No14me, Παιχνίδι με τις λέξεις - Jenny Erpenbeck

Foto by No14me 

"Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουν αλλά να μη βλέπουν τίποτα; Προς τι τ' αυτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μές στο κεφάλι μου; Αυτά, εγκεφαλική έλικα, εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν' αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Ν' αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να το στρέψω πάνω της, ν' αποκόψω την ανάμνηση με την ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό."

Επικίνδυνο πράγμα οι λέξεις, δίνουν φωνή στο παρελθόν. Τότε παλιά, συνήθιζε να είναι ένα παιχνίδι ηχητικό, στένευαν οι συγγενείς τον κλοιό για να θαυμάσουν τον πρώτο σου συλλαβισμό, αγωνία για το αν θα ονομάσεις πρώτα εκείνον ή εκείνη, να χαρούν αντίστοιχα εκείνοι ή οι εκείνοι, αλλά να χαμογελάσουν όλοι, νικητές και ηττημένοι γύρω από το λάφυρο, κανείς με την καρδιά, μόνο το μυαλό να επεξεργάζεται δεδομένα.

 

Τότε, που δύο τεράστιες φιγούρες σε περιτριγύριζαν, περνούσαν χρόνο μαζί σου, ικανοποιούσαν τις ανάγκες σου, περιβάλλον ασφάλειας και προστασίας, ανάγνωση πρώτη, δίχως τις λέξεις. Τότε, δόθηκαν οι πρώτοι ορισμοί, δικαιώματα και υποχρεώσεις, το οικογενειακό δίκαιο, ο μικρόκοσμος που λειτουργούσε σχεδόν αποστειρωμένα.

 

Λεκτικές κραυγές με ακριβή σημασία, απαίτηση επίμονη μέχρι την εκπλήρωση, τριμερής κώδικας επικοινωνίας. Με τον καιρό έμειναν πίσω, αστεία ανάμνηση, πηγή ντροπής, στα λεξικά δεν υπάρχει χώρος για εκείνες, μοιάζουν με εκείνες τις άλλες, πραγματικές και γραμμένες στα κατάστιχα των φιλολόγων, όμως στο νέο κόσμο δε σημαίνουν τίποτα και ας αποτελούσαν κάποτε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας, το χτες δε χωρά στο σήμερα.

 

Τώρα που το σκέφτεσαι, ίσως - αν ήταν επιλογή τους - να σε κρατούσαν για πάντα στην οικιακή απομόνωση, κάτω από τη φτερούγα της μητρικής/πατρικής αγάπης και φροντίδας, σε περιβάλλον ελεγχόμενο, ίσως να το επιθυμούσες και εσύ. Μην προτρέχεις όμως, μόλις είπες τις πρώτες λέξεις.

Σου έδωσαν μολύβι και χαρτί, πριν συναντήσεις τη δασκάλα, σου φάνηκε διασκεδαστικό και ας έλειπαν τα χρώματα, τραβούσες γραμμές να δημιουργήσεις σχήματα δίχως να νοιάζεσαι για τα θεωρήματα της γεωμετρίας και τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης. Αυτά θα σου τα φόρτωναν αργότερα.

 

Και όπως οι συλλαβές και τα επιφωνήματα έγιναν λέξεις, έτσι και οι γραμμές μετατράπηκαν σε αριθμούς και γράμματα. Έδειξαν επιμονή στην καλλιγραφία, ότι και αν πεις να φαίνεται ωραίο, δε μπορείς να τους κατηγορήσεις για τίποτε, ήταν ξεκάθαροι από την αρχή.

 

Παύεις ξαφνικά να είσαι αποκλειστικά και μόνο παιδί του ή παιδί της, παίρνεις τη θέση που σου αναλογεί στο μεγάλο κόσμο, η ιστορία σου συναντά την Ιστορία, οι δικαιολογίες σώθηκαν, τώρα πια ξέρεις, η πολιτική ίσων αποστάσεων κανέναν δεν εξυπηρετεί, η αγάπη κανέναν δεν αθωώνει. Η απουσία πρόθεσης δεν αναιρεί το αποτέλεσμα, να το θυμάσαι αυτό.

 

Υπάρχει μία λέξη, ποτέ η ίδια αλλά πάντα μία, εμφανίζεται ξαφνικά, από το πουθενά, πίσω της ακολουθούν πλήθος άλλες, επίμονα έντομα που αναδύονται στην επιφάνεια, δεν είναι πια παιχνίδι, είναι η πραγματικότητα, η λεκτική επεξήγηση που ξεδιαλύνει τη θολή ανάμνηση και πετά την αθωότητα στο γκρεμό.

 

Τώρα έχεις τη Λέξη. Κλειδί που ανοίγει πόρτες, θα επιμείνεις ή θα βολευτείς άραγε στο πρώτο δωμάτιο που θα συναντήσεις, ευάερο και ευήλιο, με το δίπλωμα κρεμασμένο στον τοίχο να πιστοποιεί την προσπάθεια σου και να σε εφησυχάζει, εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι, σου ψιθυρίζει μια απαλή φωνή, χροιά καθησυχαστική, σε καλεί να βγάλεις τα παπούτσια και να αράξεις. Τα βράδια θα στριφογυρνάς στον ύπνο σου.

 

Η αφήγηση θα σε βρει, όσο χρόνο και αν χρειαστεί(ς). Η ανάγκη να πιάσεις το νήμα από την αρχή, να σε ακούσεις. Στην αρχή, το αίσθημα της αποκλειστικότητας θα σε παραλύσει, θα σε τυφλώσει, νοσταλγείς την άγνοια του χτες, το έδαφος σαθρό. Καθώς όμως τα μάτια συνηθίζουν στο φως του προβολέα, νιώθεις πως ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο, συντονισμός. Η αφήγησή απαιτεί να μεγαλώσει, να πλατύνει για να χωράει κάθε ανθρώπινη ιστορία, τη δική σου και των άλλων, την Ιστορία.

 

Τώρα μπορείς να θυμηθείς και να συγχωρήσεις, να γράψεις " Για τον πατέρα μου από καρδιάς" και να το εννοείς.

 

Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης

Εκδόσεις Ίνδικτος



Το παραπάνω κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ από το  blog No14me και αποτελεί κριτική για το βιβλίο της Τζέννυ Έρπενμπεκ Παιχνίδι με τις λέξεις, αποσπάσματα από το οποίο χρησιμοποιούνται στη θεατρική παράσταση Βρώμικες Λέξεις της θεατρικής ομάδας Difunta Correa.

Γιώργος Λίλλης, Berlin… ένα οδοιπορικό

  east side gallery in Berlin by Chris Wittwer

[Απόσπασμα]

 

[...]

 

Ιστορία μιας πόλης.

Πως τα γεγονότα αφομοιώνονται μέσα στο χρόνο.

 

Jean Marabini: «30 Ιανουαρίου 1933, 7 η ώρα το πρωί στη Frohenstrasse. Κανένα δέντρο, κανένα πάρκο για παιδιά, η βουή του μετρό, κάτι λεωφορεία στη σειρά, δίπλα στα γκρίζα σπίτια. Σε μιαν αυλή κορμοί ξεραμένων χριστουγεννιάτικων δέντρων. Ο Καρλ, εργάτης σε υποδηματοποιείο, σκύβει στο κρύο νερό του νεροχύτη. Άνεργος χωρίς επιδόματα, εκτιμά ότι μετά από είκοσι λεπτά γυμναστικής δικαιούται να καπνίσει ένα τσιγάρο Juno που το αγόρασε ένα Pfennig το κομμάτι. Δεν έχει πια κάρβουνο ν΄ ανάψει το μάτι, για να φτιάξει καφέ. Άλλοτε, όταν δούλευε, καθόταν κι έτρωγε διαβάζοντας την πρωινή του εφημερίδα του, πριν ξεκινήσει για το υποδηματοποιείο με το λεωφορείο 8. Μελαγχολικός, θυμάται την γυναίκα του, που πέθανε από φυματίωση. Για να ξεφύγει απ΄ αυτό το καταθλιπτικό κλίμα, βαδίζει γρήγορα προς τη Nollendorfplatz και τα «τμήματα εφόδου». Μαζί με τους συντρόφους της «φιλικής» παίρνει ένα μάρκο τη μέρα. Μιλούν για την παγκόσμια εβραϊκή συνομωσία και για τη Γαλλία, συνώνυμο του μπορντέλου. Μπαίνοντας στην αίθουσα συναθροίσεων ο Καρλ χαιρετά με το χέρι τεντωμένο το πορτραίτο του Führer. Η μαύρη σβάστικα, ο αγκυλωτός σταυρός, ξεχωρίζει πάνω στο λευκό και το κόκκινο των σημαιών».


Ιστορία μιας πόλης.

Ξεδιπλωμένη μες από τη ζωή των ανθρώπων που την έζησαν:

 

Grosz. 1937. Αναχωρεί μαζί με τη ντανταϊκή ραπτομηχανή του και κάτι σεντούκια γεμάτα με παλιά μάρκα υποτιμημένα δέκα χρόνια πριν. Συγγραφέας ενός βερολινέζικου «Σατυρικού», δίνει για τελευταία φορά τη διεύθυνση του σταθμού στον ταξιτζή. Αυτός τον αναγνωρίζει και ρωτά:

 

«Σε ποια χώρα πηγαίνουμε κύριε Grosz;»

 

«Εκεί που δεν βασιλεύει ο άνθρωπος με την καμπαρτίνα και το μικρό μουστάκι».

 

«Όμως θα φτάσει σύντομα παντού», μουρμουρίζει ο οδηγός.

 

Göring. 1939. Καταφέρεται ενάντια στο γιγάντιο κάψιμο των αντιγερμανικών βιβλίων που οργανώθηκε μια νύχτα του Μάη στην Operplatz. Οι φλόγες μετάλλασσαν σε στάχτη γνώση αιώνων. Τόσο εύκολα χάνεται ο πνευματικός πλούτος μιας χώρας, τόσο εύθραυστη η φωνή της άλλης όχθης, ένα παρανάλωμα, φώτιζε όλο το τετράγωνο μες στη νύχτα.

 

Speer. 1940. Σχέδιο για την πρωτεύουσα του σύμπαντος. Κοντά στην Braden-Burger-Tor θέλει να κατασκευάσει ένα κτίριο με θόλο ψηλότερο από αυτό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Μ΄ ένα μεγάλο αετό που θα κρατάει την υδρόγειο στα νύχια του. Λίγο πιο κάτω προβλέπεται μια κυκλική πλατεία με σιντριβάνια όπως των Βερσαλλιών. Η στήλη της Νίκης του 1870 μεταφέρεται από την πλατεία Δημοκρατίας στο Μεγάλο Άστρο του 1938. Κόβει τις σεβάσμιες φιλύρες της Unter den Linden, αναγείρει μαρμάρινες κολώνες διακοσμημένες με αετούς και εθνικοσοσιαλιστικά εμβλήματα. Διαπλαταίνει το Charlottenburger Chaussee και τοποθετεί μεγάλους προβολείς με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη φωτός. Εφτά χρόνια αργότερα: το Βερολίνο ισοπεδωμένο, καταστραμμένο ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς, έρμαιο της τύχης της έπαρσης του ηγέτη που το κυβέρνησε. Όταν οι Ρώσοι μπαίνουν στην ερειπωμένη πόλη, οι κάτοικοι ζουν κάτω από την γη και τρέφονται με πτώματα αλόγων. Ο Χίτλερ δεν είναι πια παρά ο μισητός βρικόλακας μιας νεκρής πρωτεύουσας. Είναι το τέλος της αυτοκρατορίας των 1000 ετών που ονειρευόταν.

 

Ulrike. 1961. Κρύβει τα βιβλία στο υπόγειο, κάτω από τον σκουριασμένο λέβητα. Ανεβαίνει στο δωμάτιο. Το τείχος χτίζεται ακριβώς απέναντι, της κρύβει τη θέα. Με σταυρωμένα χέρια, ανέκφραστη.

 

Hans. 1974. Το ρολόι χτυπά στις τέσσερις. Ντύνεται βιαστικά, έχει από χθες τοποθετήσει με προσοχή τα ρούχα του πάνω στην καρέκλα για να μη χάσει χρόνο, πλένεται, βάζει στην τσάντα του το θερμό με τον καφέ και δύο φέτες ψωμί με σαλάμι κι αναχωρεί με το ποδήλατο για την φάμπρικα. Είκοσι χρόνια, την ίδια ώρα, με τις ίδιες κινήσεις, στην ίδια διαδρομή.

 

Tina.1983. Η σελήνη φωτίζει τα νερά της λίμνης. Μεθυσμένη παραπατά, πέφτει στην άσφαλτο. Μια παρέα νεαρών φτάνουν κοντά της. Tης σχίζουν τα ρούχα, κάνουν ο ένας μετά τον άλλο έρωτα μαζί της. Ο τελευταίος, γύρω στα δεκαοχτώ, την βοηθά να πάρει ένα ταξί. Ξυπνά στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Γυμνή. Έχει ξημερώσει Κυριακή.

 

Thomas. 1990. Βιομήχανος, αγόρασε ένα μεγάλο οικόπεδο δίπλα στο φυλάκιο Τσάρλι. «Εδώ ακριβώς έγκειται η δική μου εκδίκηση. Ονειρεύομαι ένα οικοδομικό τετράγωνο από γυαλί, ένα εμπορικό κέντρο όπου ο καθένας θα βρίσκει εδώ ό,τι επιθυμεί. Πατώντας στο ίδιο χώμα του κομμουνιστικού εξανθρωπισμού, επιβάλλω την εμπειρία του καπιταλισμού». Ακολουθεί τον αρχιτέκτονα, φορώντας ακριβό κουστούμι. Πίσω του, αρχίζουν να χτίζονται οι πρώτες μεγάλες πολυκατοικίες.

 

Eva. 2001. Άνεργη, ζει δέκα χρόνια τώρα σ΄ ένα οικοδομικό τετράγωνο που φιλοξενεί χίλιες οικογένειες. Ήρθε από το Τσβικάου της ανατολικής Γερμανίας όταν ήταν δώδεκα χρόνων. Καθαρίζει σκάλες τα πρωινά. Ο τετράχρονος γιος της είναι η μόνη της συντροφιά. Ο φίλος της την παράτησε πριν δύο χρόνια. Επιβιώνει από την κοινωνική πρόνοια. Το διαμέρισμα, δυάρι, λιτό, ένα κρεβάτι, ένας σπασμένος καθρέφτης, μια ξεθωριασμένη ντουλάπα. Στο σαλόνι, τηλεόραση, ένας καναπές. Η κουζίνα δεν χωρά ούτε ένα μικρό τραπέζι. Το υπνοδωμάτιο δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Το μέλλον; Ποιος νοιάζεται για το μέλλον σ΄ ένα τόσο αδυσώπητο παρόν;

 

[...]

 

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το e-book  Γιώργος Λίλλης, Berlin ένα οδοιπορικό (magaz!ne, Οκτώβριος 2013). Ο Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974. Είναι μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος. Δείτε στη βιβλιοnet τα βιβλία του Γιώργου Λίλλη που κυκλοφορούν στα Ελληνικά.

Κατερίνα Γώγου, ΕΚΘΕΣΙΣ ΑΥΤΟΨΙΑΣ 2.11.75

Pasolini

 

 

«... το σώμα κείτονταν μπρούμυτα παράλληλα

ενωνόταν με το Βατικανό.

Το ένα χέρι του ματωμένο απλωμένο μούντζα στο ΚΚΙ

και τ' άλλο κραδαίνοντας τα γεννητικά του όργανα

στους ειδικούς της κουλτούρας.

Τα αίματα στα μαλλιά του βδέλλες

στα σκεπασμένα ομοφυλοφιλικά σύνδρομα

στους εις άπασαν την επικράτειαν άνδρας της γης.

Το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τα κάδρα

της τάξης που αρνήθηκε

μελανός εθελοντής του κουρελοπρολεταριάτου.

Τα δάχτυλα του χεριού τού αριστερού

σπασμένα απ' το σοσιαλιστικό ρεαλισμό

πεταμένα σε φωταγωγημένα σκουπίδια.

Το σαγόνι σπασμένο

με άπερκατ εργάτη συνδικαλιστή

επί μισθώσει τραμπούκου.

Τ’ αυτιά μισοφαγωμένα από τσογλαναρά που δεν είχε στύση.

Ο αυχένας σπασμένος αποκομμένος απ' το σώμα

πάνω στη βασική αρχή να λειτουργούνε χώρια.

Η μάνα παντού.

Αυτός ήταν ο θάνατος του κομουνιστή και ομοφυλόφιλου ΠΑΖΟΛΙΝΙ, που κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή καβάλα σ' ένα πενηνταράκι μηχανάκι έτρεχε να προλάβει να παίξουνε τα σινεμά στο Αιγάλεω, στο Λίβερπουλ και προπαντός στην Όστια, με κρατημένες επάνω του κουτιά από ταινίες και ρημαδογειτονιές.

Και το ριγέ σημαιάκι της ποίησης.

Αντίο.

 
 
 

Το παραπάνω ποίημα της Κατερίνας Γώγου περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή της «Το ξύλινο παλτό» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η αντιγραφή έγινε από την έβδομη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1985. O Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1975. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε το κείμενό του Ανάπτυξη και πρόοδος.



LinkWithin

Related Posts with Thumbnails