Πάνος Καραβίας, Νύχτα εγκληματική με πράσινους καπνούς κρυσταλλωμένους στον ορίζοντα

Σελέστ Πολυχρονιάδη, Μάνα και παιδιά. Μονοτυπία

[Απόσπασμα]

Βιδωμένος πάνω στο σανιδένιο πόδι του, έφευγε στο στριφτό ανήφορο σέρνοντας στα χώματα και στις πέτρες ένα παμπάλαιο παλτό, σωστή γελοιογραφία. Νιώσατε ποτέ τη λαχτάρα να τρέξετε και να μη μπορείτε, γιατί το ένα πόδι σας είναι σανιδένιο; Κι αντίς για σκιά, τον ακολουθούσαν —τον κυνηγούσαν— ένα πλήθος σιγανές φωνές. Κρατούσαν ξύλινους σταυρούς, τους ύψωναν και τους κατέβαζαν εντελώς άρρυθμα, γράφοντας κάτι ονόματα χωρίς νόημα στο μαύρο βάθος. Μια λιτανεία από ξύλινους σταυρούς. Τον κυνηγούσαν οι ολολυγμοί της νύχτας, καθώς αναρρίπιζαν τα κρόταλά τους σε άδειες καπνοδόχους.
Κι ήταν η νύχτα με πράσινους καπνούς κρυσταλλωμένους στον ορίζοντα. Μια νύχτα εγκληματική γεμάτη ενέδρες, που ήταν μάταιο να υποτιμάς τη σημασία των μικρών τρόμων. Μια νύχτα που τον έσπρωχνε ολοένα πιο τυφλά, ώσπου έφτασε τέλος στο βράχο του με την επιθυμία να κρυφτεί, να κουρνιάσει, να ησυχάσει. Μα τόσο ψηλός που ήταν ξεπερνούσε το βράχο, κι αν άνοιγε τα χέρια του θα φιλοτεχνούσε το σχήμα ενός πελώριου ξύλινου σταυρού, ενός εσταυρωμένου πάνω απ’ το πέλαγος. Αμέτρητες πολεμικές σημαίες κυμάτιζαν στο πέλαγος. Και στάθηκε κάπως δισταχτικά, είτε για ν’ ακούσει κάποια σειρήνα που τραγουδούσε, είτε για να κοιτάξει ένα σμάρι πελαργών που έφευγαν στο Νότο, όπως στα όνειρά μου. Μα τον συνεπήρε πάλι η ανησυχία εκείνη για τις καρίνες των πλοίων πάνω στα μεγάλα κύματα. Έσπαζαν τόσο εύκολα, τον τελευταίο καιρό, τόσο αποτρόπαια, οι καρίνες των πλοίων στα κύματα. Κι ήταν γεμάτη από πλοία η θάλασσα. Στο λιμάνι σκοτείνιαζαν αμέτρητες πολεμικές σημαίες. Σκηνοθεσία που ταίριαζε ίσως για να στηρίξει το ένα πόδι του στο βράχο, τον αγκώνα στο διπλωμένο γόνατο, το πρόσωπο μέσα στα χέρια και ν’ αφήσει τα δάκρυά του να χυθούν ρομαντικά, μαζί με τα μάτια του, στο πέλαγος. Μα είδατε ποτέ άνθρωπο με μονοκόμματο ξύλινο πόδι, να το στηρίζει πάνω σε οποιονδήποτε βράχο; Ήταν αδύνατο ακόμα και να το κρύψει, μολονότι είχε συρράψει, γι’ αυτόν και μόνο το σκοπό, ένα σωρό κουρέλια που έδιναν ένα αφύσικο μάκρος στο ελεεινά τριμμένο παλτό του, και κρέμονταν ως τις πέτρες και τα χώματα του δρόμου. Γιατί ο άνεμος που βογγούσε, το κόλλησε απάνω του, βγάζοντας σ’ έκγλυφη φόρμα, σαν κραυγή στο θάλαμο των ετοιμοθάνατων, το ξύλινο πόδι του. Του θύμισε μάλιστα τον πραγματικό ρόλο του κι έκανε να σκύψει να υποκλιθεί, καθώς το προσδιορίζει το πρωτόκολλο. Όμως το σανίδι έτριξε αποτρόπαια κι ανατινάχτηκε το ελατήριο, που τον υποχρέωσε να τεντωθεί μελοδραματικά στην κάθετη στάση του. Ο κύριος Αμπρόζιους Καπς είχε μειδιάσει με συγκατάβαση, όταν τον είδε, και του είχε ψιθυρίσει — σα μέσα στη νύχτα και μέσα στον άνεμο:

— Θα σας είναι δύσκολο, δε νομίζετε;
— Ναι, μα βέβαια θα κάνω ό,τι μπορώ για την ευγένειά σας…
— Ύστερα, είναι και η στολή.
— Η στολή… Αλήθεια, δεν το σκέφθηκα, δεν το σκέφθηκα… Θα ’πρεπε να ’ναι στολή θυρωρού, ή με οριζόντιες ραβδώσεις;
— Θυρωρού, θυρωρού. Πρόκειται όμως περί ειδικής περιπτώσεως που προβλέπει ο κανονισμός του ιδρύματος.
— Μήπως θα μπορούσα να φορέσω τη στρατιωτική μου στολή, και με μετάλλιο ανδρείας, εξοχώτατε;
— Ίσως, μα δυστυχώς, θα πρέπει να τη βάψετε μαύρη.

Μέσα στη νύχτα και στον άνεμο πέρασε κάποιος φτωχός ανθρωπάκος που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του ένα νεκρό βρέφος. Βημάτιζε αργά, προσεχτικά ενάντια στον άνεμο, προσέχοντας μη σκοντάψει από τη σύγχυση της επίσημης αυτής στιγμής — όπως όταν πάνε να παρουσιάσουν τα δώρα, ψωμί κι αλάτι υποταγής στο νικητή. Η γυναίκα που τον ακολουθούσε από κοντά, χτυπούσε με τις τόσες–δα μικρούλες γροθιές της το φασματικό κεφάλι της, στο ρυθμό του βήματός του, κι έστελνε το βλέμμα της στους πελαργούς που χάνονταν κοπαδιαστά στον ορίζοντα, γίνονταν ένα με τους πράσινους καπνούς που σκέπαζαν το λειψό φεγγάρι με απανωτά μαύρα βέλα. Σταμάτησαν κι οι δυο στον πιο ψηλό βράχο της ακτής, την τελευταία τους πρόθεση. Μα οι ώρες διαδέχονταν η μια την άλλη και δε γινόταν τίποτα. Σώνει και καλά, φαίνονταν πως δεν ήθελαν, δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να πετάξουν το νεκρό μωρό στη θάλασσα. Ώσπου τέλος το άρπαξε μέσα από τα χέρια τους ο ίδιος ο άνεμος. Παρακολούθησαν τότε αγκαλιασμένοι, τις κυματιστές καμπύλες που έγραψε, πέφτοντας στον χαίνοντα πόντο. Ύστερα κοιτάχτηκαν απορώντας, και γύρισαν να τον κοιτάξουν, ποιος ξέρει γιατί. Φαίνονταν έτσι σα να του ζητούσαν κάτι που έχασαν. Αλλά μάλλον θα τον πήραν για κάποιο φάντασμα —πανύψηλος κι ασάλευτος καθώς ήταν μεσ’ στο μακρύ κουρελιασμένο παλτό του— και θα ’πρεπε να σκέφτηκαν μήπως ήταν καιρός να τρομάξουν.

[...]




Το βιβλίο του Πάνου Καραβία Νύχτα εγκληματική με πράσινους καπνούς κρυσταλλωμένους στον ορίζοντα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σκαρίφημα. Από την έκδοση αυτή είναι και η φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση.

Στην εισαγωγική παρουσίαση της νουβέλας ο Στέφανος Ροζάνης σημειώνει μεταξύ άλλων: «Στην “τραγωδία του πεπρωμένου” του Πάνου Καραβία, ο κόσμος μεταλλάσσεται σε φαντασίωμα, σε σπασμωδική σκηνή που παίζεται με κούκλες. Η εγκληματική νύχτα “με πράσινους καπνούς κρυσταλλωμένους στον ορίζοντα” είναι μια Γ κ ο υ έ ρ ν ι κ α του λόγου, γεννημένη από το εφιαλτικό σκηνικό του πολέμου, που κάθε στιγμή διεκδικεί την εσωτερική της αλήθεια ανακαλύπτοντας τους μικρούς τρόμους μέσα στον μεγάλο φόβο, μέσα στη φρίκη των σπλάχνων που εκτρωματικά φωτίζουν την εικόνα του κόσμου ανελέητη. Αυτή η Γ κ ο υ έ ρ ν ι κ α του λόγου αναπαράγει τα ανδρείκελα στη θέση των αλλοτινών ωραίων ανθρώπων, τα στήνει ως μόνη παρουσία πάνω στο ξύλινο πόδι τους, και αρχίζει τον μακάβριο χορό μιας περιπέτειας χωρίς περιπέτεια».

Η νουβέλα γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία τον Ιούνιο του 1957 με το ψευδώνυμο Π. Καλέργης και με την υποσημείωση: «Γράφτηκε τον καιρό της κατοχής, κι ήταν έτοιμο να δημοσιευτεί στο περιοδικό Γράμματα”. Την τελευταία στιγμή το σταμάτησε η χιτλερική λογοκρισία και τα δοκίμια έφτασαν ως τον διευθυντή τύπου Schwörbel που αξίωσε την αφαίρεση τμημάτων του κειμένου. Ο συγγραφεύς το απέσυρε κι έμεινε ίσαμε σήμερα ανέκδοτο».

Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Πάνου Καραβία και δείτε ποια βιβλία του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.