Thomas Mann, Τόνιο Κραίγκερ

Jean-Claude Brialy

[...]

 

Ο Τόνιο ο Κραίγκερ καθόταν στο Βορρά κι έγραψε στη Λισαβέτα Ιβάνοβνα, τη φίλη του, καθώς της το ’χε υποσχεθεί.

 

Αγαπητή Λισαβέτα εκεί κάτω στην Αρκαδία, όπου θα επιστρέψω σύντομα, έγραψε. Ορίστε λοιπόν κατιτί σαν επιστολή, αλλά μάλλον θα σας απογοητεύσει, διότι λέγω να την κρατήσω λίγο γενική. Όχι πως δεν θα είχα τίποτε να διηγηθώ, πως δεν βίωσα με το δικό μου τρόπο τούτο ή τ’ άλλο. Στο σπίτι μου, στη γενέτειρά μου, ήθελαν μάλιστα να με συλλάβουν… αλλά γι’ αυτό θα μάθετε προφορικά. Έχω τώρα ενίοτε ημέρες, στις οποίες προτιμώ να λέγω με τρόπο καλό κάτι γενικό, αντί να διηγούμαι ιστορίες.

 

Ενθυμείστε άραγε ακόμη, Λισαβέτα, που κάποτε με αποκαλέσατε αστό, απολωλότα αστό; Με αποκαλέσατε έτσι κάποια ώρα που εγώ, αποπλανημένος από άλλες εξομολογήσεις, που είχα πρωτύτερα αφήσει να μου ξεφύγουν, σας εξομολογήθηκα την αγάπη μου γι’ αυτό που εγώ αποκαλώ ‘ζωή’· κι αναρωτιέμαι εάν ξεύρατε πόσο πολύ εκφράζατε με τούτο την αλήθεια, πόσο πολύ είναι ένα και το αυτό η αστικότητά μου με την αγάπη μου για τη ‘ζωή’. Τούτο το ταξίδι μού έδωκε την αφορμή να το συλλογιστώ…

 

Ο πατέρας μου, ξεύρετε, ήταν βόρειας ιδιοσυγκρασίας: παρατηρητικός, εμβριθής, καθωσπρέπει από πουριτανισμό και με τάσεις μελαγχολίας· η μάνα μου απροσδιόριστα εξωτικού αίματος, ωραία, αισθαντική, αφελής, συγχρόνως αμελής και περιπαθής και κάπως παρορμητικά έκλυτη. Δίχως αμφιβολία καμιά ήταν τούτη μια μείξη, που εγκυμονούσε εξαίρετες δυνατότητες - κι εξαίρετους κινδύνους. Αυτό που προέκυψε ήταν το εξής: ένας αστός, που απωλέσθη στην τέχνη, ένας μποέμ με νοσταλγία για την καλή του την ανατροφή, ένας καλλιτέχνης με τύψεις συνειδήσεως. Διότι η αστική μου η συνείδηση είναι βέβαια που με κάμει να διακρίνω σε πάσα μία καλλιτεχνία, πάσα μία εξαιρετικότητα και πάσα μία ιδιοφυΐα κάτι βαθιά αμφίσημο, βαθιά κακόφημο, βαθιά αμφίβολο, που με πλημμυρίζει με τούτη την αγαπημένη αδυναμία για το απλοϊκό, καλοκάγαθο κι ευχάριστα φυσιολογικό, το ανιδιοφυές και ευυπόληπτο.

 

Στέκομαι ανάμεσα σε δυο κόσμους, δεν είμαι σε κανέναν στον τόπο μου και ως εκ τούτου δυσχεραίνομαι λίγο. Εσείς οι καλλιτέχνες με αποκαλείτε αστό, και οι αστοί ορέγονται να με συλλάβουν… δεν ξεύρω ποιο απ’ τα δυο πιότερο με πικραίνει. Οι αστοί είναι κουτοί· εσείς οι λάτρεις της ομορφιάς όμως, εσείς που με ονομάζετε φλεγματικό και δίχως αποθυμιά, θά ’πρεπε ν’ αναλογιστείτε πως υπάρχει κάποια καλλιτεχνία τόσο βαθιά, τόσο εξ αρχής κι από το πεπρωμένο, που καμιά αποθυμιά δεν της εμφανίζεται γλυκύτερη κι αξιότερη να την αισθανθεί από εκείνη για της συνήθειας τις ηδονές.

 

Θαυμάζω τους υπερήφανους και ψυχρούς, που δοκιμάζονται στις ατραπούς της μεγάλης, της δαιμονικής της ομορφιάς και περιφρονούν τον ‘άνθρωπο’ - αλλά δεν τους ζηλεύω. Διότι εάν είναι κατιτί σε θέση να κάμει έναν ποιητή από έναν λογοτέχνη, τότε είν’ τούτη η αστική η αγάπη μου για το ανθρώπινο, το ζωντανό και το συνηθισμένο. Άπασα η θερμότητα, άπασα η καλοσύνη, άπασα η κωμική διάθεση προέρχεται από τούτη, και σχεδόν μου φαίνεται σαν νά ’ναι ’κείνη η αγάπη η ίδια, για την οποία έχει γραφεί πως μπορεί κανείς να ομιλεί τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων κι όμως δίχως αυτήν είναι μονάχα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον.

 

Ό,τι έχω κάμει, δεν είναι τίποτε, δεν είν’ πολύ, σχεδόν τίποτε. Θα κάμω καλύτερα, Λισαβέτα, - τούτο είν’ υπόσχεση. Ενώ γράφω, φθάνει εδώ επάνω σ’ εμένα βουίζοντας το πέλαγος, κι εγώ κλείνω τα μάτια μου. Βλέπω έναν αγέννητο και σκιώδη κόσμο, που επιθυμεί να οργανωθεί και να διαμορφωθεί, βλέπω ένα πλήθος σκιών ανθρώπινων μορφών, που μου γνέφουν να τις μαγέψω και να τις απολυτρώσω: τραγικές και γελοίες και τέτοιες που είναι και τα δυο συγχρόνως, - και σε τούτες είμαι αφοσιωμένος πολύ. Αλλά η πιότερο βαθιά και κλεφτή μου αγάπη ανήκει στους ξανθούς και γαλανομάτηδες, τους ανοιχτόχρωμους ζωντανούς, τους ευτυχισμένους, τους αξιαγάπητους και συνηθισμένους.

 

Μην αμφισβητείτε τούτη την αγάπη, Λισαβέτα· είναι καλή και γόνιμη. Έχει μέσα της αποθυμιά και μελαγχολική ζήλια και τόση δα λίγη περιφρόνηση και μια μακαριότητα αγνή πολύ.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


ThomasMann Το παραπάνω απόσπασμα είναι το τελευταίο κεφάλαιο από τη νουβέλα του Τόμας Μανν Τόνιο Κραίγκερ (1903), η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Τόνιο Κραίγκερ - Ο Μάριο και ο Μάγος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Σύμφωνα με τον Φραντς Κάφκα "το καινούργιο του «Τόνιο Κραίγκερ» [...] έγκειται [...] στον λόγω ιδιοσυστασίας ωφέλιμο [...] έρωτα του αντιθέτου", όπως έγραψε σε ένα γράμμα προς τον φίλο του Μαξ Μπροντ, στον οποίο έδωσε να διαβάσει τη νουβέλα του Τόμας Μανν.  Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης το διήγημα του Τόμας Μανν Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή (1904) και ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1907 με τον τίτλο Στον καθρέπτη.

Γρηγόρης Σακαλής, Επιλογή

 Foto by Ehsan Namavar


Σε είδα μετά από χρόνια

πόσο σ’ άγγιξε ο χρόνος

δεν το περίμενα

άσπρα τα μαλλιά σου

και δεν σου αρέσουν οι μεταμφιέσεις

βεβιασμένο το χαμόγελο

μάτια κουρασμένα

αυτός ο Μαρκούζε

πολύ σε βασάνισε αγάπη μου

άξιζε άραγε τον κόπο

ή θα ήταν καλύτερα

ν’ αλήτευες

σε λίμνες και ποτάμια

σε ταξίδια στο Νεπάλ και το Κατμαντού

με μοτοσικλέτες ή ωτοστόπ

διάλεξες εσύ το δρόμο σου

κι εγώ κοιτούσα πάνω σου να βρω

κάτι απ’ αυτά που ήξερα.

 

Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Από τις εκδόσεις Πλανόδιον κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές Κίβδηλος Καιρός (2008) και Θαμμένος στην Άμμο (2010). Έχει συμμετάσχει στην ποιητική ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων Ποιητικός πυρήνας (2012). Η τελευταία του ποιητική συλλογή Πορεία στη γύμνια εκδόθηκε το 2013 από τη Bookstars.

Franz Kafka, [...σαν βροχερός καιρός...]


George-Daniel de Monfreid_Portrait de Victor Segalen_1909

 

Απορώ που δεν μου έγραψες τίποτε για τον Τόνιο Κραίγκερ. Αλλά λέγω με τον νου μου: «Ξέρει πόσο χαίρομαι όταν παίρνω γράμμα του και για τον Τόνιο Κραίγκερ πρέπει να πει κανείς κάτι. Προφανώς μου έχει λοιπόν γράψει αλλά υπάρχουν συμπτώσεις, μπόρες, σεισμοί, το γράμμα χάθηκε». Αμέσως μετά όμως θύμωσα μ’ αυτή τη σκέψη, αφού δεν είχα διάθεση να γράψω, και βρίζοντας που έπρεπε ν’ απαντήσω σ’ ένα άγραφο ίσως γράμμα, άρχισα να γράφω:

 

Όταν έλαβα το γράμμα σου, σκεπτόμουν μες στη σύγχυσή μου αν έπρεπε να ’ρθω σ’ εσένα ή να σου στείλω λουλούδια. Αλλά δεν έκαμα τίποτε απ’ τα δύο, εν μέρει από αμέλεια, εν μέρει επειδή φοβόμουν μην κάμω ανοησίες, αφού έχω χάσει λίγο τη σειρά μου κι είμαι θλιμμένος σαν βροχερός καιρός.

 

Να, όμως, που μου έκαμε καλό το γράμμα σου. Διότι όταν μου λέγει κανείς ένας είδος αλήθειας, εγώ το βρίσκω υπεροπτικό. Με διδάσκει μ’ αυτό, με υποβιβάζει, αναμένει εκ μέρους μου τον μόχθο κάποιας ανταπόδειξης, χωρίς όμως να κινδυνεύει ο ίδιος, αφού εκείνος μέλλει βέβαια να θεωρεί απρόσβλητη τη δική του την αλήθεια. Αλλά όσο ιεροτελεστικό, ασυλλόγιστο και συγκινητικό κι αν είναι, όταν καταλογίζει κανείς μία προκατάληψη σε κάποιον, είναι ακόμη πιο συγκινητικό, όταν την αιτιολογεί και μάλιστα όταν την αιτιολογεί με προκαταλήψεις πάλι.

 

Γράφεις ίσως και για την ομοιότητα με τη δική σου την ιστορία «Εκδρομή στο βαθύ κόκκινο». Κι εγώ σκεπτόμουν παλαιότερα μια τέτοια εκτεταμένη ομοιότητα, προτού διαβάσω τώρα τον «Τόνιο Κραίγκερ» πάλι. Διότι το καινούργιο του «Τόνιο Κραίγκερ» δεν έγκειται στην ανεύρεση τούτης της αντίθεσης (Δόξα τω Θεώ που δεν είμαι αναγκασμένος πια να πιστεύω σε τούτη την αντίθεση, είναι μια αποθαρρυντική αντίθεση) παρά στον λόγω ιδιοσυστασίας ωφέλιμο (ο ποιητής στην «Εκδρομή») έρωτα του αντιθέτου.

 

Αν λοιπόν αποδεχθώ ότι εσύ έχεις γράψει γι’ αυτές τις αντιθέσεις, δεν καταλαβαίνω γιατί το γράμμα σου στο σύνολό του είναι τόσο αναστατωμένο και πνευστιά. (Είναι πιθανό να το θυμάμαι απλώς και μόνο εγώ ότι έτσι ήσουν την Κυριακή το πρωί.) Σε παρακαλώ ηρέμησε λίγο

 

Ναι, ναι είναι καλό που κι αυτό το γράμμα θα χαθεί

 

Δικός σου Φραντς Κ.

 

Ύστερα από δυο ημέρες που έχω ξεμάθει.


 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Franz Kafka Το παραπάνω γράμμα απευθύνεται στον συγγραφέα Μαξ Μπροντ (1884-1968), φίλο του Φραντς Κάφκα (1883-1924), είναι γραμμένο το φθινόπωρο του 1904 και παρέμεινε ανεπίδοτο. Η νουβέλα του Τόμας Μανν (1875-1955) Τόνιο Κραίγκερ δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη Neue Rundschau [Νέα Επιθεώρηση] τον Φεβρουάριο του 1903, όπου και την πρωτοδιάβασε ο Φραντς Κάφκα,  και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στον τόμο Τριστάνος. Έξι νουβέλες που εκδόθηκε την ίδια χρονιά από τον εκδοτικό οίκο S. Fischer στο Βερολίνο.  Το φθινόπωρο του 1904 ο Μαξ Μπροντ ολοκλήρωσε τη νουβέλα, την οποία ο Κάφκα αναφέρει ως Εκδρομή στο βαθύ κόκκινο, και τη διάβασε στον ίδιο και τον  Όσκαρ Μπάουμ (1883-1941), στο σπίτι του δεύτερου. Έπειτα από αυτή τη συνάντηση, ο Φραντς Κάφκα έδωσε στον Μαξ Μπροντ να διαβάσει τον Τόνιο Κραίγκερ του Τόμας Μανν, τον οποίο εκτιμούσε ως συγγραφέα. Άλλωστε, τον Ιανουάριο του 1904 ο Κάφκα είχε ήδη μιλήσει στον Μπροντ και για το διήγημα του Τόμας Μανν Μια κάποια ευτυχία, η πρώτη πρότασή του οποίου τον είχε μαγέψει. Η νουβέλα του Μπροντ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1909 στο Βερολίνο από τον εκδοτικό οίκο Juncker, με τον τίτλο Erziehung zur Hetäre. Ausflüge ins Dunkelrote [Εκπαίδευση για εταίρα. Εκδρομές στο βαθύ κόκκινο]. Το παραπάνω γράμμα του Φραντς Κάφκα δημοσιεύεται για πρώτη φορά ολόκληρο στα Ελληνικά. Ένα μικρό απόσπασμα του έχει συμπεριληφθεί ως σημείωση στο βιβλίο του Nicholas Murray Κάφκα. Η παραπάνω μετάφραση ολόκληρου του γράμματος έμενε ξεχασμένη στον υπολογιστή του μεταφραστή από το 2005 και βρέθηκε τυχαία χάρη σε μια πρόσκληση από την Ομάδα βιβλίου του Πόρτο Ράφτη για συζήτηση με αφορμή τη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα.

Αυγή Μελέτη (Regina Bou), Μεταμεσονύχτια μπισκότα

Foto by Michal Zacharzewski


Κάθε βράδυ περιμένω μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας. Βλέπει στον δρόμο. Είναι ένα παράθυρο που παρακολουθεί όλη την κίνηση της οδού Έλδων και είναι τόσο χαμηλό ώστε πολλοί άνθρωποι το χαϊδεύουν άθελά τους όταν στέκονται εκεί για λίγο, φτιάχνοντας το παπούτσι τους ή μιλώντας στο κινητό τους. Είμαι μισή ώρα εδώ και ακόμη δεν έχει περάσει. Μισή ώρα καθυστέρηση. Αισθάνομαι νευρική. Συνήθως δεν αργεί. Το ρολόι με την πράσινη κουκουβάγια μωρό δείχνει δύο και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Αν περάσει λίγη ακόμη ώρα θα πρέπει να κλάψω. Όποιος νομίζει ότι είναι εύκολο, μπορεί μόνο να το νομίζει. Οι άνθρωποι πολλά νομίζουν αλλά λίγα δοκιμάζουν. Εγώ δοκιμάζω πολλά. Δε φοβάμαι εύκολα αλλά πιστεύω πως δεν έχω και πολύ μυαλό. Ο συνδυασμός αυτός δε με ενοχλεί όσο ενοχλεί τη Λωένια αλλά δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι τι θέλει η Λωένια. Καλά θα έκανε να είχε βρει κάποιον και να είχε ξεκουμπιστεί από το σπίτι μου. Η Λωένια καταλαμβάνει το χώρο μου και τρώει την ψυχή μου. Ψάχνω με τα μάτια μου μες στο σκοτάδι και τραβώ το σκαμπώ μου πιο κοντά στο παράθυρο. Είμαι κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες. Κανείς δεν μπορεί να με δει, όχι ότι κυκλοφορεί και κανένας τέτοια ώρα, αλλά εγώ μπορώ να δω πολύ καλά τα πάντα καθώς η κουρτίνα έχει λεπτή πλέξη σε τετραγωνάκια, σαν επιτραπέζιο παιχνίδι. Θα μπορούσα να περιμένω όλο το βράδυ εδώ, όμως νοιώθω κουρασμένη. Δεν υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα έξω. Το αυτοκίνητο του γιατρού είναι παρκαρισμένο απέναντι από την πόρτα μου. Ένα μεγάλο τζιπ με δερμάτινα καθίσματα και ηλιοροφή. Όταν με είχε βγάλει έξω για φαγητό έσκισα κατά λάθος το δέρμα της καρέκλας με την καρφίτσα της ζώνης μου. Είχε χλωμιάσει αλλά κατάφερε να χαμογελάσει ευγενικά και να μου πει πως δεν πειράζει, να μην ανησυχώ, σιγά το πράγμα. Αλλά δεν ξαναβγήκαμε μαζί. Ήταν ένα ήσυχο βράδυ, στο εστιατόριο κοιτούσαμε σιωπηλοί ο ένας τον άλλον. Ήμουν πιο σιωπηλή από εκείνον και αυτό τον εξουθένωσε. Μου μίλησε για τη θεραπεία μου και μου εξήγησε σε πόσο καλό σημείο βρισκόμουν πια και πόσο χαρούμενος ήταν για μένα. Μου εξήγησε πως δε βγάζει όλους τους ασθενείς του για φαγητό αλλά πως εμένα με συμπαθούσε ίσως λίγο παραπάνω από τους άλλους. Ήμουν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω Αρκάτη; Τον είχα κοιτάξει αμίλητη και συνέχισα να τρώω το φαγητό μου. Γέμισα το στόμα μου με μια μεγάλη μπουκιά μοσχαράκι μανιτάρια με σος Γούρστερ και όταν κατάπια του είπα: « Η γεύση είναι θεϊκή. Μου αρέσει πολύ το μοσχαράκι μαγειρεμένο έτσι». Ήταν από τις μεγαλύτερες φράσεις μου εκείνο το βράδυ.

 

Ένας θόρυβος μόλις ακούστηκε από τον επάνω όροφο. Κάτι έπεσε πάνω στο πάτωμα και είμαι σίγουρη πως ήταν το ραβδί της Κλου. Τη λέω Κλου γιατί μου θυμίζει ένα κουκλάκι που είχα μικρή. Ένα σατανικό κουκλάκι μέσα στο οποίο πίστευα ότι κατοικούσε ο ίδιος ο διάβολος ή κάποιο κακό πνεύμα. Η Κλου είναι κομψή και ευγενική. Φοράει πάντα πανάκριβα καπέλα και μοντέρνες εσάρπες με διάφορες παραστάσεις, σε μια από αυτές υπήρχε σκιτσαρισμένο το σύμπλεγμα δυο γυμνών αντρών. Τα πόδια του ενός μπλέκονταν με τα πόδια του άλλου και τα κεφάλια τους ακουμπούσαν σε μια συνομωτική στάση σαν ο ένας να ψιθύριζε κάτι στο αυτί του άλλου. Το είχα κοιτάξει με μεγάλη προσήλωση όταν το είχα πρωτοδεί και η Κλου είχε ξεσπάσει σε γέλια : « Μα τω Θεώ χρυσό μου, δεν έχεις ξαναδεί γυμνό άντρα;» Και μετά έσκυψε προς το μέρος μου μουρμουρίζοντας μια αισχρή λέξη που με είχε ταράξει. Η Κλου όταν δεν την ακούει κανείς βρίζει με τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Εφευρίσκει καινούριες βρισιές ή εμπλουτίζει τις παλιές και το κάνει με τον φυσικότερο τρόπο. Πολλές φορές τα απογεύματα, όταν οι επισκέψεις της σταματούν, την ακούω να λέει διάφορες βωμολοχίες με τον ίδιο τρόπο που σου λέει «Καλημέρα χρυσό μου». Απευθύνεται στις ηλεκτρικές συσκευές της, στους τοίχους, στα πορσελάνινα διακοσμητικά, στα καπέλα της και στα σταχτοδοχεία. Ως και στον εαυτό της. «Κλου είσαι μεγάλη πόρνη» «Κλου τον παίρνεις» «Κλου γαμήσου» λέει στο ειδωλό της καθώς βάζει κραγιόν στον καθρέφτη. Όταν της πέφτει το μπαστούνι την ακούω να αγκομαχά καθώς σκύβει να το πιάσει. Η Κλου κουτσαίνει από το αριστερό της πόδι, δεν ξέρω αν γεννήθηκε έτσι ή αν το έπαθε από κάποια ασθένεια και δεν την έχω ρωτήσει, δε με ενδιαφέρει και πολύ. Έχει την ηλικία που θα είχε η γιαγιά μου αν ζούσε. Αρχαία.

 

Πρέπει να περιμένω για λίγο ακόμη. Είμαι σίγουρη πως θα περάσει κι ας έχει καθυστερήσει. Πάντα περνάει. Αν ήταν καλοκαίρι θα άνοιγα το παράθυρο και αυτό θα έκανε την προσμονή ευκολότερη. Μπορεί να έχει μπλέξει σε κάποιον καυγά ή να έχει ξεχαστεί ψάχνοντας για φαγητό. Δεν είναι πάντα εύκολο εκεί έξω. Σήμερα του έχω κρατήσει δύο μεγάλα μπισκότα. Με γεύση και σχήμα κοτόπουλου. Τρελαίνομαι να βλέπω πόσο ευχαριστιέται όταν με βλέπει πίσω από το παράθυρο. Η Λεώνια πιστεύει πως δεν έχω θεραπευθεί και πως ο γιατρός του ρετιρέ δεν έκανε απολύτως τίποτα, είναι ένας γιατρός άχρηστος, ήθελε μόνο να κοιμηθεί μαζί μου. Μια μέρα της είπα πως δε χρειάζομαι καμία θεραπεία, πως είμαι καλύτερα από ό,τι εκείνη αλλά θύμωσε τόσο πολύ που με χτύπησε με ένα βιβλίο στο πρόσωπο. Και δε μου μιλούσε για ένα μήνα. Και παρόλο που δεν τη συμπαθώ καθόλου, άρχισε να μου λείπει. Τη Λεώνια τη βλέπω μόνο εγώ. Αυτό ξέχασα να το πω. Η Κλου μια μέρα που κατέβαζα τα σκουπίδια μου ψιθύρισε στο αυτί πως η Λεώνια είναι μια βρωμιάρα που μόνο οι γάτοι γυρίζουν να την κοιτάξουν κι αυτό μόνο και μόνο επειδή τους ταϊζει. Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Όλγα, η φοιτήτρια χημείας του τέταρτου. «Καλημέρα Όλγα, ω σε ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου, είναι Hermes το αγόρασα πριν 2 χρόνια στο Παρίσι, να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στη μαμά σου, είσαι χάρμα οφθαλμών σήμερα, καλημέρα αγάπη μου καλημέρα!». «Γεια σου Κλου σε ευχαριστώ» είπε η Όλγα και αγνοώντας με βγήκε έξω με μικρά χοροπηδηχτά βηματάκια. Η Όλγα με κάνει να ντρέπομαι. Όταν τη βλέπω αισθάνομαι άσχημη και άχαρη παρόλο που ο γιατρός λέει πως είμαι πραγματική οπτασία. Είναι πάντα νέα, πάντα χαρούμενη, πάντα ντυμένη με τα πιο όμορφα ρούχα. Και έχει το σωστό ύφος που μια τέτοια κοπέλα θα έπρεπε να έχει. Συγκαταβατική απλότητα. Προς όλους. Μόνο εγώ φαίνεται πως την εξαγριώνω. Δε μου μιλάει ποτέ. Η Λεώνια είναι βέβαιη πως η Όλγα θέλει να κοιμηθεί με τον γιατρό αλλά αυτός για κάποιον ανεξήγητο λόγο δε θέλει. Η αμηχανία μου όταν τη βλέπω λειτουργεί για αυτήν σαν κόκκινο πανί. «Όλγα» τη ρώτησα μια μέρα «δε με συμπαθείς;» «Άντε γαμήσου τρελλάρα» ήταν το μόνο που μου είπε. Από τότε την αποφεύγω και η ντροπή μου απέναντί της έχει μεγαλώσει.

 

Τακτοποιώ καλύτερα τα μπισκότα στο πιατάκι. Τα έχω βάλει αντικριστά. Δυο κοτοπουλάκια που κοιτούν το ένα το άλλο. Με διασκεδάζει να τα βλέπω. Ψωνίζω μπισκότα μια φορά την εβδομάδα. Διαφορετική γεύση κάθε φορά. Κοτόπουλο, Μοσχάρι, χοιρινό, ψάρι. Τα αγαπημένα του είναι τα τελευταία αλλά αυτή η εβδομάδα ήταν η εβδομάδα του κοτόπουλου. Στο πατρικό μου σπίτι τρώγαμε κοτόπουλο κάθε Πέμπτη. Κοτόπουλο στη σχάρα με τηγανητές πατάτες, κοτόπουλο στην κατσαρόλα με λαζάνια, κοτόπουλο με κρέμα γάλακτος, κοτόπουλο με κάρυ και σταφίδες, κοτόπουλο στο φούρνο με ζωμό μπύρας. Παίρνω το κουτί πάνω από το τραπεζάκι και το μυρίζω. Όπως πάντα μια πολύ έντονη μυρωδιά σα λιωμένα σκουπίδια μου χτυπά τη μύτη. Αηδιαστική για μένα. Βάζω το χέρι μου μέσα και παίρνω ένα. Το κόβω σιγά με τα δόντια μου και το μασάω αργά. Δε θα ήταν τόσο άσχημο αν δεν είχε αυτή τη μυρωδιά.


Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται δύο ακόμα διηγήματα της Αυγής Μελέτη (με το ψευδώνυμο Regina Bou):  Η κοιλιά και Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα. Πληροφορίες για τη συγγραφέα βρίσκετε εδώ.


LinkWithin

Related Posts with Thumbnails