Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης, Η σιωπή μετά την ανάρτηση ή περί της λογοτεχνικής φθοράς στα μέσα του πλήθους

Foto by André Kertész

Στους ειδήμονες της λογοτεχνίας που δεν έχουν καταλάβει: 
η ζωή είναι φάρσα, θα πεθάνουμε όλοι, και το πιο αντιλογοτεχνικό
 πράγμα είναι να πιστεύεις ότι ξέρεις.

 
Το παρακάτω δεν είναι άρθρο. Είναι μια μικρή παρένθεση μέσα στη σειρά των άλλων κειμένων μου. Γράφω σε πρώτο πρόσωπο και ζητώ συγγνώμη για την αναπόφευκτη αυτοαναφορά μου. Μαζεύω τα θραύσματα μιας παρουσίας που αλλού εκτίθεται, αλλού αγνοείται. Κάποτε νόμιζα πως η γραφή ήταν καταφύγιο, τώρα συνειδητοποιώ πως είναι καθρέφτης που παραμορφώνει. Δεν θα μιλήσω για τους ανθρώπους που φωνασκούν και ασχημονούν, αλλά για εκείνη την αίσθηση της διάχυτης εχθρότητας που αφήνει πίσω της ο θόρυβος. Οι λέξεις μου ταξιδεύουν μέσα σε αυτόν τον θόρυβο, κι εγώ προσπαθώ να θυμηθώ τη σιωπή μου, πριν η ίδια η φράση μου υποταχθεί στη βιασύνη της ψηφιακής ανάγνωσης. 
 
Δεν υπάρχει τίποτε πιο αντιφατικό από τη συνθήκη του συγγραφέα στο διαδίκτυο: ο άνθρωπος της σιωπής, της αναδίπλωσης, της μερικής αποχώρησης από τον κόσμο, βρίσκεται ξαφνικά εκτεθειμένος στο πιο πολύβουο περιβάλλον της εποχής. Εκεί όπου το βλέμμα δεν σταματά αλλά διασπάται, και κάθε λέξη χάνει το βάρος του νοήματος. Η λογοτεχνία, που κάποτε γεννιόταν από την απόσυρση, αναγκάζεται πια να σταθεί μέσα στη ροή του σχολίου. Συχνά νιώθω πως κατοικεί πλέον σ’ έναν χώρο που δεν της ανήκει. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η επιφάνεια προηγείται του στοχασμού και η αυτοπροβολή υποκαθιστά τη δημιουργία. Οι «λογοτεχνικές κοινότητες» μοιάζουν περισσότερο με μικροκλίμακα κοινωνικού ναρκισσισμού παρά με φορείς πνευματικού διαλόγου. Όλοι μιλούν, ελάχιστοι ακούν. Ο λόγος έχει χάσει την αργή του αναπνοή, την ιερότητα του ρυθμού του. Αναπαράγεται αντί να σκέφτεται.
 
Ο Barthes έλεγε πως «η γραφή αρχίζει τη στιγμή που ο συγγραφέας εξαφανίζεται». Κι όμως, στα κοινωνικά δίκτυα, η γραφή αρχίζει ακριβώς εκεί όπου ο συγγραφέας επιμένει να υπάρχει. Με φωτογραφίες, εξηγήσεις, αυτοπαρουσιάσεις, μικρές επιτελέσεις εαυτού. Ένα είδος αντίστροφης λογοτεχνίας, όπου η έκθεση αντικαθιστά την αποχώρηση, και η κοινότητα των «φίλων» υποκαθιστά το σιωπηλό βλέμμα του αναγνώστη. Εδώ δεν υπάρχει διάλογος, αλλά αλληλοπαρακολούθηση. Δεν υπάρχει συνομιλία, αλλά συσσωρευμένη αυτοεπιβεβαίωση. Κάτι βαθιά αλλιώτικο διαπλέκεται στον τρόπο με τον οποίο ο λογοτεχνικός λόγος έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η λογοτεχνία, που κάποτε γεννιόταν στο σκοτάδι ενός γραφείου, ανάμεσα σε χαρτιά και σιωπή, τώρα εκτίθεται αβίαστα στον φωτισμό της οθόνης. Και μαζί της εκτίθεται, σαν αθέατο παράπλευρο φως, η τρωτή μικρότητα του ανθρώπου που τολμά να την επικαλεστεί.
 
Δεν πρόκειται για πρόβλημα αισθητικής, αλλά για παθολογία σχέσεων. Οι λεγόμενοι «λογοτεχνικοί κύκλοι» λειτουργούν ως μηχανισμοί επικύρωσης. Αλληλοθαυμασμοί που εναλλάσσονται με ειρωνείες, συμμαχίες που διαλύονται με μια ανάρτηση, ομάδες που δεν σχηματίζονται από το κοινό πάθος για τη γλώσσα, αλλά από την ακόρεστη ανάγκη για αναγνώριση. Ο λόγος εδώ δεν παράγει διάλογο, παράγει ιεραρχίες.
 
Μέσα σ’ αυτά τα πλέγματα επιφανειακής πνευματικότητας, έχει χαθεί εκείνο το θεμελιώδες στοιχείο της κριτικής πράξης: η παιδεία. Δεν αρκεί η πολυλογία, ούτε η ευκολία με την οποία εκφέρεται μια «γνώμη». Το να διαβάζεις δεν σε καθιστά αναγνώστη, όπως το να σχολιάζεις δεν σε καθιστά κριτικό. Η ανάγνωση απαιτεί σεβασμό και σιωπή, όχι θόρυβο. Κι όμως, στα ψηφιακά αυτά περιβάλλοντα, η σιωπή εκλαμβάνεται ως αδυναμία, ενώ ο θόρυβος βαφτίζεται γνώση. Ο στοχασμός χάνει την αξία του. Η φλυαρία τη διεκδικεί.
 
Κάτω από την επιφάνεια της λεκτικής ευφράδειας διακρίνεται μια τεράστια ανασφάλεια: μια επιθυμία κατοχής της τελευταίας λέξης. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, οι υπαινιγμοί, όλα αυτά δεν είναι δείγματα πνευματικής οξύτητας, αλλά τρόποι αυτοάμυνας. Όταν ο λόγος στερεύει από δύναμη, προσφεύγει στη χλεύη. Κι όταν η αδυναμία στοχασμού γίνεται ανυπόφορη, τότε εμφανίζεται η ανάγκη να εξευτελιστεί ο άλλος. Έτσι γεννιέται το ψηφιακό μπούλινγκ: ως προσπάθεια επαναφοράς μιας ισορροπίας που η ίδια η κοινότητα έχει διασαλεύσει.

* 
 
Η οθόνη, ωστόσο, είναι ένας ψυχρός καθρέφτης· αντανακλά τόσο το πρόσωπο όσο και τη σχάση του. Κάθε σχόλιο, κάθε ειρωνική παρατήρηση, κάθε μικρή χειρονομία εξουσίας αφήνει πάνω της το αποτύπωμα μιας εσωτερικής κόπωσης: της ανάγκης να υπάρξει κανείς μέσα από την ακύρωση του άλλου. Κι έτσι, αυτό που ονομάζουμε «λογοτεχνική κοινότητα» καταλήγει να είναι απλώς ένα σύστημα επιβίωσης μέσα στον ναρκισσισμό. Ένα οικοσύστημα όπου η κριτική γίνεται όπλο, η άποψη άμυνα, και η γραφή μια μάσκα. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον που προσποιείται την πνευματική αβρότητα. Η φθορά δεν φαίνεται, αλλά διαρρέει μέσα στις λέξεις.
 
Κι όμως, κάτω από τον θόρυβο των αναρτήσεων υποβόσκει η ίδια ανθρώπινη αγωνία. Η ανάγκη να υπάρξει κάποιος ως φωνή, όχι απλώς ως δεδομένο. Το παράδοξο είναι πως όσο περισσότερο μιλά το πλήθος, τόσο πιο ανείπωτη γίνεται η σιωπή του. Και ίσως εκεί, μέσα σ’ αυτό το ανείπωτο, να επιμένει ακόμα η τελευταία μορφή λογοτεχνίας. Εκείνη που δεν επιθυμεί να αρέσει, αλλά να κατανοήσει.
 
Η παθολογία αυτής της συνθήκης δεν είναι αισθητική, είναι υπαρξιακή. Κάποτε χανόμουν μέσα στη φράση, τώρα νιώθω πως προβάλλομαι μέσα απ’ αυτήν. Δεν μιλώ πια με τη γλώσσα της διάρκειας, αλλά με τη γλώσσα της διακοπής. Οι λέξεις δεν ζητούν κατανόηση, ζητούν επιβεβαίωση. Οι αναγνώσεις δεν γεννούν διάλογο, γεννούν συνενοχές. Σε αυτό το πλαίσιο οι φορείς της λογοτεχνίας γίνονται παράγωγα του βλέμματος, προβάλλονται μέσα από τις οθόνες, και με κάθε λέξη που εκπέμπουν αυτοαναιρούνται. Η ίδια τους η υπόσταση διαρρηγνύεται, και η λογοτεχνία που κάποτε κατοικούσαν μετατρέπεται σε φάντασμα του εαυτού της. Δεν μιλά για τον κόσμο, λειτουργεί ως εικόνα μέσα σε αυτόν.
 
Το πιο ανησυχητικό, βέβαια, δεν είναι η κακεντρέχεια, αλλά η αναισθησία του λόγου. Το σχόλιο που συκοφαντεί δεν το κάνει πάντα από πρόθεση, αλλά από κεκτημένη ταχύτητα. Το πλήθος, έχοντας εσωτερικεύσει την κίνηση του αλγορίθμου, αντανακλά, δεν επεξεργάζεται. Έτσι, η λογοτεχνική σκηνή γίνεται ένας μηχανισμός αυτόματων αντανακλαστικών, όπου η ευαισθησία εκλαμβάνεται ως αδυναμία και η στοχαστικότητα ως καθυστέρηση. 

* 
 
Συχνά νιώθω πως γράφω με διπλή ένταση, σχεδόν οντολογική· «κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα», όπως θυμάμαι τον στίχο του Καρούζου. Από τη μία, η ανάγκη να υπάρξω μέσα στο βλέμμα των άλλων, η επιθυμία να συνεισφέρω έστω και μερικά πράγματα στα ελληνικά γράμματα, να συμμετέχω στην εκδοτική διαδικασία –όχι ως εκδότης, αλλά ως κάποιος που αγαπάει να τροφοδοτεί τη γραφή. Από την άλλη, η εσωτερική κλίση μου προς τη σιωπή, τη συμπύκνωση, τη βραδύτητα του ουσιώδους λόγου. Οι δύο αυτές κινήσεις σπανίως συμφιλιώνονται, κι όμως από τη σύγκρουσή τους γεννιέται ο αληθινός χαρακτήρας μου. Το να εμφανίζομαι με αγαθό λόγο σε χώρους όπου κυριαρχεί ο θόρυβος και η ειρωνεία —και να δέχομαι χλεύη— είναι σχεδόν αναμενόμενο. Πόσο επώδυνο ωστόσο, γιατί η έκθεση απογυμνώνει κάθε συγγραφέα.
 
Σε αυτό το επιταχυνόμενο κενό, κάθε έννοια παιδείας διαλύεται. Και δεν εννοώ τη γνώση, αλλά εκείνον τον λεπτό ρυθμό του νου που του επιτρέπει να κινείται μέσα στον κόσμο των νοημάτων χωρίς να τον καταστρέφει. Οι κοινότητες αυτές έχασαν τον ρυθμό τους. Η ανταλλαγή ιδεών αντικαταστάθηκε από ασύνετο θόρυβο. Μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό, μαθαίνω να φοβάμαι τη σκέψη, να τη μεταφράζω σε άμεση απάντηση, σε άμυνα.
 
Οι ψηφιακές κοινότητες έχουν απωλέσει αυτόν τον ρυθμό. Αντί για αναστοχασμό παράγουν έναν συνεχή ανταγωνισμό ευφυολογίας. Και πίσω από κάθε τέτοιο ανταγωνισμό υποφώσκει ο φόβος της αφάνειας, της σιωπής, της μη-αναγνωρισιμότητας. Ο φόβος που κάνει τον συγγραφέα να παύει να είναι συγγραφέας. Απέναντι σε αυτό, θαρρώ πως η μόνη πράξη αντίστασης είναι η επιστροφή στη σιωπή. Σε αυτή τη μπλανσονική σιωπή που γεννά τον λόγο από την απουσία, που αρνείται να «ανταπαντήσει». Σε αυτήν επιστρέφω.
 
Η κοινότητα των συγγραφέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συνιστά πια χώρο ανταλλαγής, έχει γίνει σκηνή. Το «εγώ» απλώνεται σε κάθε ψηφιακή επιφάνεια, ζητώντας την επιβεβαίωση του βλέμματος των άλλων, ενώ η ίδια η γλώσσα εκπίπτει από φορέας νοήματος σε φορέα παρουσίας. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αντι-λογοτεχνικό από αυτό. Γιατί η λογοτεχνία, στην ουσία της, είναι πράξη ταπείνωσης του εγώ, όχι επίδειξής του. Δεν γράφεται για να αποδείξει, αλλά για να κατανοήσει. Δεν ανήκει σε κύκλους, αλλά σε σιωπές. Η φθορά που βλέπουμε στα μέσα δεν είναι η φθορά του λόγου, αλλά της ανθρώπινης ακεραιότητας μπροστά στην οθόνη.
 
Η πραγματική λογοτεχνία αρχίζει όταν δεν έχεις πια τίποτα να υπερασπιστείς. Όταν το κείμενο παύει να είναι επιχείρημα και γίνεται τρόπος ύπαρξης. Η γραφή δεν ζητά δικαίωση, μόνο διάρκεια. Η εποχή μας, γεμάτη από αποστόλους της ανάγνωσης, «κριτικούς» χωρίς βιογραφικά και «συγγραφείς» χωρίς σιωπή, μοιάζει να έχει ξεχάσει αυτό το αυτονόητο: πως η αλήθεια του λόγου δεν ανήκει σε κανέναν κύκλο, σε καμία ανάρτηση, σε κανένα πλήθος. Ανήκει μόνο εκεί που κάποιος εξακολουθεί να γράφει όχι για να φανεί, αλλά για να μην χαθεί.
 
Συνεχίζω να γράφω, ίσως από φόβο μην ξεχάσω πώς ήταν η φωνή μου πριν τη σκορπίσω. Πριν τη μετρήσουν, πριν τη σχολιάσουν, πριν χαθεί μέσα στη χοάνη των άλλων φωνών που λένε τα ίδια χωρίς να συναντιούνται ποτέ. Γράφω για να θυμηθώ τη στιγμή που η λέξη είχε ακόμη βάρος, που η ταυτότητα δεν είχε ακόμη διαχυθεί σε εικόνες, σχόλια, αναδημοσιεύσεις. Κι όσο περισσότερο γράφω και μιλώ, ακόμα και τώρα, τόσο πιο πολύ νιώθω τη φωνή να μικραίνει, να χάνεται μέσα στο θόρυβο που ονομάζουμε «επικοινωνία». Κάποτε πίστευα πως πριν από κάθε λόγο υπήρχε ένα βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, τώρα ξέρω πως η φωνή μου επιστρέφει στον κόσμο ξένη. Κι όμως, μέσα από το πλήθος και τη διασπορά, μέσα από τη φθορά των λέξεων, εξακολουθεί να ψάχνει εκείνη τη σιωπή που τη γέννησε. Εκεί, στην άκρη της φράσης με περιμένει —ήσυχη, όπως πριν αρχίσω να μιλώ.
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Οι πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες φιλοξενήθηκαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα. Το 2012 ίδρυσε το Πρότυπο Κέντρο Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch. Υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν εννέα χρόνια αργότερα οι εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία, στις οποίες  κυκλοφόρησαν και οι πεζογραφικές συλλογές του Είδωλα (2021) και Επικράτειες (2024). Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε και η μελέτη του Το Μαμούθ και ο Αναβάτης, η οποία αποτελεί δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές.
 
Στη Logotexnia21 δημοσιεύονται ένα απόσπασμα από τα Είδωλα και ένα απόσπασμα από τις Επικράτειες, τα οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.
 
Η φωτογραφία που κοσμεί την ανάρτηση είναι του φωτογράφου André Kertész.