Hans Herbert Grimm, ΣΛΟΥΜΠ

Ιστορίες και περιπέτειες από τη ζωή του άγνωστου μουσκετοφόρου Έμιλ Σουλτς, όπως τις αφηγήθηκε ο ίδιος

 

Ο Σλουμπ μόλις είχε κλείσει τα δεκαέξι όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914.

 

Το βράδυ θα δινόταν χορός στο Ράιχσαντλερ, ο τελευταίος· την επόμενη μέρα θα έφταναν οι στρατιώτες. Όταν ο ήλιος έδυσε, ο Σλουμπ γλίστρησε μαζί με τον φίλο του στον εξώστη, αφού δεν τολμούσαν να μπουν στην αίθουσα χορού. Οι μεγάλοι, οι εικοσάχρονοι τορναδόροι και μηχανικοί, δε μοιράζονταν τίποτα από τον πλούτο τους. Ήθελαν όλα τα κορίτσια για τον εαυτό τους, δεν έπαιρναν από αστεία και μπορούσαν να γίνουν φοβερά άξεστοι. Έσκυβαν κι οι δυο φίλοι από την κουπαστή και κοιτούσαν λαίμαργα κάτω στην αίθουσα.

 

Τα μεσάνυχτα η μπάντα έπαιξε ένα σάλπισμα και ο τρομπετίστας ανακοίνωσε διάλειμμα δεκαπέντε λεπτών για να δροσιστούν τα κορίτσια. Ο Σλουμπ βγήκε με τον φίλο του έξω στην ευχάριστη καλοκαιρινή νύχτα, κάτω από τα γέρικα, τεράστια σφεντάμια.

 

Το τέταρτο πέρασε και γύριζαν πίσω, όταν ανταμώθηκαν με μια πλατιά σειρά γελαστών κοριτσιών που έκλειναν όλο το δρόμο. Ήταν στην ηλικία του Σλουμπ και πήγαιναν στην ίδια τάξη, αλλά αυτές φυσικά τις άφηναν ήδη να χορεύουν. Ήταν μάλιστα οι πιο περιζήτητες στα αγόρια.

 

Τότε μια λεπτούλα από τη σειρά φώναξε στον Σλουμπ: «Εσύ, μελαχρινέ, για έλα εδώ!»

 

Ο Σλουμπ πρόσεξε πώς έπαιζε το φως του φανοστάτη στις ξανθιές μπούκλες της, που τώρα φαίνονταν σχεδόν άσπρες. Δεν τολμούσε να την πλησιάσει.

 

Όμως η κοπέλα ξέκοψε από τις άλλες, που άρχισαν να του φωνάζουν, και ο φίλος του είπε: «Άντε, πήγαινε, μ’ αυτήν έχεις ελπίδες!»

 

Τότε εκείνος πλησίασε και δυο χέρια τον άρπαξαν και τον τράβηξαν σ’ ένα στενό δρομάκι, στρωμένο με πυκνό φύλλωμα, στο τέλος του οποίου ένας φανοστάτης φώτιζε ελάχιστα. Αυτό του έδωσε θάρρος, την άρπαξε από τη μέση και την αγκάλιασε.

 

Κάτω από το φανοστάτη την έπιασε από το πιγούνι και την κοίταξε στο πρόσωπο: «Είσαι όμορφη», της είπε, «πώς σε λένε αλήθεια;»

 

«Γιοχάνα», είπε εκείνη χαμηλόφωνα. «Εγώ σε ξέρω καιρό».

 

Ύστερα την τράβηξε στο σκοτάδι και τη φίλησε ευλαβικά και για πολλή ώρα στο στόμα. Τότε εκείνη του ψιθύρισε στο αυτί να χορέψει μαζί της και μετά θα μπορούσε να την πάει στο σπίτι· θα έστηνε τα άλλα αγόρια.

 

Εκείνος σύρθηκε πάλι στον εξώστη και ήθελε να τη δείξει στον φίλο του. Αλλά δεν την έβρισκε. Ύστερα πήγαν στο σπίτι. Ο Σλουμπ ήταν χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Ένιωθε απίστευτα τυχερός και είχε πειστεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα ωραιότερο στον κόσμο από τα κορίτσια.

 

Έπειτα από μερικές μέρες την ξέχασε τη Γιοχάνα.

 

Τα νιάτα είναι σπάταλα, ζουν στον παράδεισο και δεν το καταλαβαίνουν όταν τα συναντά η ευτυχία προσωποποιημένη.


***

 

Ο Σλουμπ έμενε πάνω ψηλά στη σοφίτα. Ο πατέρας του ήταν ράφτης και τον έλεγαν Φέρντιναντ Σουλτς. Όταν σήκωνε τα μάτια από τη βελόνα, το βλέμμα του πλανιόταν πάνω από τις πολύχρωμες στέγες της παλιάς πόλης και χαιρετούσε τον κωδωνοκρούστη στο καμαράκι του.

 

Η μητέρα του είχε ακόμα την αστεία μύτη και τα γυαλιστερά μάτια της νεότητάς της, από την εποχή που πηδούσε με τ’ αγόρια πάνω από τους φράχτες και έκλεβε φράουλες. Την Αποκριά και την Πεντηκοστή φορούσε αγορίστικα παντελόνια και τραγουδούσε στις πόρτες του κόσμου κουδουνίζοντας ένα σάκο γεμάτο μπρέτσελ και γλυκά. Όταν όμως τα μικρά στήθη κάτω απ’ την μπλούζα της μεγάλωσαν και όταν τέλος πάντων κατάλαβε ότι έγινε κοπέλα, τότε αποτραβήχτηκε ήσυχα στην κάμαρά της και σκεφτόταν όμορφα φορέματα και ωραία παπούτσια. Όμως όταν είχαν καμιά γιορτή, γινόταν ζωηρή και κεφάτη· και τα αγόρια θα έκαναν τα πάντα για να την καλοκοιτάξουν.

 

Στα δεκαεφτά της διάλεξε τον σοβαρό ράφτη και στα δεκαεννιά της τον παντρεύτηκε, επειδή της άρεσε η μετρημένη και ειλικρινής φύση του. Γιόρτασαν αμέσως κιόλας τη βάφτιση του παιδιού, όμως το κορίτσι πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Ύστερα έμειναν δέκα χρόνια μόνοι. Ο ράφτης δούλευε για λογαριασμό του και έραβε για τον κόσμο δίπλα στο παράθυρο της κάμαράς του. Γέρασε γρήγορα. Τα κοντά του μαλλιά γκρίζαραν, η φωνή του ακουγόταν αδύναμη και λιγόψυχη. Στο μεταξύ απέκτησαν έναν γιο που τον βάφτισαν Έμιλ, επειδή ο αδερφός της μητέρας, ο στρατιώτης, λεγόταν κι αυτός έτσι. Ο Έμιλ ήταν φτυστός η μητέρα του, έλεγε ο κόσμος. Πήγε στο σχολείο και σύντομα παρίστανε τον αρχηγό και τον γελωτοποιό της τάξης του. Άκουγες ήδη από μακριά τη φασαρία που έκαναν τα πρωτάκια, όταν ο Έμιλ Σουλτς έκανε τα αστεία του.

 

Μια φορά είχαν στήσει στην πλατεία περίπτερα για την κυριακάτικη γιορτή σκοποβολής. Ο Έμιλ έβγαλε τη σάκα από την πλάτη του και σκαρφάλωσε στο πρώτο περίπτερο. Κάνοντας τρομερή φασαρία οι μικροί νταήδες πετούσαν στο δρόμο όλα όσα μπορούσαν να αρπάξουν με τις χούφτες τους. Όμως η συμφορά δεν άργησε: Ο αστυφύλακας άρπαξε τον Έμιλ από το γιακά και ούρλιαξε: «Σλουμπ!»* Ίσως σκεφτόταν αλήτες και κατεργάρηδες και διάφορους τύπους που άρχιζαν από σίγμα. Έπειτα απ’ αυτό ο Έμιλ έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο και έτρεξε ουρλιάζοντας στο σπίτι.

 

Στην πλατεία όμως ζούσαν σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, που όλη μέρα στέκονταν έξω από τα μαγαζιά τους και κάπνιζαν πούρα. Αυτοί είχαν δει τα πάντα, και όταν ο μικρός ήρωας την επόμενη μέρα διέσχιζε δειλά την πλατεία, του φώναζαν: «Ε, Σλουμπ, ποιος σου τις έβρεξε;»

 

Από τότε όλοι τον έλεγαν Σλουμπ και αυτό το όνομα του έμεινε σε όλη του τη ζωή.

 

[...]

 

 

*Schlump: τυχεράκιας, κωλόφαρδος. (Σ.τ.Μ.)

 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Κατερίνα Τζιναβά




http://www.kedros.gr/product_info.php?products_id=8643Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα και δασκάλου Χανς Χέρμπερτ Γκριμ (1896-1950) ΣΛΟΥΜΠ. Ιστορίες και περιπέτειες από τη ζωή του άγνωστου μουσκετοφόρου Έμιλ Σουλτς, όπως τις αφηγήθηκε ο ίδιος, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση της Κατερίνας Τζιναβά. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1928 με το ψευδώνυμο Σλουμπ και κάηκε στην πυρά το 1933. Ο Χανς Χέρμπερτ Γκριμ  αποκάλυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ότι ήταν ο πραγματικός συγγραφέας του βιβλίου.