Ανδρέας Κεντζός, Η δεύτερη νύχτα


Sleepy Time by Michael Niemis 

Απόλυση! Απόλυση! Απόλυση!

Αλλά η ζωή συνεχίζεται. Ακόμα και με κομμένα φτερά. Τι λέω- εδώ και με κομμένα πόδια/χέρια συνεχίζεται η γαμημένη…

Το βασικό είναι να μην τρελαθείς και στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου εγώ ήμουν ικανός να τρελαθώ. Γι’ αυτό πήρα τους δρόμους. Ευθύς εξαρχής- γιατί ο άπλετος χρόνος δεν είναι παίξε γέλασε όπως νομίζει ο κόσμος. Αν τα βάλεις μαζί του στα ίσα, διαπιστώνεις ότι έχει το πρόσωπό σου. Είναι σαν να παλεύεις με τον δίδυμο αδελφό σου. Το μυστικό είναι να μην ασχολείσαι μαζί του, να ξεχνάς ότι υπάρχει. Εύκολο δεν είναι, πρέπει να έχεις μια ασχολία. Το περιβάλλον μπορεί να σε βοηθήσει. Εμένα για παράδειγμα μ’ έσωσε η πόλη μου. Βρώμικη, κουτή, κακοχτισμένη είναι μερικά από τα επίθετα με τα οποία την έχω κατά καιρούς στολίσει και όχι άδικα. Αλλά ότι μ’ έσωσε, οφείλω να το παραδεχτώ. Η πόλη μου είναι η ασχολία μου.

Είναι η πόλη που γεννήθηκα και τις πόλεις που γεννιόμαστε δεν τις ξέρουμε καλά. Είναι όπως με τις γυναίκες που μας γέννησαν και μας βύζαξαν. Νομίζουμε ότι τις ξέρουμε από την καλή και από την ανάποδη, δεν φανταζόμαστε πόσα αγνοούμε. Εγώ συγκεκριμένα τώρα έχω αρχίσει να τη μαθαίνω κάπως, τώρα που βγαίνω στους δρόμους από το πρωί και γυρίζω.

Δεν είμαι μόνος, είμαστε αρκετοί. Μια μεγάλη παρέα που συνέχεια μεγαλώνει. Συναντιόμαστε κατά τις έντεκα στην Αγορά και κάνουμε γύρους όλο το κέντρο και ακόμα παραπέρα, ανάλογα με τον καιρό και την όρεξή μας. Αυτό κάνουμε (ευτυχώς που ακόμα είναι δωρεάν να περιπλανιέσαι στην πόλη) και κουβεντιάζουμε. Οτιδήποτε μας κατέβει στο νου, οτιδήποτε μας κάνει εντύπωση στο δρόμο, τα πάντα συζητάμε. Έτσι περνάμε ωραία και ξεχνάμε την αφραγκία που μας δέρνει. Οι περισσότεροι είναι χωρίς σπίτι, τους το έχουν πάρει- εγώ κάνω σαν να μην έχω. Στην αρχή το έκανα από ευγένεια. Επέστρεφα μόνο για ένα πλύσιμο ή για τον ύπνο σε κανονικό κρεβάτι. Επειδή όμως δεν είναι καθόλου μακριά η ημέρα που θα το πάρουν και το δικό μου, μ’ έπιασε ο εγωισμός. Δεν θα μου το πάρουν αυτοί, είπα, εγώ θα το παρατήσω. Και μια και καλή έβγαλα τον εαυτό μου στο δρόμο.

 

Να μην έχεις σπίτι είναι ένα άθλημα. Η πρώτη νύχτα σκέτη κόλαση- δεν κλείνεις μάτι και το πρωί σε βρίσκει ξεθεωμένο, σαν να έχεις τρέξει μαραθώνιο. Σκέφτεσαι πως θα ξανανυχτώσει και τρέμεις. Ντρέπομαι που το ομολογώ αλλά δεν άντεξα και τη δεύτερη νύχτα είπα ναι σε μια πρόσκληση. Ένας από την παρέα με κάλεσε σπίτι του. Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζουν «σπίτι» τους διάφορα μέρη και στη διαδρομή προσπαθούσα να μαντέψω πού θα καταλήγαμε.

Τελικά ήταν εκκλησία.

Καθόλου κακή ιδέα, για να λέμε την αλήθεια. Με μια πρώτη ματιά ο ναός φαινόταν άδειος. Ύστερα τα μάτια σου συνήθιζαν στο ημίφως των κεριών και διέκρινες τις τρεις τέσσερις γριούλες που σιγομιλούσαν με τα εικονίσματα. Κρυφτήκαμε στην πιο σκοτεινή γωνιά. «Σε λίγο θα δούμε», ψιθύρισε ο φίλος (το όνομα του οποίου δυστυχώς αυτή τη στιγμή ξεχνάω). Πήγα να τον ρωτήσω τι εννοούσε, μου έκανε νόημα να μη βγάλω άχνα. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας παπάς. Έσβησε τα κεριά που έκαιγαν στα μανουάλια, έδιωξε και τις γριούλες. «Αύριο πάλι», τους είπε. Ύστερα γύρισε και κοίταξε προς τη μεριά μας. «Αυτό ισχύει και για σας», είπε, «έξω». Φαινόταν σαν να μη μας είχε δει, σαν να υπέθετε απλά ότι όλο και κάποιος μπορεί να κρύβεται σ’ εκείνη τη γωνιά. Ο φίλος μου ωστόσο σηκώθηκε. «Ατυχία», ψιθύρισε, «πέσαμε στον κακό απόψε». Και μου υποσχέθηκε ότι αύριο θα ήταν ο καλός. Εμένα όμως δεν μ’ ένοιαζε το αύριο. Το τώρα μ’ ένοιαζε- η δεύτερη νύχτα, την οποία δεν ήθελα με τίποτα να περάσω έξω. Έτσι δεν τον ακολούθησα προς την έξοδο, έμεινα εκεί που ήμουν.

«Εσύ δεν άκουσες;» έκανε ο παπάς «ή μήπως είσαι βλαξ;»

Δεν υπήρχε λόγος πια να κρύβομαι, έκανα ένα βήμα μπροστά και είπα: «Είμαι ένας αμαρτωλός».

Μια δέσμη φωτός μου ήρθε στα μούτρα. Με τον φακό του μ’ εξέταζε από πάνω μέχρι κάτω. «Μια χαρά μου φαίνεσαι», είπε τελικά, «τράβα σπίτι σου». Και πρόσθεσε: «Κλείνουμε τώρα, έλα αύριο αν θες». Εγώ όμως έκανα άλλο ένα βήμα προς το μέρος του και είπα: «Πρέπει να εξομολογηθώ». Έσφιξε τα δόντια για να μην του ξεφύγει μια βλαστήμια και με ξανακοίταξε. Είδε ότι δεν είχε να κάνει με τον οποιονδήποτε άσχετο αλλά με κάποιον που γνώριζε τους άγραφους ιερούς κανόνες- και το σίγουρο ήταν πως βλάκα δεν επρόκειτο να με ξαναπεί. «Κάτσε», μου είπε δείχνοντας ένα στασίδι. «Δεν θα φορέσετε άμφια;» τον ρώτησα. Το πήρε ως ειρωνεία. «Δεν χρειάζονται τα κωλοάμφια», μου είπε, «σε ακούω». Ήμασταν πια ο ένας απέναντι στον άλλο, τόσο κοντά που μύριζα την ανάσα του. Και η όλη φάση είχε αρχίσει να μου αρέσει. Το θέμα ήταν πόσο θα κρατούσε- και τούτο βέβαια εξαρτιόταν από μένα. Δυστυχώς, ανέκαθεν ήμουν ένα καλό παιδί. Ειλικρινά δεν θυμόμουν, δεν είχα τίποτε άξιο λόγου ν’ αναφέρω στην εξομολόγηση. Για μια στιγμή ένιωσα άσχημα, κατέβασα το κεφάλι. Τότε ξάφνου το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές. Αρπάχτηκα από μερικές ιστορίες που είχα ακούσει εδώ και ‘κει, τις οποίες φούσκωσα και τις έκανα ολόκληρα μυθιστορήματα. Επίσης, φρόντισα να κρατήσω τη χειρότερη για το τέλος. Ξεκίνησα μ’ ένα παιδικό ολίσθημα (την κλοπή μιας ασημένιας πένας μέσα από τη σάκα του συμμαθητή μου), ύστερα πέρασα σε κάτι πιο σοβαρό που είναι η συζυγική απιστία και κατέληξα στην άμβλωση που επέβαλα στη νεαρή κοπέλα με την οποία είχα απατήσει τη σύζυγό μου. Θεωρώ την άμβλωση ένα από τα βαρύτερα αμαρτήματα που μπορεί να διαπράξει κανείς. Θεωρώ ότι ακόμα και αν δεχτούμε ότι το έμβρυο δεν είναι άτομο, η απόφαση να σβήσεις τη δυνατότητα μιας ζωής είναι έγκλημα. Περίμενα να με κατακεραυνώσει, να με κάνει κομμάτια, μηδέν, για να ξεκινήσω από την αρχή. Αυτός όμως κοίταζε ήρεμος και ήσυχος τα νύχια του. «Τέλειωσες;» ρώτησε λίγα λεπτά αφότου είχα σιγήσει. «Μάλιστα», είπα και περίμενα. Δεν μίλησε, χάιδευε μόνο τα γένια του. «Τόσο άσχημα είναι αυτά που σας είπα;» έκανα γεμάτος αδημονία. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι καθόλου», είπε, «όλα καλά». Πήγα να πέσω κάτω. «Μα τι μου λέτε- εδώ πρόκειται για σοβαρές αμαρτίες». Με κοίταξε στα μάτια. «Τέκνο μου», είπε, «δεν υπάρχουν αμαρτίες». Και πρόσθεσε χαμογελώντας: «Η μόνη αμαρτία ίσως είναι που πιστεύεις ότι αυτά είναι αμαρτίες».

Τώρα που το σκέφτομαι, γελάω. «Ο τρελόπαπας!» λέω. Και τον θυμάμαι με κάποια συγκίνηση (και όλο λέω να πάω να τον ξαναδώ αλλά ποτέ δεν πάω). Τότε όμως το πήρα αλλιώς. Ένιωσα σαν να με κορόιδευαν στα μούτρα. Αγρίεψα. Και του γύρεψα εξηγήσεις γι’ αυτή τη θεωρία. «Δεν είναι θεωρία», μου είπε, «είναι η αλήθεια».

Αυτή ακριβώς την απάντηση ήθελα για να ξεκινήσω μια συζήτηση περί αμαρτίας που μπορεί να μη μας έβγαζε πουθενά αλλά έκανε τον χρόνο να κυλήσει σαν αστραπή.

Ούτε που κατάλαβα για πότε ξημέρωσε.

 

Αυτός μιλούσε ακόμα. Χασμουρήθηκα και σηκώθηκα. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει. «Στην τελική τι χρειάζονται οι εκκλησίες αν δεν υπάρχουν αμαρτίες;» πέταξα ένα τελευταίο για να τον πειράξω καθώς του γύριζα την πλάτη. «Και πού αλλού θα κρύψετε τα όπλα για την επανάσταση;» μου φώναξε.

Αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε πλέον. Έξω είχε τέλεια ημέρα. Και οι επόμενες νύχτες θα ήταν πιο εύκολες.


 

Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Συγκεκριμένα ποιήματα. Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε επίσης να διαβάσετε ανέκδοτα ποιήματα του Ανδρέα Κεντζού (εδώ ή εδώ), όπως επίσης και τα διηγήματα «Τριλογία»,  «Κρίση» και «Πρώτη ημέρα».

 

© Logotexnia 21 + Andreas Kentzos