Thomas Mann, Τόνιο Κραίγκερ

Jean-Claude Brialy

[...]

 

Ο Τόνιο ο Κραίγκερ καθόταν στο Βορρά κι έγραψε στη Λισαβέτα Ιβάνοβνα, τη φίλη του, καθώς της το ’χε υποσχεθεί.

 

Αγαπητή Λισαβέτα εκεί κάτω στην Αρκαδία, όπου θα επιστρέψω σύντομα, έγραψε. Ορίστε λοιπόν κατιτί σαν επιστολή, αλλά μάλλον θα σας απογοητεύσει, διότι λέγω να την κρατήσω λίγο γενική. Όχι πως δεν θα είχα τίποτε να διηγηθώ, πως δεν βίωσα με το δικό μου τρόπο τούτο ή τ’ άλλο. Στο σπίτι μου, στη γενέτειρά μου, ήθελαν μάλιστα να με συλλάβουν… αλλά γι’ αυτό θα μάθετε προφορικά. Έχω τώρα ενίοτε ημέρες, στις οποίες προτιμώ να λέγω με τρόπο καλό κάτι γενικό, αντί να διηγούμαι ιστορίες.

 

Ενθυμείστε άραγε ακόμη, Λισαβέτα, που κάποτε με αποκαλέσατε αστό, απολωλότα αστό; Με αποκαλέσατε έτσι κάποια ώρα που εγώ, αποπλανημένος από άλλες εξομολογήσεις, που είχα πρωτύτερα αφήσει να μου ξεφύγουν, σας εξομολογήθηκα την αγάπη μου γι’ αυτό που εγώ αποκαλώ ‘ζωή’· κι αναρωτιέμαι εάν ξεύρατε πόσο πολύ εκφράζατε με τούτο την αλήθεια, πόσο πολύ είναι ένα και το αυτό η αστικότητά μου με την αγάπη μου για τη ‘ζωή’. Τούτο το ταξίδι μού έδωκε την αφορμή να το συλλογιστώ…

 

Ο πατέρας μου, ξεύρετε, ήταν βόρειας ιδιοσυγκρασίας: παρατηρητικός, εμβριθής, καθωσπρέπει από πουριτανισμό και με τάσεις μελαγχολίας· η μάνα μου απροσδιόριστα εξωτικού αίματος, ωραία, αισθαντική, αφελής, συγχρόνως αμελής και περιπαθής και κάπως παρορμητικά έκλυτη. Δίχως αμφιβολία καμιά ήταν τούτη μια μείξη, που εγκυμονούσε εξαίρετες δυνατότητες - κι εξαίρετους κινδύνους. Αυτό που προέκυψε ήταν το εξής: ένας αστός, που απωλέσθη στην τέχνη, ένας μποέμ με νοσταλγία για την καλή του την ανατροφή, ένας καλλιτέχνης με τύψεις συνειδήσεως. Διότι η αστική μου η συνείδηση είναι βέβαια που με κάμει να διακρίνω σε πάσα μία καλλιτεχνία, πάσα μία εξαιρετικότητα και πάσα μία ιδιοφυΐα κάτι βαθιά αμφίσημο, βαθιά κακόφημο, βαθιά αμφίβολο, που με πλημμυρίζει με τούτη την αγαπημένη αδυναμία για το απλοϊκό, καλοκάγαθο κι ευχάριστα φυσιολογικό, το ανιδιοφυές και ευυπόληπτο.

 

Στέκομαι ανάμεσα σε δυο κόσμους, δεν είμαι σε κανέναν στον τόπο μου και ως εκ τούτου δυσχεραίνομαι λίγο. Εσείς οι καλλιτέχνες με αποκαλείτε αστό, και οι αστοί ορέγονται να με συλλάβουν… δεν ξεύρω ποιο απ’ τα δυο πιότερο με πικραίνει. Οι αστοί είναι κουτοί· εσείς οι λάτρεις της ομορφιάς όμως, εσείς που με ονομάζετε φλεγματικό και δίχως αποθυμιά, θά ’πρεπε ν’ αναλογιστείτε πως υπάρχει κάποια καλλιτεχνία τόσο βαθιά, τόσο εξ αρχής κι από το πεπρωμένο, που καμιά αποθυμιά δεν της εμφανίζεται γλυκύτερη κι αξιότερη να την αισθανθεί από εκείνη για της συνήθειας τις ηδονές.

 

Θαυμάζω τους υπερήφανους και ψυχρούς, που δοκιμάζονται στις ατραπούς της μεγάλης, της δαιμονικής της ομορφιάς και περιφρονούν τον ‘άνθρωπο’ - αλλά δεν τους ζηλεύω. Διότι εάν είναι κατιτί σε θέση να κάμει έναν ποιητή από έναν λογοτέχνη, τότε είν’ τούτη η αστική η αγάπη μου για το ανθρώπινο, το ζωντανό και το συνηθισμένο. Άπασα η θερμότητα, άπασα η καλοσύνη, άπασα η κωμική διάθεση προέρχεται από τούτη, και σχεδόν μου φαίνεται σαν νά ’ναι ’κείνη η αγάπη η ίδια, για την οποία έχει γραφεί πως μπορεί κανείς να ομιλεί τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων κι όμως δίχως αυτήν είναι μονάχα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον.

 

Ό,τι έχω κάμει, δεν είναι τίποτε, δεν είν’ πολύ, σχεδόν τίποτε. Θα κάμω καλύτερα, Λισαβέτα, - τούτο είν’ υπόσχεση. Ενώ γράφω, φθάνει εδώ επάνω σ’ εμένα βουίζοντας το πέλαγος, κι εγώ κλείνω τα μάτια μου. Βλέπω έναν αγέννητο και σκιώδη κόσμο, που επιθυμεί να οργανωθεί και να διαμορφωθεί, βλέπω ένα πλήθος σκιών ανθρώπινων μορφών, που μου γνέφουν να τις μαγέψω και να τις απολυτρώσω: τραγικές και γελοίες και τέτοιες που είναι και τα δυο συγχρόνως, - και σε τούτες είμαι αφοσιωμένος πολύ. Αλλά η πιότερο βαθιά και κλεφτή μου αγάπη ανήκει στους ξανθούς και γαλανομάτηδες, τους ανοιχτόχρωμους ζωντανούς, τους ευτυχισμένους, τους αξιαγάπητους και συνηθισμένους.

 

Μην αμφισβητείτε τούτη την αγάπη, Λισαβέτα· είναι καλή και γόνιμη. Έχει μέσα της αποθυμιά και μελαγχολική ζήλια και τόση δα λίγη περιφρόνηση και μια μακαριότητα αγνή πολύ.


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης


ThomasMann Το παραπάνω απόσπασμα είναι το τελευταίο κεφάλαιο από τη νουβέλα του Τόμας Μανν Τόνιο Κραίγκερ (1903), η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Τόνιο Κραίγκερ - Ο Μάριο και ο Μάγος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος. Σύμφωνα με τον Φραντς Κάφκα "το καινούργιο του «Τόνιο Κραίγκερ» [...] έγκειται [...] στον λόγω ιδιοσυστασίας ωφέλιμο [...] έρωτα του αντιθέτου", όπως έγραψε σε ένα γράμμα προς τον φίλο του Μαξ Μπροντ, στον οποίο έδωσε να διαβάσει τη νουβέλα του Τόμας Μανν.  Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύεται επίσης το διήγημα του Τόμας Μανν Μια κάποια ευτυχία. Σπουδή (1904) και ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1907 με τον τίτλο Στον καθρέπτη.