Jenny Erpenbeck, και η ευχή θα εκπληρωθεί
Νύχτα ακόμα έρχεται η φίλη μου με δαγκωμένα τα μπράτσα σπίτι, τα μαλλιά ανακατεμένα, γεμάτα φύλλα, χαμογελάει, τότε βλέπω ότι έχει χώμα ανάμεσα στα δόντια, σαν παπαρούνα. Πέρασα μέσ’ απ’ το πάρκο, λέει, και λάμπουνε τα μάτια της πού ’ναι σαν κουκουβάγιας. Τον ήξερες;, ρωτάω. Όχι, λέει, η σοφή, τώρα όμως τον ξέρω. Με είπε σάρκα του. Ωραία, λέω εγώ. Βλέπεις, λέει, γι’ αυτό μ’ αρέσει νά ’μαι μαζί σου, επειδή δεν με κατακρίνεις. Σε μελετάω, λέω εγώ, πώς να σε κατακρίνω; Με μελετάς;, ρωτάει και κουνάει το κεφάλι της πού ’ναι όλο φύλλα, με μελετάς; Εμένα;, επαναλαμβάνει ρωτώντας, ενώ δείχνει τον εαυτό της, ακριβώς, λέω εγώ, και τραβάω τον δείχτη της, που είναι ελαφρά γυριστός προς τα πάνω και βρόμικος. Είμαι ας πούμε η μελετητής της σάρκας, λέω εγώ και περνάω με τη γλώσσα μου το δάχτυλό της, μέχρι να καθαρίσει. Η μελετητής της σάρκας, επαναλαμβάνει εκείνη, καλό είναι αυτό, έτσι;, ρωτάει, μα βέβαια, λέω εγώ, ενώ αρχίζω να μαζεύω τα φύλλα απ’ τα μαλλιά της, το χώμα κριτσανίζει στο στόμα μου. Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό, λέει. Το ξέρω, της απαντάω, αν έπρεπε, δεν θα το ’κανα. Ξέρεις, λέει, θά ’θελα να τον καλέσω εδώ μια φορά. Τότε να σας αφήσω μόνους σας, λέω εγώ. Όχι, όχι, κουνάει το κεφάλι, πρέπει να είσαι κι εσύ. Τι εννοείς, ρωτάω, ενώ βλέπω κιόλας τα δάκρυά της ν’ ανακατεύονται με μια χρυσή αχτίνα μέχρι που γίνονται αγνώριστα. Θά ’θελα να σου το κάνω δώρο, λέει, επειδή μου φέρνεις τύχη. Θά ’θελες να μου το κάνεις δώρο; Για τη μελέτη σου, λέει, κι ένα χαμόγελο απλώνεται στο μαρμάρινο πρόσωπό της, ύστερα φτύνει στο μπράτσο της και σκουπίζει το αίμα. Αλλά εκείνος δεν κάνει να το καταλάβει, λέει, πρέπει να μείνει μεταξύ μας.
Λίγες μέρες μετά δανείζεται το γούνινο παλτό μου, και τα παπούτσια, και τη φούστα; Φυσικά, λέω εγώ, και της τα δίνω όλα. Στέκεται πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζεται, χωρίς να κινείται, ύστερα βάζει μια σκάλα στο πατάρι πάνω απ’ την πόρτα της κουζίνας και με σπρώχνει εκεί πάνω. Έχει μια τρύπα στην ταπετσαρία, λέει, στον πίσω τοίχο.
Όταν η πόρτα κλείνει, αρχίζει η αναμονή. Αφουγκράζομαι. Ακούω απ’ το διαμέρισμα δίπλα τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Σαν μέσα σε τάφο είμαι ξαπλωμένη, σαν κάτω από τη γη, γυρίζω, εξερευνώ το μαύρο νησί μου στα τέσσερα, βρίσκω την τρύπα στην ταπετσαρία και κοιτάζω από πάνω το σιωπηλό δωμάτιο κάτω, που από καιρό σε καιρό φωτίζεται από προβολείς που χάσανε τον δρόμο τους. Ξαπλώνω και περιμένω. Τα χαράματα ακούω τη φίλη μου που γυρίζει σπίτι, δεν μιλάει, γουργουρίζει, απ’ αυτό καταλαβαίνω ότι ο άντρας πρέπει νά ’ναι μαζί της, εκείνον δεν τον ακούω. Σέρνομαι προς τα πίσω και κοιτάζω από την τρύπα, ακριβώς απέναντί μου είναι το κρεβάτι, η φίλη μου πηγαίνει και κάθεται στο κρεβάτι, ο άντρας μένει όρθιος και την κοιτάζει. Είναι όρθιος μες στο δωμάτιο σαν ακόντιο, λεπτός και ψηλός. Το πρόσωπό του δεν μπορώ να το δω. Η φούστα παραείναι κοντή για τα πόδια σου, λέει εκείνος. Μου τη δάνεισε η φίλη μου, λέει εκείνη. Καθόλου καλή η ιδέα της φίλης σου, λέει εκείνος. Πόσω χρονών είσαι αλήθεια, ρωτάει εκείνος. Τριάντα, λέει εκείνη. Τριάντα, επαναλαμβάνει εκείνος, πολύ μεγάλη ζωή για μια τόσο κοντή φούστα, λέει εκείνος και τραβάει προς το μέρος του μια άσπρη πλαστική καρέκλα, έτσι που τώρα, όταν κάθεται, μπορεί να παρατηρεί με την ησυχία του τη φίλη μου. Εγώ τον βλέπω μόνο από πίσω. Η φωνή του κάποιες φορές σπάει και χάνεται, ενώ μιλάει, λες κι είναι γέρικη κιόλας, αλλά ο τρόπος που κινείται δείχνει ότι δεν είναι μεγάλος άντρας. Ήθελα νά ’ξερα, λέει, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, γιατί ανέβηκα στο δωμάτιο μ’ ένα τριαντάχρονο κομμάτι κρέας. Εγώ ξέρω γιατί, λέει η φίλη μου και του χαμογελάει, σηκώνεται κι αρχίζει να γδύνεται. Βγάζει το παλτό μου και τα παπούτσια μου και τη φούστα μου, τα ρίχνει όλα κάτω, τώρα φαίνεται ο επίπεδος πισινός της, που με κάθε κίνηση τρέμει σαν κεφάλι γριάς, τελικά ξεφλουδίζεται και βγαίνει μέσα από ένα στενό ριγέ μπλουζάκι, κι ο άντρας λέει βρομάς, τότε εκείνη γελάει και πηγαίνει και κάθεται καβάλα στα πόδια του, έλα, λέει, έλα, και τον φιλάει, κι εκείνος ξεφεύγει απ’ τα φιλιά, την κρατάει σε απόσταση απ’ το λαρύγγι, την κοιτάζει κατά πρόσωπο και λέει με γέρικη φωνή: Μια βρόμα είσαι, μια αηδιαστική μικρή βρόμα, τότε εκείνη καταφέρνει ν’ απελευθερωθεί απ’ τη λαβή, πέφτει πάλι πάνω στο πρόσωπό του, τον ρουφάει γερά, αυτό γίνεται για κάποιο χρόνο έτσι, μέχρι που ο άντρας ξαφνικά τη σπρώχνει από πάνω του κι εκείνη πέφτει στο πάτωμα. Και όταν εκείνη πάει να σηκώσει το κεφάλι, εκείνος πετάγεται πάνω, κατεβάζει το φερμουάρ του και τότε τον βλέπω να χρυσώνει το πρόσωπο της φίλης μου με την αχτίνα που χύνεται κάνοντας ένα ψηλό τόξο από εκείνον σ’ εκείνη σαν από σιντριβάνι. Η φίλη μου μένει στο πάτωμα, τυφλωμένη απ’ τη βροχή, μέχρι να περάσει. Ο άντρας ανεβάζει το φερμουάρ του, ύστερα βγαίνει από το κάδρο και ακούω την πόρτα να κλείνει. Σέρνομαι από το δωματιάκι μου να βγω και κατεβαίνω. Η φίλη μου κάθεται ακόμα στο πάτωμα, μ’ ένα χαμόγελο σαν καρπός μέσα στα φύλλα του, κι όταν εγώ σκύβω προς το μέρος της, ανοίγει τα μάτια, στα βλέφαρά της ακόμα η δροσιά του πρωινού, και μου λέει: Αυτή είν’ η αγάπη. Ήθελα να το δεις.
Αυτή είν’ η αγάπη;, ρωτάω.
Ναι, λέει εκείνη.
Είσαι ευτυχισμένη;, τη ρωτάω.
Πολύ, πολύ ευτυχισμένη είμαι, λέει εκείνη.
Κι ύστερα πάει να σηκωθεί, αλλά επειδή τα πόδια της είναι ακόμα πιασμένα απ’ το πολύωρο γονάτισμα, της τσακίζουνε, πέφτει σχεδόν κάτω, την τελευταία στιγμή κρατιέται από την άκρη του τραπεζιού και σηκώνεται.
Περνάει μια βδομάδα, που η φίλη μου προσπαθεί να κάνει μπούκλες. Οι μπούκλες δεν κρατάνε, τα μαλλιά της είναι πολύ μαλακά. Η μάνα μου πάντα έλεγε ότι τα μαλλιά μου δεν έχουνε χαρακτήρα, ακριβώς όπως κι εγώ, λέει η φίλη μου. Θα ξανάρθει, θα δεις, λέω στη φίλη μου. Τότε εκείνη αρχίζει, με το πέτρινο πρόσωπο πλαισιωμένο από τα ρόλεϋ, να κλαίει.
Όταν το επόμενο βράδυ χτυπάει το κουδούνι εκείνος, είμαι μόνη μου στο σπίτι. Ανοίγω την πόρτα, λεπτός και ψηλός στέκεται εκείνος απ’ έξω, τώρα μπορώ να δω το πρόσωπό του, είναι γεμάτο λεκέδες σαν το πρόσωπο κάποιου βρέφους που γεννήθηκε πρόωρα, με γέρικη φωνή με χαιρετάει. Η φίλη μου δεν είν’ εδώ, λέω εγώ, αλλά ευχαρίστως μπορείς να περάσεις και να την περιμένεις. Ναι, ευχαριστώ, λέει εκείνος, ευχαριστώ, κι εγώ βλέπω ένα ναυαγισμένο χαμόγελο να σώνεται πάνω στα λεπτά του χείλη, ευχαριστώ. Η αρχή της περιπέτειας κάποιου Ροβινσόνα, σκέφτομαι, και κάνω στο πλάι, για να μπορέσει να μπει μέσα. Κλείνω την πόρτα πίσω του και πάω μπροστά. Κάθισε, λέω και βάζω το χέρι στην πλάτη της άσπρης πλαστικής καρέκλας. Η χειρονομία αυτή στηρίζεται, σαν το χέρι πάνω στην πλάτη τής καρέκλας, στη γνώση που έχω για τις προτιμήσεις του άντρα. Ο άντρας πλησιάζει διστακτικά, απ’ αυτό καταλαβαίνω ότι θυμάται. Αλλάζω πλευρά, για να δώσω χώρο στην ανάμνησή του, και πηγαίνω και κάθομαι στο κρεβάτι, σαν να μην ξέρω αυτό που ξέρω, με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, τα μπούτια μου καλυμμένα απ’ την κοντή μου φούστα.
Δεν ήξερα ότι μένει και κάποιος άλλος εδώ, λέει ο άντρας, ενώ το βλέμμα του πέφτει πάνω στη φούστα μου.
Η φίλη μου είναι πολύ γενναιόδωρη, λέω εγώ.
Ναι, είναι, λέει ο άντρας και η φωνή του σπάει και χάνεται.
Είμαστε σαν αδελφές.
Ναι, λέει εκείνος και με κοιτάζει μέχρι τον βυθό των ματιών μου, αλλά μπορεί και δεν μπορεί να καταλάβει τι κρύβω. Δεν είναι μόνο η φωνή του, και το βλέμμα του είναι γέρικο, βλέπω, κι ύστερα τον βλέπω να γλιστράει απ’ την καρέκλα κάτω και να πέφτει στα γόνατα μπροστά μου.
Τι πάει να πει τώρα αυτό;, ρωτάω εγώ. Δεν μου δίνει καμία απάντηση, με κοιτάζει μόνο και κουνάει το κεφάλι.
Τι πάει να πει αυτό;, ξαναρωτάω εγώ. Αυτό είναι λέει το μοναδικό που νιώθει νά ’χει ανάγκη τώρα, όταν με κοιτάει: την ανάγκη να πέσει στα γόνατα μπροστά μου, απαντάει, και μένει σιωπηλός στο πάτωμα.
Σηκώνομαι πάνω και προσπαθώ να τον τραβήξω απ’ τους αγκώνες πάνω. Δεν τα καταφέρνω. Τι δυνατή που είσαι, λέει, γονατιστός στο πάτωμα ακόμα. Σήκω πάνω, λέω εγώ, σε παρακαλώ.
Επιθυμείς να σηκωθώ;
Ναι.
Ωραία, λέει, και πηγαίνει και κάθεται στην καρέκλα πάλι.
Εσένα περίμενα, λέει.
Εγώ νομίζω ότι θέλεις να επισκεφτείς τη φίλη μου, λέω εγώ.
Αχ, λέει, με το ναυαγισμένο χαμόγελο στα χείλη πάλι, και γλιστράει για δεύτερη φορά απ’ την καρέκλα.
Αρκετά πια, λέω εγώ.
Εκείνος κουνάει το κεφάλι, σαν να ξέρει καλύτερα, αλλά τελικά συνέρχεται, όταν βλέπει ότι αποδοκιμάζω αυτό που κάνει, και πηγαίνει και κάθεται με ταπεινοφροσύνη στην καρέκλα πάλι. Ταπεινά λέει: Θα μ’ αγαπήσεις. Δεν το ξέρεις ακόμα, αλλά θα μ’ αγαπήσεις.
Για ποιο λόγο;, λέω εγώ.
Γιατί εγώ θα έκανα τα πάντα για σένα.
Θα αγαπούσες και τη φίλη μου, αν το θέλω;
Ναι, θα το έκανα, λέει εκείνος, και ένας λυγμός διαπερνάει καλπάζοντας το κορμί του. Τότε γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά, εγώ δείχνω την πόρτα, και το κορμί του άντρα πράγματι σηκώνεται, γυρτό κάτω απ’ το φορτίο της υπακοής, για να υποδεχτεί τη φίλη μου, αλλά το βλέμμα τό ’χει ακόμα καρφωμένο πάνω μου, μέχρι που η πόρτα κλείνει, τότε μόνο γυρίζει σ’ εκείνη, και τότε βλέπω για πρώτη φορά το πέτρινο λευκό τού προσώπου της να ζεσταίνεται. Καλησπέρα, λέει ο άντρας, με το κορμί σκεβρωμένο σαν μαραμένο φύλλο, και της απλώνει και τα δυο χέρια. Καλησπέρα, λέει η φίλη μου, με τα μαλλιά στο κεφάλι της νά ’χουνε χάσει τις μπούκλες τους προ πολλού, το μπουφάν κοντό και λιωμένο, το παντελόνι να της πέφτει, λες και το βαραίνουν εργαλεία, και ανασαίνει τόσο βαθιά που το βλέπεις. Παίρνει τα χέρια του, πού ’χουνε μια κερένια λάμψη, και τα βάζει για μια στιγμή γύρω απ’ τη μέση της.
Δεν μού ’χει ξανατύχει κάτι τέτοιο, λέει, όταν ο άντρας έχει φύγει πια. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εκείνη κάτω, στο στρώμα της από κουβέρτες.
Τι;, ρωτάω εγώ.
Να έρθει κάποιος για επίσκεψη, για να μιλήσει. Πέφτει σιωπή, πού και πού φωτίζεται από κάποιον χαμένο προβολέα. Είναι επειδή είσαι μαζί μου.
Τι;
Που εκπληρώνεται ό,τι εύχομαι.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Με το διήγημα «και η ευχή θα εκπληρωθεί» η Τζέννυ Έρπενμπεκ (γεννημένη το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας) απέσπασε το Φεβρουάριο του 2006 το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό του ιδρύματος “kunst:raum Sylt Quelle” για νέους γερμανόφωνους συγγραφείς με θέμα «Οι καρδιές αυτομολούν». Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορούν τα βιβλία της Ιστορία του γερασμένου παιδιού, Σκύβαλα και Παιχνίδι με τις λέξεις.
© Logotexnia21 + Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis
Else Lasker-Schüler, Πέντε ποιήματα
Ένα παλιό χαλί θιβετιανό |
Η ψυχή σου, με τη δική μου ερωτευμένη, |
είναι μαζί της στο θιβετιανό χαλί πλεγμένη. |
Αχτίδα την αχτίδα, χρώματα που αγαπηθήκαν, |
άστρα στις άκρες τ’ ουρανού κατακτηθήκαν. |
Τα πόδια αναπαύουμε πάνω στον θησαυρό, |
μπρος τους απλώνουν κόμποι αμέτρητοι σε αριθμό. |
Γλυκέ του Λάμα γιε, στον θρόνο σου μόσχο που ευωδιάζει, |
πόσο καιρό το στόμα σου, στο στόμα μου φωλιάζει, |
πόσους πολύχρωμους καιρούς το σώμα σου εμένα αγκαλιάζει; |
Χάος |
Τ’ άστρα δραπετεύουν, φοβισμένα και χλομά, |
απ’ τον ουρανό της μοναξιάς μου, |
και το μαύρο μάτι του μεσονυχτίου |
ρίχνει την επίμονη ματιά του όλο και πιο κοντά. |
Τον εαυτό μου δεν μπορώ να ξαναβρώ |
μέσα σε τούτη τη θανάσιμη ερημιά! |
Νιώθω από ’μένα να κείμαι κόσμους μακριά |
ανάμεσα μια γκρίζα νύχτα φόβου αρχέγονου… |
Θα ’θελα, ένας πόνος να ξυπνήσει |
κι απάνθρωπα να με γκρεμίσει |
κι αιφνίδια από μένα να μ’ αρπάξει! |
Και μια ηδονή δημιουργική |
πάλι πίσω στην πατρίδα να με φέρει |
κάτω απ’ το στήθος το μητρικό. |
Στη μάνα γη μου δεν υπάρχει ούτε ψυχή, |
τα ρόδα δεν ανθίζουν πια εκεί |
μέσα στη ζεστή πνοή. – |
…Θα ’θελα έναν ακριβαγαπημένο να ’χα, |
και να κρυβόμουνα βαθιά μες στη δική του σάρκα. |
Προσευχή |
Παντού αναζητώ να βρω μια πόλη |
που να ’χει άγγελο μπροστά στην πύλη |
τα τσακισμένα του πελώρια φτερά |
στους ώμους κουβαλώ με δυσκολία |
και τ’ άστρο του στο μέτωπο σφραγίδα. |
Πάντα πορεύομαι μες στο σκοτάδι… |
Στον κόσμο αυτόν εγώ έφερ’ αγάπη – |
για να μπορεί κάθε καρδιά ν’ ανθίζει γαλανή |
με κόπο παραφύλαξα ολόκληρη ζωή, |
τύλιξα σ’ αύρα θεϊκή τη σκοτεινή πνοή. |
Θεέ, μες στον μανδύα σου γερά εμένα σφίξε∙ |
το ξέρω, είμαι το λείψανο μες στην κρυστάλλινη σφαίρα, |
κι όταν ο τελευταίος άνθρωπος τον κόσμο λησμονήσει |
έξω απ’ την παντοδυναμία ξανά δεν θα μ’ αφήσεις |
και θα με περιβάλλει μια γεώσφαιρα καινή. |
Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα! |
Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα! |
Ύστερα θα κλαις εσύ για μένα. |
Αιματόχροες οξιές ανασκαλεύουν |
πολεμικά τα όνειρά μου. |
Μέσ’ από βάτους ζοφερούς |
πρέπει να διαβώ |
και μέσ’ από νερά και τάφρους. |
Συνέχεια κύμα τραχύ χτυπά |
απάνω στην καρδιά μου· |
εσώτερος εχθρός. |
Αχ τον κόσμο τούτο ν’ άφηνα! |
Αλλά και μακριά απ’ αυτόν |
εγώ θα τριγυρνώ, ένα τρεμάμενο φως, |
γύρω απ’ τον τάφο του Θεού. |
Αποχαιρετισμός |
Μα δεν ήρθες ποτέ με το βράδυ – |
καθόμουν μες στων άστρων τον μανδύα. |
…Κάθε που άκουγα στην πόρτα μου έναν χτύπο, |
ήταν η ίδια μου η καρδιά. |
Τώρα είναι κρεμασμένη πάνω από κάθε πόρτα, |
και τη δική σου ακόμα· |
Ρόδο φωτιάς που σβήνει ανάμεσα σε φτέρες |
μες σε γιρλάντα καστανή. |
Τον ουρανό για σένα σε χρώμα μούρων έβαψα |
με της καρδιάς μου το αίμα. |
Μα δεν ήρθες ποτέ με το βράδυ – |
…στεκόμουν σε παπούτσια χρυσά. |
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη |
«Ο Μαύρος Κύκνος του Ισραήλ» (Πέτερ Χίλλε), «Ψαλμωδός της γερμανικής αβανγκάρντ» (Βάλτερ Μέρινγκ) και «η μεγαλύτερη ποιήτρια που είχε ποτέ η Γερμανία» (Γκότφριντ Μπεν) είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στη Γερμανοεβραία ποιήτρια Έλζε Λάσκερ – Σούλερ.
Γεννήθηκε το 1869 στο Έλμπερφελντ της δυτικής Γερμανίας και πέθανε το 1945 στην Ιερουσαλήμ. Από το 1894 έως το 1899 ήταν παντρεμένη με τον γιατρό Μπέρτχολτ Λάσκερ και από το 1903 έως το 1912 με τον κριτικό και εκδότη του περιοδικού Der Sturm Χέρβαρτ Βάλντεν. Η μεσοαστική νοοτροπία που χαρακτήριζε τον πρώτο της γάμο δεν την ικανοποιούσε καθόλου και δεν άργησε να ασπαστεί τον μποέμ τρόπο ζωής, τον οποίο και ακολούθησε έως το τέλος της ζωής της. Έζησε στο Βερολίνο από το 1894 έως το 1933 κι εκεί, μέσα στα βερολινέζικα καφέ, τα οποία αποτελούσαν τη Μέκκα των καλλιτεχνικών ανταλλαγών και της έμπνευσης, γνώρισε πολλούς από τους μεγάλους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες της περιόδου, όπως τον Γκέοργκ Τρακλ, τον Φραντς Μαρκ, τον Καρλ Κράους, τον ζωγράφο Όσκαρ Κοκόσκα και άλλους. Το 1933 δέχεται επίθεση από μια ομάδα ναζί και, χωρίς καν να περάσει απ’ το σπίτι της, παίρνει το πρώτο τραίνο για Ζυρίχη κι εγκαταλείπει τη Γερμανία για πάντα. Από την Ελβετία επισκέπτεται τρεις φορές την Παλαιστίνη και στο τρίτο της ταξίδι εγκαθίσταται στην Ιερουσαλήμ, καθώς οι αρχές δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει στη Ζυρίχη.
Η Έλζε Λάσκερ – Σούλερ, αυτή η αλχημίστρια της γλώσσας που, όπως έλεγε, «χρύσωνε» τις λέξεις, αυτή που γράφοντας ποιήματα και κάνοντας σκίτσα, ανακάλυπτε εκ νέου τον εαυτό της, αυτή που άλλοτε ήταν ο Πρίγκιπας Γιουσούφ της Θήβας, άλλοτε η Πριγκίπισσα Τίνο απ’ τη Βαγδάτη κι άλλοτε μικρό αστέρι και μεγάλος κομήτης, έχει χρησιμοποιήσει τα παρακάτω λόγια για να περιγράψει τον εαυτό της:
«Στο Έλμπερφελντ στον Βούπερ γεννημένη, με τη σκέψη μου στον ουρανό, είμαι υπεύθυνη για την πόλη της Θήβας και είμαι ο πρίγκιπάς της Γιουσούφ. Δεν είμαι δεκαεπτά ετών ούτε και εβδομήντα, δεν έχω ώρα ούτε χρόνο. Τα βιβλία μου έτσι τριγυρνούν και μια μέρα θα πνιγούν στη θάλασσα. Χρήματα έχω άλλοτε πάρα πολλά και άλλοτε καθόλου. Παλιότερα μερικές φορές δεν το πίστευα, τώρα όμως το ξέρω· είμαι η Έλζε Λάσκερ-Σούλερ – δυστυχώς».
Αντιπροσωπευτικά Έργα:
Στυγξ (1902), Οι νύχτες της Τίνο απ’ τη Βαγδάτη (1907), Τα θαύματά μου (1911), Η καρδιά μου (1912), Εβραϊκές Μπαλάντες (1912), Ο Πρίγκιπας της Θήβας (1914), Άρτουρ Αρόνυμους. Η ιστορία του πατέρα μου. (1932), Η Γη των Εβραίων (1937), Το γαλάζιο μου πιάνο (1943).
Το Σεπτέμβριο του 2008 θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη σε μετάφραση Εύης Μαυρομμάτη η ποιητική συλλογή της Έλζε Λάσκερ - Σούλερ "Εβραϊκές Μπαλάντες".
© Logotexnia 21 + Εύη Μαυρομμάτη
Mario Wirz, Επίκληση αγγέλου
Δεν υπήρχε τίποτα, αλλά κάτι πρέπει να υπήρχε. Ίσως κάτι που μόνο οι μεγάλοι μπορούσαν να το δουν. Κάτι που δεν ήταν ορατό στα μάτια των παιδιών.
Όταν η μητέρα κοίταζε έτσι, ήταν μια άλλη. Κάρφωνε το βλέμμα της στα πιάτα που μόλις είχε βάλει στο τραπέζι, λες και δεν είχε ξαναδεί τα σχέδια με τα λουλούδια. Κι όμως κάθε μέρα τα ίδια πιάτα ήταν. Λες κι έπεφτε μʼ ανοιχτά τα μάτια σʼ έναν ύπνο βαθύ.
Το παιδί ήξερε ότι η μητέρα δεν κοιμόταν, αλλά δεν ήταν και ξύπνια. Ήταν εκεί και έλειπε. Στην κουζίνα και κάπου αλλού. Άσπρο σαν το χιόνι στα βουνά, που πήγαιναν κάθε χρόνο, ήταν το πρόσωπό της, και τα χέρια της ήτανε κρύα και δεν έδιναν καμία απάντηση. Το αόρατο είχε μαγέψει τη μητέρα. Καμία ερώτηση δεν την έφτανε, καμία χειραψία, καμία λέξη. Μια ξένη γυναίκα στεκόταν εκεί στην κουζίνα κι έμοιαζε με τη μητέρα, όμως το παιδί δεν ξεγελιόταν. Η άγνωστη έμοιαζε πιο ωραία και πιο νέα. Ίσως καθόταν κανένα ξωτικό μέσα στο πιάτο ή κανένας νάνος. Το παιδί έπρεπε να σκαρφαλώσει στην καρέκλα για να δει, κι αν όμως κρυβόταν κάτι κακό μέσα στο πιάτο;
Στη μητέρα δεν μπορούσε να βασιστεί τώρα πια. Δεν ήταν εκεί και δεν μπορούσε να βοηθήσει. Καλύτερα ήταν να κάνει ησυχία, να μην βγάζει τσιμουδιά, και να περιμένει, μέχρι να περάσουν όλα. Μέχρι να λιώσει το χιόνι στο πρόσωπο της ξένης και να ξαναγίνουν τα χέρια της ζεστά και σίγουρα.
Μπορούσε να συμβεί πάντοτε και παντού. Καμιά φορά συνέβαινε σε κάποιον περίπατο στο πάρκο. Ταΐζανε τις πάπιες, αν κι απαγορευόταν, και ξαφνικά έπεφτε ο ουρανός μες στο νερό, κι όλα ήταν σκοτεινά και τρομακτικά. Κι οι πάπιες δεν έμοιαζαν γλυκούλες πια. Εκεί που πριν στεκόταν η μητέρα με το γέλιο της, τώρα στεκόταν η άλλη και σώπαινε και κοίταζε κάτι που δεν υπήρχε. Η ξένη είχε κλέψει το γέλιο και το παλτό της μητέρας. Το παιδί ήξερε ότι ύστερα από λίγο θα τα έδινε εκείνη από μόνη της όλα πίσω. Όταν κρατούσε πάρα πολύ, το παιδί καλούσε τον άγγελο που κανένας ενήλικας δεν μπορούσε να δει. Εκείνος φρόντιζε να μεταμορφωθεί και πάλι η άγνωστη στη μητέρα και να γίνουν όλα όπως έπρεπε να είναι.
Ο ουρανός ήταν και πάλι στη θέση του, κι οι πάπιες ήταν γλυκούλες κι αχόρταγες και κάθονταν να τις ταΐζουν. Η μητέρα άνοιγε τα κουμπιά του παλτού της, επειδή δεν έκανε πια κρύο, κι ήτανε το παλτό της και το γέλιο της. Το παιδί έβαζε το χέρι του στο χέρι της, κι όλα ήταν καλά.
Στην κουζίνα τώρα είχε μια διαφορετική ησυχία από άλλες φορές. Ακόμα κι η βρύση δεν τολμούσε να στάξει. Βουβές ήταν οι κατσαρόλες πάνω στο πετρογκάζ και περίμεναν. Τα πάντα περίμεναν την επιστροφή της μητέρας. Τα σνίτσελ, που ήταν ήδη στο ψυγείο. Το στραβό αγγούρι που έπρεπε να καθαριστεί. Το παιδί προσπάθησε να μετρήσει τις πατάτες στη γαβάθα, αλλά ήταν πάρα πολλές. Πιο εύκολο ήταν με τις μπανάνες και τα πορτοκάλια στη φρουτιέρα. Τρεις μπανάνες και δύο πορτοκάλια. Αυτό δεν ήταν δύσκολο. Αν μοιραζότανε μετά ένα πορτοκάλι και μία μπανάνα με τη μητέρα, θα περίσσευαν δύο μπανάνες και ένα πορτοκάλι για τον πατέρα. Ο πατέρας ήταν ένας γίγαντας, και μεγάλη ήταν κι η πείνα του. Εκείνος έπαιρνε το πιο μεγάλο κομμάτι κρέας και τις πιο πολλές πατάτες. Ο πατέρας ήταν αυστηρός, και η φωνή του ήταν βροντερή σαν αεροπλάνο, μέχρι που αρχίζανε να τρέμουν όλα τα φλιτζάνια στο ντουλάπι. Αλλά πάντοτε ήταν ο πατέρας. Τα μάτια του, τα χέρια του.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
Ο Μάριο Βιρτς γεννήθηκε το 1956 στο Μάρμπουργκ και μεγάλωσε στο Φράνκενμπεργκ. Σπούδασε υποκριτική στο Βερολίνο, όπου και εργάστηκε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός θεάτρου από το 1988. Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων: Και τʼ όνειρο μπερδεύει τα μαλλιά σου. Νυχτερινά ποιήματα (1982), Είναι αργά, δεν μπορώ νʼ αναπνεύσω. Νυχτερινό αφήγημα (1992), Καλώ τους λύκους (ποιήματα, 1993), Βιογραφία μίας ζωντανής ημέρας (1994), Η καρδιά των ωρών αυτών (ποιήματα, 1997), Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας (διηγήματα, 1999), Επτά ζωές έχει η εβδομάδα (ποιήματα, 2003), Θύελλα πριν τη σιωπή (ποιήματα, 2006). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα Ελληνικά στα περιοδικά Το Δέντρο, τ. 145-146,και Antivirus κατά του ιού της βίας, τ. 22, ενώ το διήγημά του «Επίκληση αγγέλου» από τη συλλογή διηγημάτων Εναγκαλισμοί στο τέλος της νύχτας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα Ελληνικά στο περιοδικό Ίνδικτος, τ. 21.
© Logotexnia 21 + Mario Wirz + Alexandros Kypriotis
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)