Αλέξανδρος Κ., Το τσεκούρι

Modigliani, (Jeanne) Hebuterne

Διστακτικά κατέβηκε τη σκάλα. Όπως πάντα. Κάθε φορά φοβόταν. Ένα εξώφυλλο την τράβηξε. Κόκκινο και μαύρο. Την κάλεσε στον πάγκο. Άσπρα τα γράμματα. Πήρε το βιβλίο στα χέρια της και διάβασε τον τίτλο. «Μ’ ΕΝΑ ΚΑΛΑ ΑΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΜΑΧΑΙΡΙ». Κι από κάτω, «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ». Θυμήθηκε το τσεκούρι της Γώγου που «πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει». Χαμογέλασε. Και το τσεκούρι της Γώγου τής θύμισε το τσεκούρι του Κάφκα. Την «παγωμένη θάλασσα». Θάλασσα έμοιαζε και το κόκκινο στο εξώφυλλο. Άνοιξε και κοίταξε το αφτί του βιβλίου. Διάβασε. «Θέμα εξωφύλλου: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ, Πόλη· λεπτομέρεια από το πολύπτυχο Περιγραφή και Ερμηνεία των Απέναντι Σημείων, 1988». Γύρισε και κοίταξε το οπισθόφυλλο. Διάβασε. «Μεταφράζει γερμανόφωνη λογοτεχνία (μεταξύ άλλων Τόμας Μανν, Φραντς Κάφκα, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Ελφρίντε Γέλινεκ)», διάβασε για τον συγγραφέα. Χαμογέλασε. Δεν τον ήξερε. «Το Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι είναι το πρώτο του βιβλίο». Γύρισε και κοίταξε το εξώφυλλο πάλι. Άνοιξε το βιβλίο να διαβάσει την πρώτη πρόταση. Έτσι διάλεγε το βιβλίο που θα πάρει. «Άρχισε να ψάχνει πάλι τις τσέπες του για να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμα τα κλειδιά του». Χαμογέλασε. Στην τύχη άνοιξε μία άλλη σελίδα, δεξιά. «Όποτε κάθεται να δουλέψει ανάβει πρώτα ένα τσιγάρο». Χαμογέλασε. Στην τύχη άνοιξε μία άλλη σελίδα, δεξιά. «Να σου γλείψω τα χέρια. Να σου γλείψω τα πόδια». Σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε γύρω της. Όλοι σκυμμένοι πάνω από ένα βιβλίο. Συνέχισε να διαβάζει. «Έτσι του είπε όταν τον έφερε σπίτι πρώτη φορά. Η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή». Δάγκωσε τα χείλια της. Πρώτα το κάτω. Μετά το πάνω. Έκλεισε το βιβλίο ανάποδα. Κοίταξε την τιμή. 8 ευρώ. 7 και 20 με την έκπτωση. Σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε γύρω της. Όλοι σκυμμένοι πάνω από ένα βιβλίο. Κι αυτή, με μία κίνηση ταχυδακτυλουργού, εξαφάνισε το βιβλίο στην τσάντα της. Ποτέ δεν αγόραζε βιβλία. Τα βιβλία τα αγαπούσε.

 

 

Το βιβλίο του Αλέξανδρου Κυπριώτη Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος τον Ιούνιο του 2013. Το κείμενο «Το τσεκούρι» γράφτηκε τον Σεπτέμβριο για την Εφημερίδα των Συντακτών, όπου και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 21/9/2013.

Regina Bou, Η κοιλιά


Foto by Michael Stocks 

Με ονόμασαν Λουδοβίκο. Η μοίρα μου ήταν προδιαγεγραμμένη με ένα τέτοιο όνομα. Θα ήμουν αιωνίως ο στόχος χλευασμού, ειρωνείας, και ηλίθιων ερωτήσεων. Άντεξα τη γελοιότητα των ανθρώπων μέχρι που έκλεισα τα δώδεκα μου χρόνια.

 

Ήταν η στιγμή που αποφάσισα να κλειστώ για πάντα στο υπόγειο του σπιτιού μου. Παρήγγειλα στους δικούς μου να μου αφήνουν φαγητό δυο φορές την ημέρα έξω από την πόρτα και να με προμηθεύουν βιβλία όσο πιο συχνά μπορούσαν. Δε με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου ήταν βέβαιος πως ήμουν σχιζοφρενής και υποστήριζε με πραγματική μανία πως έπρεπε να με κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα. Η μητέρα μου στύλωσε τα πόδια της και δήλωσε πως αν έφευγα εγω από το σπίτι θα έφευγε και εκείνη. Πολύ σύντομα τα βιβλία άρχισαν να μη μου φτάνουν, παρόλο που είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του υπογείου. Φρόντισα να διώξω το κρεβάτι μου και κοιμόμουν πάνω σε αυτά. Μετά από λίγο καιρό το ίδιο έγινε και με τις δυο καρέκλες. Δύο ψηλές στίβες βιβλία τις αντικατέστησαν. Δεν ξέρω αν ένοιωθα ευτυχισμένος ή ασφαλής κλεισμένος εκεί μέσα, αλλά δε με απασχολούσε καθόλου, αρκεί η σχεδόν καθημερινή μου πια τροφοδότηση με βιβλία να μη σταματούσε. Παράγγελνα συνεχώς καινούρια και ενημερωνόμουν για τις νέες εκδόσεις από έναν υπολογιστή τον οποίο χρησιμοποιούσα μόνο και μόνο για αυτό το σκοπό. Γρήγορα άρχισαν να με ενοχλούν και τα ρούχα μου. Τα υφάσματα άρχισαν να μου προκαλούν διάφορες αλλεργίες. Αποφάσισα να τα αντικαταστήσω με σελίδες βιβλίων τις οποίες φορούσα σκόρπιες στο κορμί μου, περνώντας τις  σαν επωμίδες ψηλά στα μπράτσα μου, σαν περικνημίδες γύρω από τις γάμπες μου ή σα σαλιάρες γύρω από το λαιμό μου. Το επόμενο βήμα ήταν το φαγητό. Έπαψα να τρώω κανονικό φαγητό καθώς αποφάσισα να τρέφομαι μόνο με σελίδες βιβλίων. Ήμουν πεπεισμένος πως η βρώση βιβλίων θα είχε μια συγκεκριμένη επίδραση επάνω μου. Και εδώ ακριβώς είναι που θέλω να πω μερικά πράγματα τα οποία θα δείξουν πως πραγματικά είχα δίκιο. Η επίδραση των βιβλίων ήταν όντως πολύ συγκεκριμένη.

 

Διάλεγα τα βιβλία που θα έτρωγα. Όλα ήταν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έσκιζα τις σελίδες με μεγάλη προσοχή, τις τσάκιζα αργά σε τέσσερα ή έξι ολόισια κομμάτια, ή τις τύλιγα σε ρολά, τις έβαζα μέσα στο στόμα μου και περίμενα μέχρι να ποτιστούν καλά με το σάλιο μου. Τότε και μόνο άρχιζα τη μάσησή τους. Όποιος δεν το έχει κάνει, δεν ξέρει τι χάνει. Η απόλυτη γαστριμαργική απόλαυση βρίσκεται στη Δίκη του Κάφκα ή στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Τα υψηλά νοήματα κάθε σελίδας πολτοποιούνται στην πιο τέλεια υφή, σαν την πιο ακριβή σως τρούφας και ύστερα χαϊδεύουν τον ουρανίσκο υπαινικτικά, υποσχόμενα τον παράδεισο μιας θάλασσας από γεύσεις τυπογραφείου και μυρωδιές μελανιού, σωταρισμένου με ένα τσικ γλυκερά μπαχαρικά. Όμως δε με ενδιέφερε τόσο η στοματική απόλαυση, η γεύση δεν είναι καν αίσθηση για έναν άνθρωπο σαν εμένα, παρά μόνο μια ιδέα δυσκολοπροσδιόριστη και αδιάφορη. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν το εύρος και το βάθος των ιδεών που κατάπινα στην κοιλιά μου. Είχα αποφασίσει να κάνω την κοιλιά μου ναό του σώματός μου. Θα μπορούσα να την εξελίξω σε μεγαλύτερο βαθμό από τον εγκέφαλό μου και να της δώσω τέτοιες δυνατότητες που δεν είχε ποτέ καμία άλλη κοιλιά στον κόσμο. Θα μπορούσε να γίνει ένας τεράστιος ναός, αντάξιος των μεγαλύτερων και ομορφότερων ναών στον κόσμο.

 

Όταν έφαγα το Θάνατο στη Βενετία αισθάνθηκα ξεκάθαρα το θαύμα που συντελέστηκε στο βάθος του στομαχιού και των εντέρων μου. Ήταν μια πέψη που έμοιαζε με έργο τέχνης. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα την ανάγκη να χαϊδέψω την κοιλιά μου βγάζοντας μικρούς αστείους λαρυγγισμούς για να εκφράσω τη θαυμάσια εκείνη απόλαυση την οποία είχα νοιώσει να επεκτείνεται αστραπιαία σε κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο, κάνοντας το να δονείται σαν χορδή που είναι έτοιμη να λυγίσει από την γλυκύτητα της νότας. Η λεπτή γλώσσα του Μανν ήταν η νότα για μένα, αυτό το κομψοτέχνημα γλυπτικής των λέξεων και εννοιών, η ηθική του αισθητισμού,  ανακίνησε κάτι που υπήρχε ήδη εντός μου, ήταν σα να ανακάλυψα ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στην απομόνωση που είχα επιλέξει και στην εγκεφαλική κομψότητα των προτάσεων που μόλις είχα διαβάσει. Η απομόνωσή μου ήταν το ίδιο κομψή, μια πράξη λεπτότητας που ελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν, ίσως κανένας. Καταβρόχθισα με πραγματική ευχαρίστηση όλα τα υπόλοιπα έργα του Μανν. Μασούσα τις σελίδες αργά και λίγες λίγες για να παρατείνω τη χαρά της χώνεψης και να επιτείνω την αποτύπωση κάθε ίχνους πέψης στον εγκέφαλό μου. Επόμενοι μεγάλοι σταθμοί της καταβρόχθισης  ήταν η ευφυής ειρωνεία του Γκόμπροβιτς, τα παράδοξα ιντερμέδια του Μαρκές και το αόρατο του Μπόρχες. Άρχισα να γίνομαι αυτό που κατάπινα.

 

Για να το θέσω καλύτερα, η κοιλιά μου άρχισε να γίνεται αυτό που έτρωγα. Ο εγκέφαλος είχε μετατοπιστεί στην κοιλιακή μου κοιλότητα ή πολύ πιθανόν να υπήρχε πάντα εκεί δίχως να το γνωρίζω. Έφτασε όμως η στιγμή που όχι μόνο το γνώρισα αλλά το δέχτηκα και ως κάτι το απόλυτα φυσικό. Θυμάμαι μια μέρα που η μητέρα μου χτύπησε συνθηματικά -ως συνήθως- την πόρτα μου, σημάδι πως ήταν μόνη της και ήθελε να με δει. Άνοιξα ιδιαίτερα εκνευρισμένος καθώς με είχε διακόψει την ώρα που ξέσκιζα το σκληρό εξώφυλλο του Κόκκινου Γέλιου. Προσπάθησα να καθαρίσω με τη γλώσσα τα κομματάκια που είχαν κολλήσει στα δόντια μου σαν ενοχλητικά λαχανόφυλλα, αλλά ήταν άσκοπο, το βιβλίο ήταν σε κάκιστη έκδοση με χοντρό σα ρολό τουαλέττας φύλλο. Η μητέρα μου με κοίταζε αποσβολωμένη, μα τι ήθελε, δε φτάνει που με επισκεπτόταν όποτε της έκανε κέφι, έπρεπε να ανεχτώ και τους περίεργους μορφασμούς της; 

 

"Θεέ μου'' ψιθύρισε. Αντί για απάντηση μούγκρισα σα ζώο -με ευχαριστούσε να την ταράζω- και της έκανα νόημα να βγει έξω. ''Η κοιλιά σου'' έκανε με φρίκη και έδειξε με το χέρι της.

 

Ευχαριστημένος σα γιγαντιαίος βάτραχος χάιδεψα την κοιλιά μου και την αισθάνθηκα ολοστρόγγυλη και απαλή, σαν τσιτωμένο δερματάκι μωρού. Η αίσθηση της τεντωμένης επιδερμίδας ήταν ανακουφιστική και οικεία. ''Η κοιλιά σου'' επέμεινε η μητέρα μου στριγγλίζοντας αυτή τη φορά. Στάθηκα μπροστά της κι εκείνη τρέμοντας έπιασε τα μπράτσα μου για να με οδηγήσει προς το μοναδικό παράθυρο της πίσω πόρτας. Αν και ήταν σκοτεινά έφεγγε αρκετά ώστε να μπορέσω να δω το είδωλό μου στο θολό τζάμι. Μια γιγαντιαία γυαλιστερή κοιλιά καταλάμβανε σχεδόν όλο το σώμα μου, τεράστια και αφύσικη σα λουστραρισμένο αερόστατο. Το κεφάλι μου και τα πόδια μου έδειχναν γελοιωδώς αδύνατα, ήμουν σαν αστείο καρτούν. Ρεύτηκα μεγαλειωδώς, η γεύση του τυπωμένου χαρτιού πλημμύρισε τον οισοφάγο μου, και ξαναμούγκρισα κτηνωδώς.

 

''Ασε με,  πρέπει να φάω  Μπέρνχαρντ τώρα. Όμως συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά βιδωμένο μπροστά από την τζαμαρία.

 

''Παράτα με'' ούρλιαξα εκτός εαυτού, ''Ηλίθια γυναίκα! Εχεις ακούσει ποτέ  σου για τον Μπέρνχαρντ; Τον αρχιτέκτονα των μεγάλων προτάσεων και της σπειροειδούς σκέψης; Σου λέει κάτι αυτό υποανάπτυκτο ον; Σήμερα γευματίζω Μπέρνχαρντ! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Φτηνό αμόρφωτο υποκείμενο! Παράτα με!'' 

 

''Κοίτα!'' ούρλιαξε ξανά η μητέρα μου ''Κοίτα!''.

 

Ούρλιαζε τόσο δυνατά που αναγκάστηκα να μην κουνηθώ. Μέσα μου λαχάνιαζα, ένοιωθα σα ζώο σε υπερένταση, τα σάλια μου έτρεχαν από το σαγόνι μου πάνω στο στήθος μου, οι μύξες γέμιζαν το στόμα μου και ήθελα να τη σκοτώσω. Τη μισούσα. Ποιος της είχε δώσει το δικαίωμα να εισβάλλει έτσι στο δικό μου μέρος και να καταστρέφει τη γαλήνη των αερίων μου και των μηρυκασμών μου; Ναι, ήθελα να τη βρίσω αισχρά και μετά να τη σκοτώσω. Ο εγκέφαλός μου όμως δεν είχε φτάσει ακόμη σε τέτοιο επίπεδο θάρρους και τελειότητας. Τελειότητα θα σήμαινε να καταστήσω τον εαυτό μου ικανό να μην ενδιαφέρεται για τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλά εγώ ενδιαφερόμουν ακόμη για τα βιβλία. Η μητέρα μου ήταν ο μόνος προμηθευτής μου. Είχα αρκετά ίχνη δειλίας μέσα μου για να το σκεφτώ αυτό. Ξανακοίταξα το είδωλό μου, πλησίασα πιο κοντά και παρατήρησα προσεκτικά την κοιλιά μου. Μου φάνηκε πως διέκρινα ένα περίεργο σχήμα πάνω της. Μπορούσα να το πιάσω με τα χέρια μου. Ήταν ένα αυτί. Ένα αυτί μέσα στην κοιλιά μου που πρόδιδε την παρουσία του σαν ανάγλυφος λοφίσκος σε χάρτη. ''Ω'' έκανα μόνο. Κοφτά.  Από εκείνη την ημέρα η μητέρα μου κατέβαινε πιο αραιά κάτω στο υπόγειο και όταν κατέβαινε φρόντιζε να μη με πλησιάζει. Κάτι στο βλέμμα της είχε αλλάξει. Με κοιτούσε με φόβο ή με αδιαφορία. Δεν μπορούσα να αποφασίσω τι ήταν αυτό που έβλεπα στο πρόσωπό της και ως συνήθως δε με απασχολούσε καθόλου.

 

Εν τω μεταξύ το αυτί μεγάλωσε και έγινε δύο αυτιά. Μετά ήρθε και μια μύτη και ένα στόμα και όλα όσα μπορεί να υπάρχουν σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ένα ολόκληρο κεφάλι στριφογυρνούσε μέσα στην κοιλιά μου, ανήσυχο, νευρικό, αδηφάγο για περισσότερες λέξεις. Το άκουγα να μου μιλάει τα βράδια και ύστερα και τα πρωινά. Μια ακατάπαυστη φλυαρία που άρχισε να μου προκαλεί ένα αδιόριστο εκνευρισμό και να μου προκαλεί τρέμουλο στο στήθος.

''Σήμερα απαιτώ να με ταΐσεις ακριβώς 540 σελίδες αλλά τις θέλω να είναι γραμμένες σε συγκεκριμένο στυλ. Κανόνισε εσύ, γνωρίζεις τι μου αρέσει. Θα σε παρακαλέσω να μην κάνεις λάθος γιατί ξέρεις πως θα προκαλέσεις ιδιαιτέρως δυσάρεστες στομαχικές διαταραχές. Το στομάχι είναι ευαίσθητο όργανο νεαρέ. Θέλει σπέσιαλ μεταχείριση και όχι ό,τι να'ναι. Και τρίψιμο. Τρίψε με.''

 

Βαριεστημένος αναγκαζόμουν να περιφέρω το χέρι μου κυκλικά πάνω από το ψηλότερο σημείο της κοιλιάς μου εκεί όπου βρίσκονταν το μέτωπο ή η αρχή του ρινικού οστού.'' Με τόσες απαιτήσεις και τόση φλυαρία δεν ήταν περίεργο που το μίσος ξέσπασε μέσα μου. Ξαφνικό και ανεξέλεγκτο.

 

''Θα σε σκοτώσω'' είπα μια μέρα στο κεφάλι μέσα μου.

 

''Μπα'' απάντησε ειρωνικά ''Και ποιον θα έχεις να σε ταΐζει πανύβλακα;''

 

Αναδημοσίευση από: πρόχειρο

Ανδρέας Κεντζός, Η δεύτερη νύχτα


Sleepy Time by Michael Niemis 

Απόλυση! Απόλυση! Απόλυση!

Αλλά η ζωή συνεχίζεται. Ακόμα και με κομμένα φτερά. Τι λέω- εδώ και με κομμένα πόδια/χέρια συνεχίζεται η γαμημένη…

Το βασικό είναι να μην τρελαθείς και στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου εγώ ήμουν ικανός να τρελαθώ. Γι’ αυτό πήρα τους δρόμους. Ευθύς εξαρχής- γιατί ο άπλετος χρόνος δεν είναι παίξε γέλασε όπως νομίζει ο κόσμος. Αν τα βάλεις μαζί του στα ίσα, διαπιστώνεις ότι έχει το πρόσωπό σου. Είναι σαν να παλεύεις με τον δίδυμο αδελφό σου. Το μυστικό είναι να μην ασχολείσαι μαζί του, να ξεχνάς ότι υπάρχει. Εύκολο δεν είναι, πρέπει να έχεις μια ασχολία. Το περιβάλλον μπορεί να σε βοηθήσει. Εμένα για παράδειγμα μ’ έσωσε η πόλη μου. Βρώμικη, κουτή, κακοχτισμένη είναι μερικά από τα επίθετα με τα οποία την έχω κατά καιρούς στολίσει και όχι άδικα. Αλλά ότι μ’ έσωσε, οφείλω να το παραδεχτώ. Η πόλη μου είναι η ασχολία μου.

Είναι η πόλη που γεννήθηκα και τις πόλεις που γεννιόμαστε δεν τις ξέρουμε καλά. Είναι όπως με τις γυναίκες που μας γέννησαν και μας βύζαξαν. Νομίζουμε ότι τις ξέρουμε από την καλή και από την ανάποδη, δεν φανταζόμαστε πόσα αγνοούμε. Εγώ συγκεκριμένα τώρα έχω αρχίσει να τη μαθαίνω κάπως, τώρα που βγαίνω στους δρόμους από το πρωί και γυρίζω.

Δεν είμαι μόνος, είμαστε αρκετοί. Μια μεγάλη παρέα που συνέχεια μεγαλώνει. Συναντιόμαστε κατά τις έντεκα στην Αγορά και κάνουμε γύρους όλο το κέντρο και ακόμα παραπέρα, ανάλογα με τον καιρό και την όρεξή μας. Αυτό κάνουμε (ευτυχώς που ακόμα είναι δωρεάν να περιπλανιέσαι στην πόλη) και κουβεντιάζουμε. Οτιδήποτε μας κατέβει στο νου, οτιδήποτε μας κάνει εντύπωση στο δρόμο, τα πάντα συζητάμε. Έτσι περνάμε ωραία και ξεχνάμε την αφραγκία που μας δέρνει. Οι περισσότεροι είναι χωρίς σπίτι, τους το έχουν πάρει- εγώ κάνω σαν να μην έχω. Στην αρχή το έκανα από ευγένεια. Επέστρεφα μόνο για ένα πλύσιμο ή για τον ύπνο σε κανονικό κρεβάτι. Επειδή όμως δεν είναι καθόλου μακριά η ημέρα που θα το πάρουν και το δικό μου, μ’ έπιασε ο εγωισμός. Δεν θα μου το πάρουν αυτοί, είπα, εγώ θα το παρατήσω. Και μια και καλή έβγαλα τον εαυτό μου στο δρόμο.

 

Να μην έχεις σπίτι είναι ένα άθλημα. Η πρώτη νύχτα σκέτη κόλαση- δεν κλείνεις μάτι και το πρωί σε βρίσκει ξεθεωμένο, σαν να έχεις τρέξει μαραθώνιο. Σκέφτεσαι πως θα ξανανυχτώσει και τρέμεις. Ντρέπομαι που το ομολογώ αλλά δεν άντεξα και τη δεύτερη νύχτα είπα ναι σε μια πρόσκληση. Ένας από την παρέα με κάλεσε σπίτι του. Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζουν «σπίτι» τους διάφορα μέρη και στη διαδρομή προσπαθούσα να μαντέψω πού θα καταλήγαμε.

Τελικά ήταν εκκλησία.

Καθόλου κακή ιδέα, για να λέμε την αλήθεια. Με μια πρώτη ματιά ο ναός φαινόταν άδειος. Ύστερα τα μάτια σου συνήθιζαν στο ημίφως των κεριών και διέκρινες τις τρεις τέσσερις γριούλες που σιγομιλούσαν με τα εικονίσματα. Κρυφτήκαμε στην πιο σκοτεινή γωνιά. «Σε λίγο θα δούμε», ψιθύρισε ο φίλος (το όνομα του οποίου δυστυχώς αυτή τη στιγμή ξεχνάω). Πήγα να τον ρωτήσω τι εννοούσε, μου έκανε νόημα να μη βγάλω άχνα. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας παπάς. Έσβησε τα κεριά που έκαιγαν στα μανουάλια, έδιωξε και τις γριούλες. «Αύριο πάλι», τους είπε. Ύστερα γύρισε και κοίταξε προς τη μεριά μας. «Αυτό ισχύει και για σας», είπε, «έξω». Φαινόταν σαν να μη μας είχε δει, σαν να υπέθετε απλά ότι όλο και κάποιος μπορεί να κρύβεται σ’ εκείνη τη γωνιά. Ο φίλος μου ωστόσο σηκώθηκε. «Ατυχία», ψιθύρισε, «πέσαμε στον κακό απόψε». Και μου υποσχέθηκε ότι αύριο θα ήταν ο καλός. Εμένα όμως δεν μ’ ένοιαζε το αύριο. Το τώρα μ’ ένοιαζε- η δεύτερη νύχτα, την οποία δεν ήθελα με τίποτα να περάσω έξω. Έτσι δεν τον ακολούθησα προς την έξοδο, έμεινα εκεί που ήμουν.

«Εσύ δεν άκουσες;» έκανε ο παπάς «ή μήπως είσαι βλαξ;»

Δεν υπήρχε λόγος πια να κρύβομαι, έκανα ένα βήμα μπροστά και είπα: «Είμαι ένας αμαρτωλός».

Μια δέσμη φωτός μου ήρθε στα μούτρα. Με τον φακό του μ’ εξέταζε από πάνω μέχρι κάτω. «Μια χαρά μου φαίνεσαι», είπε τελικά, «τράβα σπίτι σου». Και πρόσθεσε: «Κλείνουμε τώρα, έλα αύριο αν θες». Εγώ όμως έκανα άλλο ένα βήμα προς το μέρος του και είπα: «Πρέπει να εξομολογηθώ». Έσφιξε τα δόντια για να μην του ξεφύγει μια βλαστήμια και με ξανακοίταξε. Είδε ότι δεν είχε να κάνει με τον οποιονδήποτε άσχετο αλλά με κάποιον που γνώριζε τους άγραφους ιερούς κανόνες- και το σίγουρο ήταν πως βλάκα δεν επρόκειτο να με ξαναπεί. «Κάτσε», μου είπε δείχνοντας ένα στασίδι. «Δεν θα φορέσετε άμφια;» τον ρώτησα. Το πήρε ως ειρωνεία. «Δεν χρειάζονται τα κωλοάμφια», μου είπε, «σε ακούω». Ήμασταν πια ο ένας απέναντι στον άλλο, τόσο κοντά που μύριζα την ανάσα του. Και η όλη φάση είχε αρχίσει να μου αρέσει. Το θέμα ήταν πόσο θα κρατούσε- και τούτο βέβαια εξαρτιόταν από μένα. Δυστυχώς, ανέκαθεν ήμουν ένα καλό παιδί. Ειλικρινά δεν θυμόμουν, δεν είχα τίποτε άξιο λόγου ν’ αναφέρω στην εξομολόγηση. Για μια στιγμή ένιωσα άσχημα, κατέβασα το κεφάλι. Τότε ξάφνου το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές. Αρπάχτηκα από μερικές ιστορίες που είχα ακούσει εδώ και ‘κει, τις οποίες φούσκωσα και τις έκανα ολόκληρα μυθιστορήματα. Επίσης, φρόντισα να κρατήσω τη χειρότερη για το τέλος. Ξεκίνησα μ’ ένα παιδικό ολίσθημα (την κλοπή μιας ασημένιας πένας μέσα από τη σάκα του συμμαθητή μου), ύστερα πέρασα σε κάτι πιο σοβαρό που είναι η συζυγική απιστία και κατέληξα στην άμβλωση που επέβαλα στη νεαρή κοπέλα με την οποία είχα απατήσει τη σύζυγό μου. Θεωρώ την άμβλωση ένα από τα βαρύτερα αμαρτήματα που μπορεί να διαπράξει κανείς. Θεωρώ ότι ακόμα και αν δεχτούμε ότι το έμβρυο δεν είναι άτομο, η απόφαση να σβήσεις τη δυνατότητα μιας ζωής είναι έγκλημα. Περίμενα να με κατακεραυνώσει, να με κάνει κομμάτια, μηδέν, για να ξεκινήσω από την αρχή. Αυτός όμως κοίταζε ήρεμος και ήσυχος τα νύχια του. «Τέλειωσες;» ρώτησε λίγα λεπτά αφότου είχα σιγήσει. «Μάλιστα», είπα και περίμενα. Δεν μίλησε, χάιδευε μόνο τα γένια του. «Τόσο άσχημα είναι αυτά που σας είπα;» έκανα γεμάτος αδημονία. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι καθόλου», είπε, «όλα καλά». Πήγα να πέσω κάτω. «Μα τι μου λέτε- εδώ πρόκειται για σοβαρές αμαρτίες». Με κοίταξε στα μάτια. «Τέκνο μου», είπε, «δεν υπάρχουν αμαρτίες». Και πρόσθεσε χαμογελώντας: «Η μόνη αμαρτία ίσως είναι που πιστεύεις ότι αυτά είναι αμαρτίες».

Τώρα που το σκέφτομαι, γελάω. «Ο τρελόπαπας!» λέω. Και τον θυμάμαι με κάποια συγκίνηση (και όλο λέω να πάω να τον ξαναδώ αλλά ποτέ δεν πάω). Τότε όμως το πήρα αλλιώς. Ένιωσα σαν να με κορόιδευαν στα μούτρα. Αγρίεψα. Και του γύρεψα εξηγήσεις γι’ αυτή τη θεωρία. «Δεν είναι θεωρία», μου είπε, «είναι η αλήθεια».

Αυτή ακριβώς την απάντηση ήθελα για να ξεκινήσω μια συζήτηση περί αμαρτίας που μπορεί να μη μας έβγαζε πουθενά αλλά έκανε τον χρόνο να κυλήσει σαν αστραπή.

Ούτε που κατάλαβα για πότε ξημέρωσε.

 

Αυτός μιλούσε ακόμα. Χασμουρήθηκα και σηκώθηκα. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει. «Στην τελική τι χρειάζονται οι εκκλησίες αν δεν υπάρχουν αμαρτίες;» πέταξα ένα τελευταίο για να τον πειράξω καθώς του γύριζα την πλάτη. «Και πού αλλού θα κρύψετε τα όπλα για την επανάσταση;» μου φώναξε.

Αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε πλέον. Έξω είχε τέλεια ημέρα. Και οι επόμενες νύχτες θα ήταν πιο εύκολες.


 

Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Συγκεκριμένα ποιήματα. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού (εδώ ή εδώ), όπως επίσης και τα διηγήματα «Τριλογία»,  «Κρίση» και «Πρώτη ημέρα».

 

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails