Λένα Κατσομίτη, Της τρέλας το γλυκό έδεσμα
[Απόσπασμα]
Όταν με αποκαλούν «ονειροπαρμένο κοριτσάκι», ο θυμός μου ξεπερνά το ανάστημά μου και μου κρύβει τον ουρανό. Μόνο εκείνος γνωρίζει ότι μπορώ να κινούμαι σε μέρη μυστικά, για τα οποία λένε, ότι δεν υπάρχουν. Σε αυτά τα μέρη δε με αφήνει να πηγαίνω μόνη ποτέ, πάντα με ακολουθεί. Σε ένα τέτοιο μέρος, το άκουσα να έρχεται για πρώτη φορά. Ήταν ένα τρένο, στο πέρασμα του οποίου τα δόντια μου άρχισαν να κροταλίζουν δυνατά. Το κροτάλισμα των δοντιών, έκτοτε, θα αποτελούσε τη μόνη φανερή αντίδραση από μέρους μου στην κρυφή σχέση μου με το θυμό, η ένταση της οποίας σε εκείνο το μέρος μεγεθύνθηκε περνώντας οποιαδήποτε όρια ελέγχου.
[...]
Το αλλόκοτο σύμπλεγμα μέσα στο οποίο υπήρχε το σώμα μου, συνέχισε να τσουλάει με πολύ μεγάλη ταχύτητα προς μία κατεύθυνση, η οποία, αρχικά, νόμισα ότι ήταν τυχαία, ώσπου το άκουσα να έρχεται. Ένα τρένο, σφυρίζοντας, ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα προς το σύμπλεγμα. Μπροστά στη θέα του τρένου να έρχεται κατά πάνω μου, άνοιξα το στόμα για να φωνάξω. Το τρένο ερχόμενο, εισήλθε στο στόμα μου, κροτάλισε στα δόντια μου και συνέθλιψε τη φωνή μου, η οποία θρυμματίστηκε στις νότες της.
***
Η απροσδιόριστη ανάμνηση δεν τελείωνε στη λίμνη. Μετά την ηρεμία του νερού της, ερχόταν η αγωνία του αέρα της γης, όπου μία γυναίκα και ένας άνδρας με κράτησαν αγκαλιά και άρχισαν να με φωνάζουν Κριστίν. Είπαν ότι αυτό είναι το όνομα μου.
[...]
Ένα τρένο τρέχει πάνω στην οδοντοστοιχία μου,
ίσως με προέλευση, ίσως με προορισμό.
[...]
Το τρένο που τρέχει στην οδοντοστοιχία μου
το ακούω, αλλά δεν μπορώ να το δω.
[...]
Έχω κρυφτεί στον πρώτο σταθμό για να δω το τρένο
που τρέχει στην οδοντοστοιχία μου,
όμως φοβάμαι ότι δε θα περάσει από εδώ.
[...]
Εκπέμπω σήμα κινδύνου προς το τρένο
που τρέχει στην οδοντοστοιχία μου,
αλλά εκείνο δε σταματά.
[...]
Το τρένο που τρέχει στην οδοντοστοιχία μου,
κατέφθασε στο σταθμό την ώρα του δείπνου και
με εμποδίζει να φάω.
Σε λίγο θα έφταναν τα Χριστούγεννα. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν πολύ σημαντικά γιατί η Κριστίν θα κατακτούσε το θέατρο και θα γινόταν πρωταγωνίστρια για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό.
Στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου θα υποδυόταν τη Μητέρα του Χριστού. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του σχολείου με τη μητέρα της, φορούσε ήδη το μακρύ πορφυρό φόρεμα της από το σπίτι. Έλλειπε μόνο το μπλε κεφαλομάντηλο, το οποίο της φόρεσε η δασκάλα μόλις εισήλθαν στην αίθουσα.
Η δασκάλα αφού αναφώνησε, «όμορφη είσαι, πολύ όμορφη, η πιο όμορφη Παναγία», την σήκωσε αγκαλιά και την έβαλε να καθίσει οκλαδόν πάνω σε τρία κολλημένα θρανία σκεπασμένα με ένα σεντόνι βαμμένο καφέ, το οποίο αναπαριστούσε τη φάτνη στη σπηλιά.
«Η κούκλα σου, που είναι η κούκλα σου; Α! να εδώ, κράτησε την».
Η κούκλα της, της οποίας το μέτωπο είχε μουντζουρώσει με στυλό, θα ήταν ο «Χριστός». Η μητέρα της είχε προσπαθήσει να την καθαρίσει αλλά δεν τα κατάφερε και ο «Χριστός» κινδύνευε να έχει μουτζουρωμένο μέτωπο. Τελικά, η μητέρα έβαλε στην κούκλα μία άσπρη σκούφια και ο «Χριστός» θα έβγαινε καθαρός στη σκηνή.
Ο ρόλος της δεν είχε λόγια. Απλά την τοποθετήσανε πάνω στο τραπέζι- φάτνη και άκουγε τους άλλους να μιλάνε. Όλους τους άκουσε, τα προβατάκια που ζεσταίνανε με τα χνώτα τους τον Χριστούλη, τους Μάγους που του φέρανε δώρα, τον Ιωσήφ που τους ευχαριστούσε, το Αστέρι που φώτιζε τον δρόμο για να βρούνε τον Χριστό, τα άχυρα που κοιμόταν ο Χριστούλης, τους βοσκούς που έφεραν τα άχυρα. Η ίδια δεν έβγαλε ούτε μία λέξη από το στόμα της, δεν προβλεπόταν να μιλάει. Τα πάντα είχαν σκηνοθετηθεί για μια μουτζουρωμένη παλιοκούκλα.
Ο μη-ρόλος την παρέσυρε στην απουσία. Οραματίστηκε ένα καλύτερο και μεγαλύτερο θέατρο από την αίθουσα του σχολείου. Ως «μητέρα του Χριστού» θα μπορούσε να παίξει σε ένα από τα θέατρα εκείνα με πολλές τοιχογραφίες, εικόνες και αγάλματα. Μόνο αυτή μπορούσε να παίξει εκεί. Τότε τον είδε. Είχε μόλις τελειώσει μία τοιχογραφία και την υπέγραφε με το όνομα του: «Ραφαήλ». Μόλις την είδε, της έγνεψε ότι η στάση ήταν καλή. Έβαλε λάδι στο πορφυρό, ανακάτεψε και άρχιζε να ζωγραφίζει το φόρεμα της στον τοίχο. Την κοιτούσε και ζωγράφιζε ευχαριστημένος γιατί είχε βρει την απόχρωση του πορφυρού που επιθυμούσε. Ζωγράφιζε με υπομονή, επιμονή και στοργή τις πτυχές του μανδύα της.
Είχε σχεδόν τελειώσει να ζωγραφίζει το φόρεμα της, όταν τον είδε να βάζει την μπλε μπογιά πάνω στην παλέτα.
«Μη με ζωγραφίζεις, σε παρακαλώ, μη με ζωγραφίζεις Παναγία, «σταμάτα να με κάνεις τοιχογραφία, το όνομα μου είναι Κριστίν, όχι Παναγία».
Είχε ζωγραφίσει και την τελευταία πτυχή του κεφαλομάντηλου της. Για την ολοκλήρωση της τοιχογραφίας απέμενε να ζωγραφίσει το πρόσωπο της και το Χριστό.
«Μην με ζωγραφίζεις, γιατί πρέπει να σε παρακαλέσω τόσο πολύ για να μην το κάνεις; Μην με ζωγραφίζεις, Παναγία».
Τον έβλεπε να σχεδιάζει την μύτη της αρχικά και το στόμα της, στη συνέχεια. Ήταν πολύ θυμωμένη, αυτός θα την ζωγράφιζε χωρίς η ίδια να το επιτρέψει. Άφησε την κούκλα από τα χέρια της, η οποία έπεσε στο πάτωμα, έβγαλε το μπλέ κεφαλομάντηλο έσκισε το πορφυρό φόρεμα και χώθηκε στα άχυρα.
«Τώρα! Τώρα, ζωγράφισε με Ραφαήλ! Τώρα σου επιτρέπω!»
Εμβρόντητο το κοινό από την απρόσμενη εξέλιξη μιας αναμενόμενης ιστορίας, άρχισε να χειροκροτά! Η δασκάλα την πήρε αγκαλιά και τρέχοντας την έβγαλε από την αίθουσα.
[...]
Μου σερβίρισαν το αγαπημένο μου φαγητό.
Σάλιο λίπανε την οδοντοστοιχία μου.
Το τρένο τρέχει γρηγορότερα.
Ακόμα δεν το έχω δει.
Η Λένα Κατσομίτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 όπου ζει και εργάζεται. Έχει αποφοιτήσει από τη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές με άριστα στις Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο Ευρωπαϊκό Πολιτικό Δίκαιο με ειδίκευση στα Ευρωπαϊκά Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης στο Βέλγιο. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή, αρχικά στο "Κέντρο Δημιουργικής Γραφής" της Χριστιάνας Λαμπρινίδη στην Αθήνα και στη συνέχεια σε συνεδρίες με τη Χριστιάνα Λαμπρινίδη στο Άμστερνταμ. "Της τρέλας το γλυκό έδεσμα" είναι το πρώτο της βιβλίο και εκδόθηκε το 2012.
© Εκδόσεις Ηριδανός+ Λένα Κατσομίτη