Alexander

Εσωτερικός αιφνίδιος άνεμος

σεντόνι λευκό ιστίο της νύχτας

Τόπος παράξενος…

Μνήμες εύθραυστων φωνημάτων

της στιγμής το αβέβαιο σύνορο

Κραυγή διαρρηγνύει

το πορφυρό των Μυκηνών σκοτάδι

Το σπέρμα συνθλίβεται

Σε σκιερά φυλλώματα υποψία

νέου παλμού ζωής αιωρείται

 

Ανάβουν τους πυρσούς στο βωμό

Ευωδιάζει το θυμίαμα

 

(Μα) εμένα δε με γέννησε ποτέ

            η Κλυταιμνήστρα

 
 

 

Η άλλη Πηνελόπη

 

Έτσι τη θέλησε ο μύθος

φαντασιώσεις να υφαίνει στωικά

που τρέφουν την επιθυμία.

Να αντέξει ο Οδυσσέας το ανίερο

- τάχα για την πατρίδα-

Πίστη αφοσίωση θυσία

αυτά λέγαν

και την επαινούσαν

γιατί γνώριζαν

πως χάρη σε κείνη

είναι ήρωας.

Όμως η ίδια σιωπά...

 

(ποιήματα υφαίνει)

 

και μόνο ισχυρίζεται

πως είναι ψευδώνυμο το «Πηνελόπη»

στο διαδίκτυο

 
 
 

Παγοδρόμιο Γηροκομείου

 

«Οι μουσικοί! Ήρθαν οι μουσικοί.

Τα παπούτσια μου…

Παρακαλώ∙ τα παπούτσια μου»

 

Με χαμόγελο συγκατάβασης

η Ναϊρί από τη Γεωργία

σπρώχνει την αναπηρική πολυθρόνα

στη λευκή πίστα∙ για ένα βαλς

 
 
   

             Β΄ Δημοτικού

 
 

Περνάει περνάει το σχολικό

 

χάνεται μες στον κουρνιαχτό

 

ουρλιάζει χάνεται

   

Α΄ κοράκι:

«μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι

 

τα μαλλάκια της παγώνει»

   
 

Κόκκινο ψέμα η ζωγραφιά

 

γαλάζιο η μοναξιά των διαλειμμάτων

 

Κρύσταλλοι σωματικών εκκρίσεων

 

έκρηξη το κουδούνι

 

Η μπάλα επίμονη στους τοίχους...

   

Β΄ κοράκι:

«γαλάζια παντοφλάκια

 

κόκκινα παντοφλάκια άδεια»

   

Α΄ κοράκι:

«μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι

 

τα χεράκια της παγώνει»

   
 

Ορθογραφία: δεν παίρνουμε

 

τα πράγματα των άλλων

 

Μελέτη περιβάλλοντος: δεν κοιτάμε

 

από το παράθυρο

 

Σκέφτομαι και γράφω: δελτίο καιρού

   

Α΄ κοράκι:

«μαύρο χιόνι μαύρο χιόνι

 

την καρδούλα της παγώνει»

   
 

«Οχτώ και τρία! Ο χ τ ώ

κ α ι   τ ρ ί α ;

 

Ρωξάνη, μ’ ακούς;»

 

* * *

 

Μια φέτα καρπούζι

οι βροχούλες της άνοιξης…

 

Τα νοτισμένα ίχνη σου στην άσφαλτο

κλέβουν τροχοί τρελών αυτοκινήτων

 

Στο αναφιλητό των υαλοκαθαριστήρων

ξεπλένεται το ασύμπτωτο

 
 

 

* * *

 

Το μπλε πανωφόρι σου στη ράχη

της καρέκλας σιωπηλό

-περιτύλιγμα ακινησίας-

μοιάζει αναμονή

Η καλύπτρα χάσκει

σε ξύλινους ώμους πάνω

σ' ακούω να γελάς∙ σε κρύβει

 

Αύριο θα σ' το στείλω

με το ταχυδρομείο

 
 
 

Τοπίο

 

Ανάβουν οι λέξεις στις προκυμαίες

                                   της μνήμης

Ρυθμικό ροκάνισμα αόρατου

                  τρωκτικού

              αλλάζει το χώρο

                              Ριγούν

                    οι καθρέφτες

στα μάτια των τίγρεων

 

Να ερχόταν η άμπωτη...

 
 

Ύβρις

 

Κάποτε κοιτώντας τη σελήνη

αφουγκράζεσαι…

Στα βυθισμένα υπερωκεάνια

       των μεταστάντων

άθελά σου

ψηλαφώντας ίχνη

επινοείς collages

σε μέλλοντες τετελεσμένους

 

Πηλός και ασήμι

              Κάποτε

 
 

Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως λογοπεδικός. Σπούδασε ελληνική και γαλλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και λογοθεραπεία στο Πανεπιστήμιο VI (Pierre et Marie Curie) στο Παρίσι. Είναι διδάκτορας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ασχολείται με τις δυσκολίες του γραπτού λόγου παιδιών, εφήβων και ενηλίκων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου από τις εκδόσεις Μαλλιάρης- παιδεία, Θεσσαλονίκη 2006. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το βιβλίο της Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος, αποσπάσματα του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
© Γιολάντα Σακελλαρίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails