Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας


 

Λέγεται πως αν χέρι ζερβό ανοίξει το χάρτη της Θεσσαλίας και πάει στην τύχη να διαλέξει ένα σημείο, τότε αλάθευτα θα πέσει στην πόλη της Καρδίτσας, και συγκεκριμένα στις παρυφές της, στη συνοικία που είναι γνωστή ως Λάκκα του Μαντζιάρα. Η εποχιακή λίμνη από την οποία πήρε το όνομά της η γειτονιά μπορεί να αποξηράθηκε και να έγινε πλατεία, αλλά τα αβαθή λιμνάζοντα νερά της έχουν μεγάλη μνήμη, έστω και στη σημερινή φασματική μορφή τους. Μπορεί το νερό στις βρύσες των σπιτιών να είναι πια πόσιμο, αλλά στα σπίτια της γειτονιάς υπάρχει πάντα απόθεμα εμφιαλωμένου νερού, για να σβήνει η νυχτερινή δίψα. Πολλές φορές το δίκτυο ύδρευσης κατεβάζει μαύρο υγρό μετά τη δύση του ήλιου. Τα λούκια μπλέκονται με τις σκιές των κεραιών και ονειρεύονται ανήσυχα, με τις εκκρίσεις τους να αντανακλούν τους φόβους των κοιμισμένων ενοίκων, φόβους που λίγο έχουν να κάνουν με τις έγνοιες της ζωής στην πόλη. Οι καμινάδες μπορεί να μπολιάζουν το χειμερινό κρύο με τη μυρωδιά του καμένου κούτσουρου, μα τα σκυλιά γνωρίζουν καλά ότι πρέπει να αποστρέφονται την κάπνα, γέννημα όχι μονάχα ξύλου, μα και πραγμάτων που μόνο δυσφορία προκαλούν στον επισκέπτη από τη μεγαλούπολη.

 

Τον Μάη του 1997, τρεις νεαροί βρέθηκαν να γυρνάνε σαν χαμένοι στην οδό Μακεδονομάχων, φορώντας μάλλινα κουρέλια και ξεφτισμένες μάσκες ζώων. Αυτός που είχε προτιμήσει την όψη του λύκου ως ασπίδα απέναντι στα ερευνητικά βλέμματα της καχύποπτης γειτονιάς, παραληρούσε για «τα σκυλιά της Εκάτης που έστριβαν με τα δόντια τους το θόλο του παλιού καπνεργοστάσιου και σέρνονταν λαίμαργα κάτω από τα βαθύτερα θεμέλια κτιρίων αστέριωτων από ψυχή θυσιασμένη». Το επόμενο βράδυ, όλη η γειτονιά πειθήνια θυσίασε στα πνεύματα του τόπου έναν μαύρο κόκορα, πλάι στον μεγάλο πλάτανο της Λάκκας. Μέχρι το 1ο Δημοτικό Σχολείο μπορούσες να ακούσεις ευχές στη σχεδόν ξεχασμένη γλώσσα των ντόπιων, καθώς οι τοίχοι γύρω τους κύρτωναν με λαχτάρα. Δυο μέρες μετά έβρεξε λάσπη κι ο ουρανός έγινε κίτρινος σαν την τελευταία ανάσα φυματικού γέροντα.

 

Τέτοιοι ήταν οι οιωνοί που σημάδεψαν την επίσκεψη των τριών νεαρών σ’ ένα ρημαγμένο υπόγειο της οδού Λαχανά. Ζωσμένοι από τον πυκνό καπνό του μαγκαλιού, με συντροφιά το βόμβο απ’ τα παράσιτα μιας χαλασμένης τηλεόρασης, στάθηκαν γύρω από ένα χάρτη της Θεσσαλίας.

 

Από τότε κανείς δεν τάραξε τη σκόνη που με τα χρόνια σκέπασε το χάρτη και το μαγκάλι. Κι όμως, πάνω στο χάρτη πύκνωναν σιγά σιγά με τη μορφή σημειώσεων οι παραδόσεις της υπαίθρου και οι εμπειρίες των ταξιδιωτών, λες και αόρατα χέρια σκάλιζαν πού και πού το κιτρινισμένο χαρτί, κι όταν μετά από χρόνια κάποιος κατέβηκε ξανά τα σκαλιά του υπογείου, τα παλιά χωριά και οι δρόμοι του χάρτη είχαν χαθεί κάτω από τις παραδόσεις κάθε τόπου που τώρα σχηματίζουν αυτό το παλίμψηστο. Δημιουργήθηκε, θα ’λεγε κανείς, μια άλλη, πιο πιστή αναπαράσταση της θεσσαλικής επαρχίας. Λες και ο χάρτης έγινε ο καμβάς πάνω στον οποίο η μυθική πραγματικότητα της Θεσσαλίας θα άπλωνε ξανά τις σάρκες της, σάρκες μαύρες και χθόνιες, επικίνδυνες για όποιον δεν τις μελετάει στη φλόγα της εστίας, με τις πόρτες διπλοκλειδωμένες.


[...]



Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες


Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1984 και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Οι Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας είναι το πρώτο του βιβλίο.