Ο νεολογισμός που εμφανίστηκε στη γερμανική γλώσσα μετά την πτώση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας και την ένωσή της με τη μητέρα Γερμανία, η περιβόητη, παρεξηγημένη και ως έναν βαθμό υποτιμητική «Ostalgie» («Ost»= «Ανατολή», «ανατολικός», πρβλ. «Ostblock», «Ostdeutschland», «Ostberlin»), είναι ένα γλωσσικό απομεινάρι της γερμανικής «Nostalgie» που έχασε το αρχικό της Ν· ουσιαστικά όμως είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο σχηματισμός της: μία καρατομημένη νοσταλγία, για να εκφράζει τον ψυχικό πόνο που γεννά ο αδύνατος πλέον γυρισμός σε μια πατρίδα που μπορεί γεωγραφικά να διευρύνθηκε ρίχνοντας τα τείχη της, αλλά ψυχολογικά ισοπεδώθηκε.
Ίσως είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί η χώρα που εμείς αποκαλούσαμε στα Ελληνικά «Ανατολική Γερμανία» –ή «Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας» κατ’ αναλογία με την «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας»– για τους πολίτες της χώρας εκείνης ονομαζόταν «Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία». Ίσως επίσης δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να αισθανθούμε, γιατί όταν η Δυτικογερμανίδα δημοσιογράφος ρωτά την Τζέννυ Έρπενμπεκ αν είναι γέννημα-θρέμμα Ανατολικοβερολινέζα, η συγγραφέας απαντά: «Θα έλεγα μάλλον από το Βερολίνο της Γ.Λ.Δ.».
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας δεν αρνείται απλώς ευγενικά να αποδεχθεί τους όρους που έχει επιβάλει στην καθημερινή γλώσσα η ισχυρή Δυτική Γερμανία, αλλά μοιάζει περισσότερο να πασχίζει να διατηρήσει την ψυχολογική υπόστασή της, την παιδική, εφηβική και νεανική της ηλικία, αρνούμενη να αποδεχθεί χάριν του διαλόγου τον ετεροπροσδιορισμό και μία ψευδή ταυτότητα που δεν είχε ποτέ.
Στα δεκατέσσερά της χρόνια η Τζέννυ Έρπενμπεκ άκουσε από τη γιαγιά της, τη μυθιστοριογράφο Hedda Zinner, την παράξενη ιστορία κάποιας θαυμάστριά της, που ήταν τρόφιμος σε ένα ίδρυμα για παιδιά στη Δρέσδη. Η Hedda Zinner γνώρισε από κοντά το νεαρό κορίτσι και στη συνέχεια αλληλογραφούσε μαζί του, συμβουλεύοντάς το στα προβλήματά του, ενώ είχε ζητήσει και από μία εγγονή της που έμενε επίσης στη Δρέσδη να επισκέπτεται το κορίτσι και να του κρατά συντροφιά. Όταν κάποτε το κορίτσι χρειάστηκε να υποβληθεί σε κάποια εγχείρηση, η δημοφιλής συγγραφέας της Γ.Λ.Δ. φρόντισε να βρεθεί ένας καλός γιατρός. Το κορίτσι όντως εγχειρίστηκε, αλλά όταν η ηλικιωμένη συγγραφέας το επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, προς μεγάλη της έκπληξη πληροφορήθηκε από τον γιατρό ότι από κάποιες εξετάσεις που έγιναν στο κορίτσι αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να ήταν δεκατεσσάρων, όπως ισχυριζόταν, αλλά τουλάχιστον τριάντα χρόνων. Η ηλικιωμένη συγγραφέας απογοητεύθηκε πάρα πολύ από το «ψέμα» του κοριτσιού που δεν ήταν κορίτσι και διέκοψε κάθε επαφή μαζί του. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία κλινική περίπτωση ψυχοπαθολογίας, απλώς η τριαντάχρονη γυναίκα, που είχε επιστρέψει στην εφηβική της ηλικία, είχε καταφέρει να πείσει εκτός από τον εαυτό της και πολλούς άλλους.
Το 1995, έξι χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έναν χρόνο πριν από τον θάνατο της Hedda Zinner, η 28χρονη σκηνοθέτις όπερας και μουσικού θεάτρου Τζέννυ Έρπενμπεκ αποφάσισε να ασχοληθεί συγγραφικά με την ιστορία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της. Θέλοντας ωστόσο να ερευνήσει τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι έφηβοι μαθητές με μία ενήλικη γυναίκα που δηλώνει και θεωρείται συνομήλική τους, αλλά και να μάθει η ίδια «πόσο δύσκολο είναι να απεκδυθεί κανείς την ιστορία του σαν πανωφόρι, και τι βάρος έχει το να ξεχνάς», θα έρθει σε συνεννόηση με τη διευθύντρια και με κάποιους από τους καθηγητές του Γυμνασίου Λέσσινγκ – στο Βένντινγκ του πρώην Δυτικού Βερολίνου– και θα επιστρέψει για έναν μήνα στα θρανία ως 17χρονη μαθήτρια.
Η δική της Ιστορία του γερασμένου παιδιού εκδόθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1999, τη χρονιά δηλαδή που συμπληρώνονταν δέκα χρόνια από την πτώση του Τείχους, και έγινε δεκτή με διθυραμβικές κριτικές, ενώ δικαιολογημένα κάποιοι μίλησαν για παραβολή, ισχυρισμό τον οποίο ενισχύει και η απουσία του οριστικού άρθρου πριν από τη λέξη Ιστορία στον τίτλο του βιβλίου. Άλλωστε η συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει κάποια στοιχεία που ενισχύουν την πολιτική διάσταση της νουβέλας. Ο συγγραφέας που εξετάζεται στο μάθημα της γλώσσας είναι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και συγκεκριμένα το θεατρικό έργο του Ο κύριος Πουντίλα και ο δούλος του ο Μάττι· η ταινία που προβάλλεται στο ίδρυμα δεν είναι άλλη από την ταινία Soy Cuba (Είμαι η Κούβα) του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζωφ που πραγματεύεται την επανάσταση στην Κούβα· ένα καλλιτεχνικό πάντρεμα που μοιραία συνδυάζει εκ των πραγμάτων πια την πρώτη και την τελευταία εναπομείνασα χώρα του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η πόλη όπου βρίσκεται το ίδρυμα δεν είναι άλλη από τη Δρέσδη, την οποία ισοπέδωσαν οι Σύμμαχοι με τους βομβαρδισμούς του Φεβρουαρίου του 1945. Η αλλόκοτη, σκληρή και μελαγχολική Ιστορία του γερασμένου παιδιού μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως Ιστορία της Γ.Λ.Δ. και ως μία απάντηση στην καρατομημένη νοσταλγία που επινόησαν οι Δυτικοθρεμμένοι ειδικοί και η βιομηχανία του μάρκετινγκ.
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ μοιάζει να υπερασπίζεται πεισματικά τη γοητεία του τερατώδους, δεν ωραιοποιεί το παρελθόν, αλλά ούτε το αποποιείται, το απογυμνώνει, του κατεβάζει το «συλλογικό βρακί» και το καταθέτει ως προσωπική εμπειρία, ως βιωμένο παρελθόν, ως μία καταδικασμένη εκ των προτέρων αντίσταση, που πέρα από την πρώτη ανάγνωσή της αντιστέκεται σ’ αυτό ακριβώς που φαίνεται να ιστορεί: τη λήθη.