Πάνος Σαμαράς, Νύχτα

Archip_Iwanowitsch_Kuindshi_Night on the Dnepr (1880)
1

ΜΑΗΣ, 1941
Έφτασα στην Αθήνα ένα βράδυ σπαρμένο άστρα και δροσιά, δίχως να καταλάβω γιατί, κι αφού έφτασα δεν ήξερα τι ζητούσα. Προσπάθησα να σκεφτώ, έβαλα τους συλλογισμούς μου όσο καλύτερα μπορούσα στη σειρά και χωρίς ταλαντέματα, διαπίστωσα πως δεν ζητούσα τίποτα σε τούτον τον τόπο, δεν ήξερα τι να κάνω, μήτε είχα να πάω πουθενά.
Τα βράδια καθόμουν στους πάγκους των κήπων. Άφηνα τα μάτια μου να χαθούν στη σκοτεινή αγκαλιά τους και περπατούσα στην πορεία που δεν είχε τελειώσει. Ανατρίχιαζα ως βαθιά στην καρδιά μου κι ορκίζομαι, πως δεν τόθελα ν' ανατριχιάζω. Άκουγα καθαρά τον βαρύ και σπασμένο ήχο των βημάτων μέσα σ' ένα τελματωμένο σκοτάδι, άκουγα τις δυνατές κουβέντες και τιες ξετσίπωτες βρισιές. Φορές-φορές ξεχώριζα ανάμεσά τους ένα τραγούδι λυπημένο, που έπεφτε στάλα-στάλα στη νύχτα. Περπατούσαμε από χωριό σε χωριό νηστικοί, αξύριστοι και κουρελιασμένοι. Ζητιανεύαμε με γουρλωμένα μάτια μια μπουκιά μπομπότα ή κριθαρένιο ψωμί, μια ρουφηξιά καπνό και κατηφορίζαμε. Όταν τα πόδια μας λύγιζαν, ανάβαμε σε τόπους απάνεμους φωτιά με ξερόκλαδα ή τρυπώναμε στ' αχούρια να κοροϊδέψουμε το πληγωμένο κορμί μας. Ήμαστε μια συντροφιά από δέκα στρατιώτες και γυρνούσαμε, δίχως τα όπλα μας, απ' το μέτωπο. Κανένας μας δεν ήταν σε θέση να πει πού πηγαίναμε. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως περπατούσαμε κατά το νότο.
Τα βήματα της πορείας πατούσαν στην καρδιά μου. Η καρδιά μου έσταζε μαύρο αίμα και πόναγα. Θόλωνε ο νους μου. Αισθανόμουν τα πόδια μου μολυβένια, αισθανόμουν τον όγκο του κορμιού μου να ελαττώνεται και ψιθύριζα σιγανά: “Η πορεία δεν τελείωσε. Η πορεία...” Διαπίστωνα πως ήταν πολύ εξαντλητική κι έλεγα, πώς το καλύτερο που είχα να κάνω, ήταν να μη συλλογίζουμαι τίποτα.
Όλες τις ώρες με τύλιγε η πλήξη σαν ένα πελώριο χταπόδι. Μάταια αγωνιζόμουν να ελευθερωθώ. Κι η πλήξη δεν πήγαζε αποκλειστικά απ' την καρδιά μου. Αν έφταιγε αυτή, σε διαβεβαιώνω, ότι, μ' όλο που έμοιαζα μ' ένα σκουριασμένο φύλλο πεσμένο πριν το φθινόπωρο σε γυμνή ρεματιά, θάσφιγγα τα δόντια ν' απαλλαγώ από τους εφιάλτες μου, από κάθε τι που θάκανε να λυπάμαι μονάχα εγώ, να βρίζω τον εαυτό μου και πολλές φορές να επιθυμώ την εκμηδένισή μου κάτω απ' τα βήματα αυτής της ατέλειωτης πορείας. (Την εκμηδένισή μου;)
Σ' αυτήν την ιστορία περπάτησαν πλάι μου, πιασμένοι χέρι-χέρι, χιλιάδες άνθρωποι. Με τις ίδιες σκέψεις, τις λύπες και τα όνειρα. Χιλιάδες άνθρωποι... Δεν είμαι μονάχος. Αυτό είναι κάτι, αυτό είναι πολύ.
Τα βράδια, όταν δεν καθόμουν στους πάγκους, γύριζα στους δρόμους. Δεν τολμούσα να ρωτήσω τον εαυτό μου, γιατί γυρνούσα στους δρόμους. Σε τούτους τους περιπάτους συλλογιζόμουν κάθε φορά τα πλήθη του κόσμου, που την ίδια ώρα διαβαίναν στους δρόμους με χίλιες διάφορες σκέψεις. Συλλογιζόμουν και τις χιλιάδες χρόνια, που πέρασαν απ' αυτόν τον πλανήτη, έγραψαν τα βήματά τους αδέσποτα κι έφυγαν ανερώτητα, όπως ήρθαν. Τα βήματά τους... Αμέτρητες χιλιάδες βήματα, όσοι και οι άνθρωποι, που κάθε φορά έρχονται και φεύγουν κι αυτοί ανερώτητοι. Με τα ίδια όνειρα και τις ίδιες ελπίδες. Κουνούσα το κεφάλι μου, κοιτούσα τα άστρα με την προσπάθεια να μαντέψω την επιφάνειά τους και τάχυνα το βήμα, δίχως νάχω να πάω πουθενά.
Προσπαθούσα να κρατήσω τον εαυτό μου σε κάποια ισορροπία. Έλεγα πως ήμουν κι εγώ άνθρωπος με νου και καρδιά και πως αν δεν σκοτώθηκα στο μέτωπο, έπρεπε να ζήσω. Γιατί να ζήσω;
Συχνά έπαιρνα το δρόμο γι' απάνω. Η νύχτα ήταν πολύ επικίνδυνη και πολύ σκοτεινή για έναν ολομόναχο άνθρωπο, όσο κι αν ήταν ασήμαντος όπως εγώ. Εκεί με περίμενε η υγρασία να με κλείσει μέσα στην αγκαλιά της – αν και το ήθελα, μου ήταν αδύνατο να την απαρνηθώ - και να ονειρευτώ μέσα στην χωματένια αναπνοή της την Λουκία, τη Μάγδα, τους δικούς μου.

[…]



Πάνος Σαμαράς, Νύχτα / Το χαμένο λιβάδι

Το παραπάνω απόσπασμα είναι το πρώτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Πάνου Σαμαρά (1915-1971) Νύχτα (1952), το οποίο αποτελεί μαζί με το μυθιστόρημα Το χαμένο λιβάδι (1955) τη διλογία του Πάνου Σαμαρά που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2017 από τις εκδόσεις Σκαρίφημα και είναι το μοναδικό βιβλίο αυτού του σημαντικού εκπροσώπου της γενιάς του '30 που κυκλοφορεί σήμερα στα Ελληνικά.
Διαβάστε εδώ μία κριτική του Θανάση Νιάρχου για τη διλογία αυτή, και εδώ μία κριτική της Βιβής Γεωργαντοπούλου
.