Terézia Mora, Όλες τις μέρες




[Αποσπάσματα]
 
Αυτά που λέω είναι σπαρακτικές ή/και παράξενες ιστορίες. Πράγματα ακραία και αλλόκοτα. Τραγωδίες, φάρσες, αληθινές τραγωδίες. Παιδικός, ανθρώπινος, ζωικός πόνος. Αληθινή συγκίνηση, παρωδούμενος συναισθηματισμός, σκεπτικιστική και ειλικρινής πίστη. Καταστροφές εννοείται. Φυσικές και άλλες. Και ιδιαιτέρως: θαύματα. Όσον αφορά αυτά, η ζήτηση είναι πάντα τεράστια. Αγοράζουμε θαύματα από παντού. Ή μάλλον απλώς τα παίρνουμε. Τα θαύματα υπάρχουν για όλους μας. Όχι άδικα ονομαζόμαστε η εποχή των θαυμάτων. Εκείνοι έχουν τους μάρτυρες, κι εμείς έχουμε τα θαύματα. Καταλαβαίνετε. –
Οι λατινικές χώρες είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρες. Παλιά καλή Βαβυλώνα. Και φυσικά η Τρανσυλβανία. Τα Βαλκάνια και τα λοιπά. Κατέχετε πράγματι όλες αυτές τις γλώσσες; Και τις δέκα;
 
Κάποιος που μοιάζει με το Χριστό χωρίς γένια δεν μπορεί να είναι ψεύτης, έτσι δεν είναι; Ή με το Ρασπούτιν. Ο Ρασπούτιν είναι καλύτερος. Πίσω απ’ την πλάτη σας θα σας λέω έτσι, σύμφωνοι; Τι νέα απ’ το Ρασπούτιν; Εξάλλου δεν έχει σημασία, είπε ο άντρας, ένας συντάκτης, όταν τον είδε για πρώτη και τελευταία φορά. Δεν έχω πρόβλημα να λέτε ψέματα ή/και να τα επινοείτε. Αρκεί να ’ναι καλά. Με καταλαβαίνετε; –
 
Καλά, καλά, καλά. Πολύ καλά. Εξάλλου τα ψέματα δεν είναι καθόλου αναγκαία. Η ζωή είναι γεμάτη φοβερές συμπτώσεις και αμέτρητα γεγονότα. Καταλαβαίνετε.
 
[…]
 
Έρχεται, είπε εκείνος που έβαλαν να φυλάει σκοπιά, και κατέβηκε κουτρουβαλώντας τις σκάλες. Όλοι πήραν τις θέσεις τους, δηλαδή έμειναν εκεί που ήταν, άρχισαν να μιμούνται τους πότες, δηλαδή τους εαυτούς τους. Η Μίρα ήρθε, διέσχισε το χώρο, κατέβασε το πόμολο της τουαλέτας. Άλλος.
 
Κοίταξε γύρω της: ένας χώρος μόνο, μικροσκοπικός, μες στο σκοτάδι τα ποτήρια και οι άντρες, ακίνητοι, τα σώματά τους να λαμπυρίζουν, σαν κέρινες κούκλες, να ’χουν παγώσει, καθώς έπιναν, σε διάφορες, αν και αρκετά όμοιες μεταξύ τους, πόζες, τα μάτια πάνω της. Εδώ μόνο ένα ποντικάκι έλειπε, ν’ ακουστεί η λεπτή φωνούλα του, η πηγή άγνωστη, για να πειστεί εκείνη ότι ήταν παγίδα. Αστείο. Ήταν σίγουρη, από πού;, ότι ήταν αστείο και τίποτα παραπάνω, που θα ’ταν κι αυτό πιθανό, τίποτα πιο επικίνδυνο, παρ’ όλα αυτά ένιωσε, αντί για θυμό και αποφασιστικότητα, για πρώτη φορά αυτό το καλοκαίρι: αδυναμία και φόβο. Γύρισε μια καρέκλα που ήταν εκεί κοντά της, ακούστηκε που έτριξε, κάθησε. Οι κέρινες μορφές ζωντάνεψαν αμέσως, ήρθαν πιο κοντά, τα ματάκια τους έλαμπαν από χαρά, πέταξαν κάτι ακαταλαβίστικα κι έσπρωξαν προς τα κει τα ποτήρια τους και τα μπουκάλια του κρασιού και της σόδας. Η σόδα ανεβοκατέβαινε μες στο μπουκάλι, σαν να ’θελε να βγει έξω, να χυθεί, σαν ποταμός από δάκρυα.
 
Θα βάλω τα κλάματα τώρα. Ωραία σκηνή: μια γυναίκα που έρχεται απ’ το πουθενά κάθεται και λέει τον πόνο της σε κάτι ξένους άντρες, μεθυσμένους, που δε φαίνεται να τους πήραν τα χρόνια, τους λέει για τον άπιστο εραστή της, και παρ’ όλο που δεν κατέχουνε τη γλώσσα της, την καταλαβαίνουν, γιατί αυτή η γλώσσα είναι οικουμενική, και, ακόμα κι αν δεν μπορούν να τη βοηθήσουν, θα πάρουν τουλάχιστον το μέρος της και θ’ αρχίσουν να βρίζουνε στη γλώσσα τους αυτόν το μπάσταρδο, όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις, γιατί ακόμα κι ένα τέτοιο χαμένο υποκείμενο, που το ’χει ρίξει στο ποτό, έχει μεγαλύτερη ηθική συνείδηση από –
 
[…]
 
Είναι απλό, είπε ο Άμπελ. Το κράτος στο οποίο γεννήθηκε και το οποίο εγκατέλειψε πριν από δέκα περίπου χρόνια διασπάστηκε εν τω μεταξύ σε τρία ως πέντε νέα κράτη. Και κανένα απ’ αυτά τα τρία ως πέντε κράτη δεν είναι της άποψης ότι οφείλει να του δώσει υπηκοότητα. Το ίδιο ισχύει και για τη μητέρα του, που ανήκει τώρα στη μειονότητα και επίσης δεν παίρνει διαβατήριο. Αυτός δεν μπορεί να φύγει από δω, εκείνη δεν μπορεί να φύγει από κει. Τηλεφωνιούνται. Πατέρας υπάρχει, αυτός μάλιστα διαθέτει την υπηκοότητα ενός έκτου, αυτόνομου γειτονικού κράτους, ωστόσο εξαφανίστηκε πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια και από τότε είναι άφαντος. Ώστε έτσι, κι αφού ο ίδιος δεν υπάκουσε σε μια κλήση στρατεύσεως, συνεχίζει να λογαριάζεται ως λιποτάκτης.
 
Α, είπαν η Μερσέντες και ο Ομάρ. Έτσι είναι λοιπόν.
 
Ναι, είπε αυτός και ζήτησε άλλη μια φορά συγγνώμη.
 


Μετάφραση από τα Γερμανικά: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

 

 

Η Τερέζια Μόρα [Terezia Mora] γεννήθηκε το 1971 στο Sopron της Ουγγαρίας. Ζει από το 1990 στο Βερολίνο και είναι μεταφράστρια της ουγγρικής γλώσσας. Για τα διηγήματά της, της απονεμήθηκε το 1997 το λογοτεχνικό βραβείο Open-Mike, το 1999 το βραβείο Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν και το 2000 το βραβείο Άντελμπερτ φον Σαμίσσο. Το 1999 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων Seltsame Materie (Παράξενη Ύλη). Το βιβλίο Όλες τις μέρες είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Ίνδικτος σε μετάφραση Μαρίνας Αγαθαγγελίδου.