Heinrich Böll, Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ


[...] 

Την Παρασκευή στις εννιάμισι το πρωί, μόλις κάθισε βαρύς να πιει τον καφέ του, η Τρούντε του έδωσε την εφημερίδα Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ. Η Καταρίνα φιγουράριζε στην πρώτη σελίδα. Πελώρια φωτογραφία, πελώρια τυπογραφικά στοιχεία. Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ, ΚΑΤΑΡΙΝΑ ΜΠΛΟΥΜ, ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΗΣ. Ο επικηρυγμένος δολοφόνος Λούντβιχ Γκαίτεν, που η αστυνομία τον καταζητεί εδώ και ενάμισι χρόνο, θα είχε συλληφθεί χθες, αν η ερωμένη του, η υπηρέτρια Καταρίνα Μπλουμ, δε φρόντιζε να σβήσει τα ίχνη του καλύπτοντας τη φυγή του. Η αστυνομία έχει βάσιμες υπόνοιες ότι η Καταρίνα Μπλουμ είναι ανεμεμειγμένη στη συνωμοσία από τίνος χρόνου. (Περισσότερες λεπτομέρειες στο ρεπορτάζ της τελευταίας σελίδας, με τίτλο: ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΙΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ.)

-Εκεί, στην τελευταία σελίδα, ο Μπλόρνα είδε εντελώς διαστρεβλωμένα τα όσα είπε στο συντάκτη ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ. Το «πανέξυπνη και ψύχραιμη» είχε γίνει: «ψυχρή και υπολογίστρια», -και η άποψή του για το έγκλημα γενικά, παρουσιαζόταν εξειδικευμένη: «είναι απόλυτα ικανή για έγκλημα».

-Ο πάστορας τον Γκέμελσμπροϊχ μας είπε: «Και βέβαια το πιστεύω! Ο πατέρας της ήταν κρυπτοκομμουνιστής, και η μάνα της, που την είχα κάποτε παραδουλεύτρα από οίκτο, έκλεβε το κρασί της Θείας Ευχαριστίας κι έκανε όργια με τους αγαπητικούς της μέσα στο ιεροφυλάκιο!»


-Η Καταρίνα Μπλουμ δεχόταν τακτικά εδώ και δύο χρόνια μυστηριώδεις επισκέπτες. Τι ήταν το σπίτι της; Γιάφκα των συνωμοτών; Στρατηγείο; Κέντρο διακινήσεως όπλων; Πού ξανακούστηκε εικοσιεφτάχρονη υπηρέτρια με ιδιόκτητο διαμέρισμα, που η αξία του υπολογίζεται γύρω στις εκατόν δέκα χιλιάδες μάρκα; Μήπως πήρε μερίδιο από τη ληστεία της τραπέζης; Η αστυνομία συνεχίζει τις ανακρίσεις. Η εισαγγελία εργάζεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Περισσότερα στοιχεία αύριο.


Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ! Μη χάσετε την ιστορία της Καταρίνα Μπλουμ στην αυριανή σαββατιάτικη έκδοση!


[...]

«Ναι. Έχετε δίκιο. Δεν το ’χα σκεφτεί ποτέ, αλλά καμιά φορά έμπαινα στ’ αμάξι κι έφευγα, έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς προορισμό. Συνήθως όταν έβρεχε, ή τα βράδια, μετά τη δουλειά, που ήμουν μόνη. Μερικές φορές, όταν δεν πήγαινα στους Χίπερτς ή σε έκτακτη δουλειά, γύριζα σπίτι μου απ’ τις πέντε, και δεν είχα τί να κάνω. Στην Έλση δεν μπορούσα να πηγαίνω όλη την ώρα, προπάντων από τον καιρό που συνδέθηκε με τον Κόνραντ Μπάϊτερς, κι ο κινηματογράφος δεν είναι πάντα ασφαλής για τις ασυνόδευτες γυναίκες. Έμπαινα πού και πού να καθίσω στην εκκλησία, όχι για θρησκευτικούς λόγους, αλλά επειδή έχει ησυχία, όμως και στην εκκλησία όλο και κάποιοι θα σ’ ενοχλήσουν, κληρικοί και λαϊκοί. Βέβαια, έχω φίλους, αλλά είναι πολύ δύσκολο, κάποτε και οδυνηρό, να πηγαίνεις παντού μόνος και να δέχεσαι αυτόματα, ή μάλλον άνευ όρων, κάθε πρόταση που θα σου γίνει. Έμπαινα λοιπόν στο αυτοκίνητο, άνοιγα το ραδιόφωνο και ξεκινούσα, διάλεγα πάντα εξοχικούς δρόμους, πάντα με βροχή, μ’ άρεσαν πολύ οι δεντροστοιχίες. Οδηγούσα για κάμποσες ώρες, ώσπου να γυρίσω σπίτι ψόφια στην κούραση κατά τις εννιά, τις δέκα, ακόμη και τις έντεκα. Ίσως να το ’κανα κι από φόβο. Ξέρω τόσες γυναίκες που μεθούν τα βράδια μόνες μπροστά στην τηλεόραση!»


[...]

Ούτε η Έλζε ούτε ο Κόνραντ παραξενεύτηκαν, και βέβαια δε δοκίμασαν να επέμβουν, όταν είδαν την Καταρίνα ν’ ανοίγει το μπαράκι του σαλονιού και να βγάζει τα μπουκάλια, σέρρυ, ουίσκι, κόκκινο κρασί, και μια καράφα μισογεμάτη με σιρόπι κεράσι, να τα εκσφενδονίζει στους πεντακάθαρους τοίχους, σχεδόν απαθής, κι ο τόπος να γεμίζει ζουμιά και θρύψαλα.


Το ίδιο έκανε και στην κουζινίτσα της, χρησιμοποιώντας για τον ίδιο σκοπό μπουκάλια με κέτσαπ, κρέμα για σαλάτες, ξίδι και Γούστερ Σως, στο μπάνιο με βαζάκια και σωληνάρια κρέμας, με πούδρες, ταλκ και αφρόλουτρα, στην κρεβατοκάμαρα μ’ ένα μπουκάλι κολόνια, κι όλα αυτά έγιναν μεθοδικά, χωρίς καμιά ταραχή, κι η Καταρίνα έμοιαζε τόσο αποφασισμένη και πειστική, που ούτε η Έλση ούτε ο Κόνραντ τόλμησαν να τη σταματήσουν. 


[...]

“Σε  κάνα δυο λεπτά χτύπησε το κουδούνι, άνοιξα την πόρτα και τον είδα, αλλά δεν τον περίμενα, νόμιζα πως είχε χτυπήσει από κάτω, και πως θα κέρδιζα άλλα δυο λεπτά, αλλά εκείνος είχε ανέβει ήδη, και τον είδα μπροστά μου και τρόμαξα. Μου λέει τότε: «Λοιπόν, τι γίνεται! Τί θα κάνουμε τα δυο μας;» Εγώ δεν έβγαλα μιλιά, μόνο οπισθοχώρησα και μπήκα στο σαλόνι, κι εκείνος με πλησιάζει και μου ξαναλέει: «Τι φοβάσαι, πουλάκι μου; Έλα να τη βρούμε!» Λοιπόν, στο μεταξύ είχα φτάσει στην τσάντα μου, και καθώς έκανε να μ’ αρπάξει, σκέφτηκα: «Να τη βρούμε, ε; Από μένα θα τη βρεις!» και τράβηξα το πιστόλι και τον πυροβόλησα αμέσως. Δυο φορές, τρεις, τέσσερις. Ούτε ξέρω πια πόσες. Άκου «να τη βρούμε»! Φυσικά, δεν το περίμενε, και με κοίταξε σαστισμένος άλλο μισό δευτερόλεπτο περίπου, όπως στο σινεμά. Έπειτα σωριάστηκε κάτω, νομίζω νεκρός. Πέταξα δίπλα του το περίστροφο και βγήκα, κατέβηκα και γύρισα στο μπαρ, ούτε μισή ώρα δεν είχα λείψει.”


[...]





Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του Χάινριχ Μπελ (1917-1985) που παίζεται από τον Οκτώβριο του 2017 στο Studio Μαυρομιχάλη σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, τιμώντας την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Νομπελίστα συγγραφέα.


Συντελεστές

Κείμενο παράστασης: Όλος ο θίασος

Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής

Σκηνικά – Κοστούμια: Διονύσης Μανουσάκης

Φωτισμοί: Στέφανος Κοπανάκης

Παίζουν: Στέλλα Κρούσκα, Βαγγέλης Στρατηγάκος, Κλεοπάτρα Τολόγκου και Μενέλαος Χαζαράκης


Δείτε το trailer της παράστασης





Διαβάστε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Χάινριχ Μπελ και δείτε ποια έργα του κυκλοφορούν στα Ελληνικά.



Αλέξανδρος Κ., Φιλαναγνωσία

Foto by Zsuzsa N. K.


Να μου διαβάζεις θέλω.

Μπέρνχαρντ,

Γουίντερσον,

Μαρίας,

Μπάχμαν,

Φρις,

Καμύ,

Μπασδέκη,

Μαριβίκυ,

Σπορτ Nτέυ.

Ό,τι θες εσύ.




Το παραπάνω ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2016 στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Bibliothèque. O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Hans Fallada, Χόρεψε ακόμα και η Ζούζε

30b94159b8ca8602aeeba7095b1481b7dc2f2e28

[Προς την αδελφή Ελίζαμπετ Χέριγκ και προς τον γαμπρό Χάινς]


Κάρβιτς, 28 Δεκεμβρίου 1938

Ταχυδρομείο Φέλντμπεργκ/Μέκλ.


Αγαπητή Ίμπετ, αγαπητέ Χάινς,


λοιπόν, τώρα θα έχουν περάσει οι γιορτές, τα τραπέζια με τα δώρα έχουν μαζευτεί, τα βιβλία –μερικώς- έχουν ταξινομηθεί, από την άλλη μεριά έχουν στοιβαχτεί σε μια άκρη και η παλιά ζωή μπορεί να ξεκινήσει. Καθετί, όπως πάντα τον καιρό πριν το Νέο Έτος, είναι αφιερωμένο στο σιγύρισμα και στο ξεκαθάρισμα για να μπορώ την πρώτη ημέρα του Νέου Έτους να εργαστώ λίγο άνευ χρεών. Αυτήν την φορά έρχεται λοιπόν το μικρό μου μεγάλο εύθυμο διήγημα [«μικρός άντρας, μεγάλος άντρας – όλα αντεστραμμένα»] … Χαίρομαι και μόνο ελαφρώς με πιάνει κρύος ιδρώτας, όταν σκέφτομαι, τι έχω να διεκπεραιώσω για την αγαπητή εφορία…


Εξάλλου η γιορτή ήταν πραγματικά χαριτωμένη. Μόνο η γιαγιά από το Αμβούργο ήταν εδώ ως καλεσμένη, ήμασταν λοιπόν εντελώς μεταξύ μας. Τα παιδιά, εκ των οποίων το Κουνούπι για πρώτη φορά επιτρεπόταν να σηκωθεί για το μοίρασμα των δώρων, ήταν πολύ χαριτωμένα, με μεγάλα απαστράπτοντα μάτια και πλήρως ευτυχισμένα.


(Ο Ούλι συναρμολογεί πολύ έξυπνα τo τρενάκι! Αυτό ήταν το σωστό!) τα κορίτσια πολύ ευτυχισμένα, ιδιαίτερα η Φρίντελ μας, η οποία ανοίγεται όλο και περισσότερο και γίνεται όλο και πιο επιδέξια. Ο θείος Ρέντερ κρατιέται ικανοποιητικά, αξιοπρεπής και λίγο σαστισμένος. Έπειτα υπήρχε, μετά το βραδινό φαγητό, με τα παιδιά να έχουν κοιμηθεί, λίγο σαμπάνια, μόνο τόσο, ίσα που να κάνουν όλοι κέφι, μπήκανε δίσκοι με χορευτικά και χόρεψε ακόμα και η Ζούζε, ακόμα και η ηλικιωμένη γιαγιά, ακόμα και ο σαστισμένος θείος Ρέντερ με την διευθύντρια και μόνο εγώ όχι. Αλλά αυτό ήταν αρκετά καλά! Λοιπόν όχι Χριστούγεννα κατά το παλιό στυλ των Ντύτσεν, αλλά πολύ ικανοποιητικά Χριστούγεννα!


Η Ζούζε έλαβε μία πραγματικά θαυμάσια ακουαμαρίνα σε αλυσίδα, ένα εκλεκτό κομμάτι. Της ταιριάζει υπέροχα εκείνης. Είναι όμως να το φοράει κανείς μόνο σε επίσημες περιστάσεις. Και εγώ μόνο βιβλία επί βιβλίων. Δεν τα μέτρησα, ήταν όμως περίπου 130 τεμάχια. Κυρίως άπαντα γερμανών συγγραφέων. Από την Ζούζε. Και έπειτα ο διευθυντής Κίλππερ από την Στουτγκάρδη μου δώρισε πολλά από τον εκδοτικό του και έπειτα ένας Βερολινέζος εκδότης, ο οποίος επίσης κοιτάει να με ψαρέψει, πολλά από τα δικά του. Και γενικώς… Και έπειτα οι δίσκοι του Μπετόβεν, τους οποίους σιγά σιγά γνωρίζουμε, η δεύτερη και η τρίτη περίοδος μας φαίνονται ιδιαίτερα όμορφες.


Αγαπητή Ίμπετ, μας έδωσες, όπως πάντα, όντως μεγάλη χαρά. Η φωτογραφία σου από την Φρήντριχστατ είναι σπουδαία και εμείς ευχαρίστως αυτό το εκλαμβάνουμε ως οιωνό για το 1939. Και όπως είπαμε, ο Ούλι είναι ευτυχισμένος με το τρενάκι και το Κουνουπάκι χαίρεται με το εικονογραφημένο βιβλίο της. Και το γαμήλιο άσμα είναι πραγματικά χαριτωμένο και δυνατό, το πρόσθεσα στις οικογενειακές αναμνήσεις. […]


Χρόνια Πολλά για το Νέο Έτος, τους πιο εγκάρδιους χαιρετισμούς μου, ευχαριστώ πολύ



Ο δικός σας Καρβιτσαίος


Ελπίζουμε ότι και τα δύο πακέτα έφτασαν καλά. Πείτε στη μαμά παρακαλώ ότι θα της γράψω την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ή λίγο μετά ακόμη μία φορά πολύ σύντομα.




Μετάφραση από τα Γερμανικά: Σούλα Ζαχαροπούλου






Το παραπάνω γράμμα του Χανς Φάλλαντα συμπεριλαμβάνεται –όπως και τα δύο προηγούμενα που φιλοξένησε το logotexnia21- στο βιβλίο του «Weihnachtsmann –was nun?», μία συλλογή από ιστορίες, αναμνήσεις και γράμματα για τα Χριστούγεννα.

Στο βιβλίο διαφαίνεται η νοσταλγία του συγγραφέα για τις γιορτές των παιδικών του χρόνων, η ανησυχία του να «τακτοποιήσει» όλες τις χριστουγεννιάτικες υποχρεώσεις του αλλά και η επιθυμία του το Νέο Έτος να αποτελεί σταθμό για κάτι νέο, για μία καινούρια αρχή.


Σούλα Ζαχαροπούλου

Σήλικα Ρηγοπούλου, Μαθήματα οικιακής οικονομίας

Photo by Nan Goldin, The Beautiful Smile

ΜΟΥΛΤΙ

 

Μικροσυσκευή πολλαπλών χρήσεων

και άμεσων αποτελεσμάτων.

 

Μετατρέπει, συγχωνεύει

-συστατικά, προσδοκίες, προθέσεις-

Εξοικονομεί χρόνο

-με συμπυκνωμένο, παχύρευστο τρόπο-

 

Και  τι να τον κάνω τον κερδισμένο χρόνο;

Πού να βρουν τόπο επαγγελίας

οι καταθέσεις, οι ομολογίες μου...

 

Χρόνια καλή πελάτισσα, ευνοϊκή μεταχείριση δεν είδα:

ούτε λείανση ρυτίδων, ούτε ανόρθωση ηθικού,

ούτε ένας μήνας παρόν δωρεάν,

ούτε μια μέρα ο νους λευκός κι ατάραχος!

Τίποτα.

 

Μόνο θορυβώδης ενηλικίωση σε τρεις ταχύτητες:

αργή, άμεση, βαθύτατη δολιοφθορά!                    

 

Άχρηστο πράγμα η βιασύνη, σαν τις ενοχές…

 

 

 

ΞΕΣΚΟΝΙΣΜΑ

 

Όταν βρέχει δε βγαίνω έξω.

Διαχειρίζομαι εσωτερικές υποθέσεις.

 

Με την υγρασία η σκόνη κατακάθεται.

Δεν κορδώνεται στο φως, δεν περηφανεύεται,

δεν πανηγυρίζει.

Την εντοπίζω στο ξύλο, το χαρτί, το γυαλί.

Παραδίνεται αμαχητί,

υποτάσσεται με όλους τους κόκκους της.

 

Λίγο πριν εξαφανιστεί

σχεδιάζω πάνω της το ιδεόγραμμα

του βασιλεύοντος ηλίου:

δίνω αξιοπρέπεια στην αποχώρηση,

νόημα στον αφανισμό.

 

 

 

 



Τα παραπάνω ποιήματα είναι από την πρώτη προσωπική ποιητική συλλογή της Σήλικας Ρηγοπούλου Μαθήματα οικιακής οικονομίας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι. 

Η Σήλικα Ρηγοπούλου γεννήθηκε στη Στουτγκάρδη και ζει στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Θέατρο, Γερμανική Φιλολογία και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στον τομέα Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας. Είναι καθηγήτρια Γερμανικής Γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και μεταφράστρια.

Το 2011 συμμετείχε με ποιήματά της, μαζί με άλλους 8 ποιητές και ποιήτριες, στο Ένα βιβλίο ποίησης (εκδόσεις Γαβριηλίδης).



Jenny Erpenbeck, Δοκιμασία

Foto by Griszka Niewiadomski

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Μέχρι το σύμπλεγμα των βράχων, που εν τω μεταξύ φαίνεται ακόμα μόνο λόφος ομαλός πάνω από το σπίτι, τραβήχτηκε πριν από είκοσι τέσσερις χιλιάδες χρόνια περίπου ο πάγος. Από την τεράστια πίεση που ασκούσε ο πάγος τσάκισαν και λιανίστηκαν οι παγωμένοι κορμοί των βελανιδιών, των σκληθρών και των πεύκων, τμήματα του συμπλέγματος των βράχων έσκασαν, κομματιάστηκαν, θρυμματίστηκαν, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και αιλουροειδή σπαθόδοντα εκδιώχθηκαν σε νοτιότερες περιοχές. Πέρα από το σύμπλεγμα των βράχων ο πάγος δεν περνούσε. Ύστερα γινόταν λίγο λίγο ησυχία, κι ο πάγος άρχισε τη δουλειά του, τον ύπνο. Ενώ για χιλιετηρίδες άπλωνε ή περιέφερε μόνο κατά εκατοστά το γιγάντιο ψυχρό κορμί του, λείαινε σιγά σιγά από κάτω του στρογγυλά τα θραύσματα των βράχων. Σε θερμότερα χρόνια, δεκαετίες, αιώνες το νερό στην επιφάνεια του στρώματος του πάγου έλιωνε λίγο, και σε σημεία που η άμμος κάτω απ’ τον πάγο ήταν εύκολο να ξεπλυθεί γλιστρούσε κάτω απ’ το βαρύ γιγάντιο σώμα. Έτσι, όπου κάποιο ύψωμα εμπόδιζε την προώθησή του, ο πάγος έπαιρνε, ξεφεύγοντας από τον εαυτό του ως νερό, τον δρόμο της επιστροφής και κυλούσε κάτω το βουνό. Σε ψυχρότερα χρόνια ο πάγος ήταν απλώς εκεί, κειτόταν κι ήταν βαρύς. Κι όπου, λιώνοντας, σε θερμότερα χρόνια είχε σκάψει στο έδαφος από κάτω του αύλακες, εκεί πίεζε στα ψυχρότερα χρόνια, δεκαετίες, αιώνες τον πάγο του μ’ όλη τη δύναμή του και πάλι μέσα, για να τις κλείσει.


Όταν πριν από δεκαοκτώ χιλιάδες χρόνια περίπου οι γλώσσες του παγετώνα άρχισαν να λιώνουν κι ύστερα, ενώ η γη γινόταν όλο και πιο θερμή, σχεδόν όλα τα νοτιότερα μέλη του, άφησε πίσω του λίγα μόνο ενέχυρα στα βάθη των αυλάκων, νησιά από πάγο, ορφανεμένος πάγος, νεκρός πάγος ονομάστηκε αργότερα.


Απ’ το κορμί που άλλοτε ανήκε αποκομμένος κι εγκλωβισμένος μέσα στις αύλακες, άρχισε πολύ αργότερα να λιώνει αυτός ο πάγος, γύρω στο δεκατρείς χιλιάδες πριν από την έναρξη της χριστιανικής μέτρησης του χρόνου έγινε πάλι νερό, διαπότισε τη γη, εξατμίστηκε στον αέρα κι έπεσε πάλι βροχή, ως νερό άρχισε να κάνει κύκλους μεταξύ ουρανού και γης. Όπου δεν μπορούσε να διεισδύσει πιο βαθιά, επειδή το έδαφος ήταν ήδη χορτάτο, συγκεντρωνόταν πάνω απ’ την κυανή άργιλο και ανέβαινε, έκοβε με την επιφάνειά του εγκάρσια τη σκούρα γη και εμφανίστηκε πάλι μόνο στην αύλακα ως καθάρια λίμνη. Η άμμος, που το ίδιο το νερό την είχε βγάλει τρίβοντας τον βράχο, όταν ήταν ακόμη πάγος, τσουλούσε τώρα εδώ κι εκεί από τα πλάγια μέσα σ’ εκείνη τη λίμνη και βυθιζόταν στον πυθμένα της, έτσι σχηματίστηκαν σε κάποια σημεία υπολίμνια βουνά, σε άλλα σημεία έμεινε το νερό τόσο βαθύ, όση ήταν αρχικά η αύλακα. Για κάποιο χρόνο η λίμνη τώρα καταμεσής των λόφων της Μαρκ θα έδειχνε την επιφάνειά της στον ουρανό, θα κειτόταν γυαλιστερή εκεί ανάμεσα σε βελανιδιές, σκλήθρες και πεύκα που τώρα μεγάλωναν πάλι, πολύ αργότερα, όταν κάποτε θα υπήρχαν άνθρωποι, θα έπαιρνε μάλιστα απ’ αυτούς τους ανθρώπους κι ένα όνομα: Θάλασσα της Μαρκ, αλλά μια μέρα θα χανόταν πάλι, γιατί, όπως κάθε λίμνη, ήταν κι αυτή κάτι πρόσκαιρο μόνο, όπως κάθε μήτρα ήταν κι εκείνη η αύλακα εκεί μόνο και μόνο για να κλείσει κάποτε πάλι εντελώς. Και στη Σαχάρα υπήρχε κάποτε νερό. Μόλις στους νεότερους χρόνους εμφανίστηκε εκεί αυτό που επιστημονικά χαρακτηρίζεται ερημοποίηση, στην καθομιλουμένη ρήμαγμα. 



Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης





Το παραπάνω απόσπασμα είναι ο εναρκτήριος Πρόλογος από το μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης Γερμανίδας συγγραφέως Τζέννυ Έρπενμπεκ Δοκιμασία, το οποίο δεν έχει εκδοθεί ακόμη στα Ελληνικά. Αυτό και δύο ακόμη αποσπάσματα από το ίδιο μυθιστόρημα θα διαβαστούν μεταξύ άλλων στην ανοιχτή εκδήλωση για το κοινό που διοργάνωσε η Λέσχη Ανάγνωσης Degas με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου μυθιστορήματος της Έρπενμπεκ στα Ελληνικά, Η συντέλεια του κόσμου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017), στις 24 Νοεμβρίου 2017 στις 7 μ.μ. στο Πολιτιστικό Κέντρο Μοσχάτου Θεόδωρος Αγγελόπουλος.

Άλλα έργα της Τζέννυ Έρπενμπεκ που έχουν εκδοθεί στα Ελληνικά είναι η νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού (Ίνδικτος 2004), η συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα (Ίνδικτος 2006) και το μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις (Ίνδικτος 2008). Μία παρουσίαση του τελευταίου μυθιστορήματος της, που εκδόθηκε στη Γερμανία το 2015 και θα εκδοθεί στα Ελληνικά το 2018 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο Περαστικοί, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Όλες τις δημοσιεύσεις για την Τζέννυ Έρπενμπεκ στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ


Johann Wolfgang von Goethe, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου / Το χρονικό μιας απόδρασης

Πολλά μπορεί να πει κανείς για να υποστηρίξει τους κανόνες, ό,τι περίπου μπορεί να πει και προς έπαινον της αστικής κοινωνίας. Ένας άνθρωπος που συμμορφώνεται με τους κανόνες, δεν πρόκειται να φτιάξει ποτέ τίποτε το ανόητο ή το κακό, όπως ακριβώς κάποιος που καθοδηγείται από τους κοινωνικούς νόμους και τα πρότυπα της κοσμιότητας δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ανυπόφορος γείτονας ή διαβόητος κακοποιός. Από την άλλη πλευρά, ό,τι κι αν λένε, όλοι οι κανόνες καταστρέφουν το αληθινό αίσθημα της φύσης και την αληθινή της έκφραση! Θα μου πεις: “Μα αυτό είναι πολύ σκληρό! Ο κανόνας απλώς περιορίζει, κλαδεύει τα φουντωμένα κλήματα” κλπ. -Φίλε μου καλέ, μου επιτρέπεις μια παρομοίωση; Συμβαίνει κι εδώ όπως και στον έρωτα. Ένας νέος είναι δοσμένος με όλη του την καρδιά σ' ένα κορίτσι, περνάει όλες τις ώρες της ημέρας κοντά της, ξοδεύει όλες του τις δυνάμεις, όλη του την περιουσία για να της δείξει την κάθε στιγμή ότι της ανήκει ολοκληρωτικά. Έρχεται τότε ένας καλός αστός, ένας άνθρωπος με κάποιο δημόσιο αξίωμα και του λέει: “Νέε μου! Το ν' αγαπάς είναι ανθρώπινο, μόνο που πρέπει και ν' αγαπάς ανθρώπινα. Μοίρασε το χρόνο σου, αφιέρωσε ένα μέρος στη δουλειά σου και το χρόνο της ανάπαυσής σου αφιέρωσέ τον στο κορίτσι σου. Λογάριασε την περιουσία σου και αφού έχεις καλύψει τις ανάγκες σου, δεν σου απαγορεύω με ό,τι περισσέψει να της αγοράσεις ένα δώρο, αλλά όχι πολύ συχνά, λόγου χάρη στη γιορτή της ή στα γενέθλιά της”. Αν ο ερωτευμένος μας τον ακούσει, τότε θά 'χουμε να κάνουμε μ' έναν χρήσιμο νεαρό άνθρωπο, τον οποίο θα σύστηνα ανεπιφύλακτα στον οποιονδήποτε ηγεμόνα να τον διορίσει σύμβουλό του. Μόνο που ο έρωτάς του θά 'χει ξοφλήσει και, αν είναι καλλιτέχνης, και η τέχνη του.


[...] 


Α εσείς οι λογικοί άνθρωποι! Πάθος! Μέθη! Παραφροσύνη! Κάθεστε εκεί ήρεμοι και απαθείς, εσείς οι ενάρετοι, κατακρίνετε τον πότη, απεχθάνεστε τον τρελό, προσπερνάτε σαν τους ιερείς, και, σαν τους Φαρισαίους, ευχαριστείτε το Θεό που δεν σας έκανε όμοιους μ' εκείνους. Έχω μεθύσει πολλές φορές, τα πάθη μου ποτέ δεν απείχαν πολύ από την τρέλα και δεν μετανιώνω ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, γιατί, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, έμαθα να κατανοώ ότι όλους τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αυτούς που πραγματοποίησαν κάτι μεγάλο, κάτι που έμοιαζε με ακατόρθωτο, ανέκαθεν τους θεωρούσαν μεθυσμένους ή τρελούς.


[...]


Αρκετές φορές μου έχει έρθει ξαφνικά η ιδέα να γράψω στον υπουργό και να του ζητήσω εκείνη τη θέση στην πρεσβεία. Ύστερα, όταν το ξανασκέφτομαι, μου έρχεται στο νου ο μύθος για το άλογο που, κουρασμένο από την ελευθεριά του, αφήνει να το σελώσουν και να του περάσουν χαλινάρι και να το ιππεύσουν μέχρις εξοντώσεως.


[...]


Αυτό που με πειράζει περισσότερο είναι η αθλιότητα των κοινωνικών συμβάσεων. Τι είδους άνθρωποι είναι λοιπόν όλοι αυτοί που όλη η ψυχή τους είναι δοσμένη στους τύπους, που όλη τους η σκέψη και η φροντίδα για χρόνια ολόκληρα είναι το πως θα γλιστρήσουν μια καρέκλα παραπέρα προς την κεφαλή του τραπεζιού;


[...]


Έχω ακούσει να μιλούν για μια ευγενική ράτσα αλόγων που, όταν είναι υπερβολικά ξαναμμένα και καταπονημένα, ανοίγουν μόνα τους από ένστικτο μια φλέβα για να μπορέσουν ν' αναπνεύσουν πιο ελεύθερα. Έτσι νιώθω συχνά κι εγώ: θά 'θελα ν' ανοίξω μια φλέβα που θα μου χάριζε την αιώνια ελευθερία.


[...]


Μερικές φορές με πιάνει κάτι· δεν είναι αγωνία, δεν είναι επιθυμία — είναι μια άγνωστη μανία μέσα μου, που μου σφίγγει το λαιμό. Και τότε περιπλανιέμαι ανάμεσα στις φοβερές νυχτερινές σκηνές αυτής της εποχής που εχθρεύεται τους ανθρώπους.


[...]






Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από τη θεατρική παράσταση της ομάδας «Άνθρωπος στη θάλασσα», η οποία βασίζεται στο βιβλίο του Γιόχανν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου σε μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη (Εκδόσεις Άγρα, 1996).


Η παράσταση παίζεται από τις 18 Νοεμβρίου έως τις 3 Δεκεμβρίου 2017, κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 9 μ.μ. στην Αίθουσα Μάντεως Τειρεσία, στη Θεσσαλονίκη. 


Η ομάδα «Άνθρωπος στη θάλασσα» δημιουργήθηκε το 2010 από την Κλαίρη Χριστοπούλου, την Ροδή Στεφανίδου και τον Νάσο Χαλκίδη, ενώ από τότε έχει συνεργαστεί και με άλλους καλλιτέχνες. Μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει τις παραστάσεις: Δεν υπάρχει κανείς- performance βασισμένη στον πρόλογο του Προμηθέα Δεσμώτη (2010), Μία ξενάγηση (2010), Πείνα- work in progress (2011), Πείνα- β' σχεδίασμα (2012), Μάγισσες Wanted (2013), Για να τελειώνουμε με την κρίση του Θεού (2014), Κουαρτέτο (2015) και Παιχνίδι με τις λέξεις (2016).


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία: Κλαίρη Χριστοπούλου

Βοηθός σκηνοθέτη: Θένια Χριστάκου

Δραματουργία: Θένια Χριστάκου, Κλαίρη Χριστοπούλου, Νατάσσα Αστρεινίδη, Βασιλική Αθανασιάδου

Σκηνικά - Κοστούμια: Ελίνα Ευταξία, Μαλαματή Ευθυμιάδου

Κίνηση: Δέσποινα Καπουλίτσα

Σχεδιασμός φωτισμών: Αθηνά Μπανάβα

Μουσική επιμέλεια - προσαρμογή: Κωστής Βοζίκης

ΠΑΙΖΟΥΝ 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Γιάννης Περδίκης

ΒΕΡΘΕΡΟΣ: Πολύκαρπος Φιλιππίδης (φιλική συμμετοχή)

ΛΟΤΤΕ: Εύη Παπαδοπούλου

Φωτογραφίες:  Χριστίνα Βούλγαρη

Σχεδιασμός αφίσας: Τέση Δροσοπούλου

Εκτυπώσεις: Σοφοκλής -Μαρία

Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται με τη στήριξη της Ομάδας Τέχνης Oberon.

ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ: 6993 617704, καθημερινά 5 μ.μ. - 8 μ.μ.

Αλέξανδρος Κ., Για την τυχαία εν μέρει κατάργηση των βασανιστηρίων στο Βασίλειο της Πρωσίας μία ημέρα μετά τη γέννηση του Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ


Εκείνη την τρομερή στιγμή, στις 8 παρά τέταρτο το πρωί της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1730, άλλοι τον ήθελαν λιπόθυμο να υποβαστάζεται και άλλοι σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο να σπαράζει. Αντιφατικές έχουν καταγραφεί και οι πληροφορίες αφενός για την ακριβή θέση του ιστορικού παραθύρου στο κάστρο Κυστρίν, εκεί κοντά στα παγωμένα νερά του Όντερ, και αφετέρου για το ακριβές σημείο στο οποίο πρώτα έπεσε κι ύστερα κύλισε το κομμένο κεφάλι.


Αδιαφιλονίκητο γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι ο κατ’ αρχάς άτυχος κι ύστερα προδομένος ανθυπολοχαγός έχασε το κεφάλι του στα είκοσι έξι του χρόνια, γιατί ο πρίγκιπας, μέσα στη βιασύνη του και τον νεανικό ενθουσιασμό του, άφησε ημιτελή τη διεύθυνση παραλήπτη στην επιστολή που του έστειλε. Και έτσι η επιστολή εκείνη, που δεν ήταν γραμμένο να φτάσει ποτέ στο Βερολίνο, παραδόθηκε στο ταχυδρομείο του Ερλάνγκεν, και εκεί ο αρχιταχυδρόμος, αφού προς στιγμήν απόρησε με τον εσφαλμένο στρατιωτικό βαθμό του παραλήπτη, έτσι όπως αναγραφόταν στην επιστολή, πιάστηκε, όπως του φάνηκε πρέπον, παρά την απορία του από του παραλήπτη τ’ όνομα, οπότε και την παρέδωσε σε λάθος χέρια, την επιστολή, στα χέρια κάποιου ίλαρχου, πρώτου εξαδέλφου του ανθυπολοχαγού, που είχε συμπτωματικά το ίδιο όνομα μ’ εκείνον, κι ύστερα εκείνος ο ίλαρχος, ταραγμένος πιθανότατα από το περιεχόμενο της επιστολής και από ειλικρινή πίστη και αφοσίωση στον βασιλιά, αν όχι από υπερβολικό φόβο της αυστηρότητάς του μόνο, πήγε και παρέδωσε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνα τα λάθος χέρια, την επιστολή που εξέθετε ανεπανόρθωτα τον συνονόματο εξάδελφό του, στα χέρια του βασιλιά, τα μόνα χέρια στα οποία ήταν σαφές ότι δεν έπρεπε να πέσει.


Έτσι είχαν γίνει τα πράγματα τον Αύγουστο, τρεις μήνες προτού αυτός, ο μεγαλύτερος από τα 14 παιδιά του βασιλιά και της βασίλισσας και διάδοχος του θρόνου, αρχίσει να σπαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο του κάστρου Κυστρίν, όταν οι φύλακες, με διαταγή του βασιλιά, είχαν αρπάξει το ξανθό κεφάλι του απ’ τα μαλλιά και πιέζανε το δεκαοκτάχρονο τρυφερό πρόσωπό του στο κιγκλίδωμα του παραθύρου, για να δει κι αυτός με τα ίδια του τα μάτια να χάνει το κεφάλι του ο ανθυπολοχαγός του Πρωσικού στρατού που τόσο τον αγαπούσε. Από αυτό το φρικτό βασανιστήριο, την υποχρεωτική παρακολούθηση του αποκεφαλισμού του ανθυπολοχαγού, είναι πολύ πιθανό να ήρθε να τον απαλλάξει, σαν από μηχανής θεός, εκείνη η λιποθυμία, και έτσι όντως μπορεί να μην είδε ποτέ ο ίδιος τελικά το πυρόξανθο κεφάλι ν’ αποκόβεται, μ’ ένα αναπότρεπτο χτύπημα του δήμιου, απ’ το βασανισμένο σώμα.


Ο άτυχος ανθυπολοχαγός ήταν ο μόνος που πλήρωσε με τη ζωή του τη συναναστροφή και τον συγχρωτισμό του με τον νεαρό πρίγκιπα. Η θυγατέρα κάποιου γυμνασιάρχη θεολόγου καθηγητή και διευθυντή της εκκλησιαστικής χορωδίας της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Πότσνταμ, η οποία συνδεόταν φιλικά με τον πρίγκιπα λόγω της κοινής αγάπης τους για τη μουσική, μαστιγώθηκε δημοσίως έξι φορές κι ύστερα την κλείσανε για σωφρονισμό στο περιβόητο κλωθοκομείο του Σπαντάου, να γνέθει ώρες ατελείωτες μαζί με άπορες ζητιάνες και εξαθλιωμένες πόρνες. Ένας ανθυπασπιστής, ο οποίος ανήκε στο στενό περιβάλλον του πρίγκιπα και είχε ως εκ τούτου συνοδεύσει τον πρίγκιπα σε κάποιες συναντήσεις μουσικής φύσεως με τη θυγατέρα του γυμνασιάρχη θεολόγου καθηγητή, καταδικάστηκε στο στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ σε έξι μήνες φυλάκισης, αλλά όπως αποδείχθηκε ο ανθυπασπιστής ήταν πιο τυχερός απ’ τον ανθυπολοχαγό, γιατί ο βασιλιάς, ο οποίος προφανώς τον συμπαθούσε, του έδωσε χάρη και του έγραψε προσωπικά ότι την ποινή εκείνη θα έπρεπε να τη δει ως προειδοποίηση, ώστε να είναι συνετός στο μέλλον. Στην περίπτωση όμως του άτυχου ανθυπολοχαγού, τον οποίο το ίδιο στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ είχε καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη, κρίνοντάς τον ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο, περί λιποταξίας, κατηγορητήριο συντεταγμένο καθ’ υπόδειξη του βασιλιά τόσο για τον ανθυπολοχαγό όσο και για τον γιο του, τον πρίγκιπα, ο ίδιος βασιλιάς, ο μεγαλόψυχος βασιλιάς στην περίπτωση του ανθυπασπιστή, εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του και, αφού η επανάληψη της δίκης που ο ίδιος ζήτησε κατέληξε στην ίδια ποινή και πάλι, στην ισόβια κάθειρξη απλώς και όχι στη θανατική ποινή, όπως ο ίδιος επιθυμούσε και όπως προσπάθησε απροκάλυπτα να πείσει τους δικαστές, μετέτρεψε ο ίδιος εκείνη την, κατά τη γνώμη του μόνο, επιεική ποινή σε θανατική ποινή δια αποκεφαλισμού, με τα γνωστά επακόλουθα.


Στην περίπτωση του πρίγκιπα το στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ έκρινε εαυτόν αναρμόδιο και για καλή του τύχη, του πρίγκιπα, ένας φωτισμένος στρατάρχης, μεταρρυθμιστής του Πρωσικού στρατού και πατέρας δέκα παιδιών ο ίδιος, τον υπερασπίστηκε στον πατέρα του, τον βασιλιά, ενώ επενέβησαν υπέρ του πρίγκιπα με επιστολές τους ένας μουσικόφιλος κάιζερ, και προστάτης γενικότερα των καλών τεχνών, και ένας ανύμφευτος γηραιός πρίγκιπας, φημισμένος και για μια τεράστια συλλογή βιβλίων, την οποία έμελλε να αγοράσει μετά τον θάνατό του ο μουσικόφιλος κάιζερ. Έτσι, ο βασιλιάς υποχώρησε και ο γιος του απλώς φυλακίστηκε στο κάστρο Κυστρίν, με τα γνωστά επακόλουθα. Πολλοί είπαν ότι τον βασιλιά περισσότερο τον ενόχλησε η βαθιά φιλία του γιου του και η σχέση του με τον ανθυπολοχαγό και λιγότερο η επιθυμία του γιου του να εγκαταλείψει το βασίλειό του. Και όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς θεώρησε ότι τον γιο του τον παρέσυρε ο ανθυπολοχαγός, αφού, ως μεγαλύτερός του, ήταν πιο έμπειρος στη ζωή.


Ο πρίγκιπας πάντως έζησε. Και δέκα χρόνια αργότερα, όταν τα πράγματα είχαν πλέον μπει σε μια σειρά, άρχισε και να βασιλεύει.


Η σειρά, στην οποία μπήκαν τα πράγματα, ήταν η εξής: Πριν περάσουν δύο χρόνια από εκείνο το πρωί της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1730, ο πρίγκιπας δέχτηκε να πάρει για γυναίκα του, χωρίς να την αγαπάει καθόλου, τη θυγατέρα κάποιου δούκα και δεύτερη εξαδέλφη μιας αυτοκράτειρας. Με τον αρραβώνα τους, που έγινε στο Βερολίνο στις 10 Μαρτίου 1732, ημέρα Δευτέρα, έληξε οριστικά και η παρεξήγηση με τον πατέρα του, τον βασιλιά. Η τιμή του πρίγκιπα αποκαταστάθηκε και έγινε και πάλι διάδοχος του θρόνου. Ο γάμος του πρίγκιπα με τη θυγατέρα του δούκα έγινε έναν χρόνο αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1733, ημέρα Παρασκευή, στον Πύργο Ζάλτσνταλεμ, σ’ ένα χωριό με το ίδιο όνομα κάπου στη σημερινή Κάτω Σαξονία, που πήρε τ’ όνομά του από ένα ορυχείο άλατος, που βρισκόταν εκεί κοντά του. Μετά τη γαμήλια τελετή, ο ίδιος ο πρίγκιπας, που τη μουσική, ως γνωστόν, πολύ την αγαπούσε, έπαιξε φλάουτο, ερμηνεύοντας το σολιστικό μέρος σ’ ένα ποιμενικό κομμάτι, που απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία. Η θυγατέρα του δούκα και δεύτερη εξαδέλφη της αυτοκράτειρας, νόμιμη σύζυγος πλέον του διάδοχου του θρόνου, ήταν απλώς παρούσα. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να έκανε ήδη κάποια όνειρα εκείνη για την εποχή που θα γινόταν βασίλισσα και μητέρα. Μητέρα δεν έγινε ποτέ. Με τα χρόνια κάποιοι αρχίσανε να ψιθυρίζουνε ότι ο πρίγκιπας, κάποιους μήνες πριν συμφωνήσει για τον γάμο, είχε αρπάξει, κατά την επίσκεψή του στην αυλή κάποιου ισχυρού φιλότεχνου βασιλιά, ένα αφροδίσιο νόσημα, το οποίο δεν του επέτρεπε να συνευρίσκεται ερωτικά με τη νόμιμη σύζυγό του. Και πολλά χρόνια μετά κάποιοι άλλοι ψιθυρίζανε ότι ο πρίγκιπας ήτανε σαν τον μικρό αδελφό του, αυτό μόνο ψιθυρίζανε, κι όλοι καταλαβαίναν. Ο πρίγκιπας ανέβηκε στον θρόνο στις 31 Μαΐου 1740, ημέρα Τρίτη, την ίδια ημέρα που πέθανε ο πατέρας του, ο βασιλιάς, όπως συνηθιζόταν, και λίγες ημέρες μετά, από τον Πύργο Ράινσμπεργκ, όπου διέμενε με τη σύζυγό του μέχρι τότε, εκείνος αποσύρθηκε στον Πύργο Σαρλότενμπουργκ, για να πάψει να έχει στενές επαφές με τη βασίλισσα σύζυγό του, όπως είχε προαναγγείλει πριν δώσει τη συγκατάθεσή του για τον γάμο. Στην άτεκνη βασίλισσα παραχώρησε μια κατοικία στον Πύργο της Πόλης του Βερολίνου και για θερινή κατοικία τής δώρισε τον Πύργο Σαινχάουζεν.


Γεγονός πάντως είναι ότι τρεις ημέρες αφού ανέβηκε στον θρόνο, την Παρασκευή 3 Ιουνίου 1740, ο πρώην πρίγκιπας και νυν βασιλιάς, εις μνήμιν ίσως του άτυχου ανθυπολοχαγού που έχασε το κεφάλι του στα είκοσι έξι του χρόνια, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο, παρά τις αντιρρήσεις του γηραιού Πρώσου υπουργού δικαιοσύνης και άλλων συμβουλατόρων, καταργούσε παντελώς τα βασανιστήρια σε όλες τις περιπτώσεις πλην δύο: πρώτον, στην περίπτωση του εγκλήματος κατά της μεγαλειότητας, και δεύτερον, στην περίπτωση της εσχάτης προδοσίας.


Ο βασιλιάς, που είχε κερδίσει από νωρίς, κυρίως λόγω των στρατηγικών ικανοτήτων του, την επωνυμία Μέγας, πέθανε καθισμένος σε μια πολυθρόνα στη θερινή του κατοικία, τον Πύργο Σανσουσί, στα 74 του χρόνια. Ο διάδοχος του θρόνου και ανιψιός του, παραβαίνοντας την επιθυμία που είχε εκφράσει ρητά ο βασιλιάς όσο ήταν εν ζωή ακόμη, διέταξε και τον έθαψαν δίπλα στον πατέρα του. Πατέρας και γιος είχαν άλλωστε επισήμως συμφιλιωθεί πολλά χρονιά πριν.







Το διήγημα «Για την τυχαία εν μέρει κατάργηση των βασανιστηρίων στο Βασίλειο της Πρωσίας μία ημέρα μετά τη γέννηση του Νονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο διαδικτυακό περιοδικό λόγου και τέχνης ΑΠΟΙΚΙΑ τον Ιούλιο του 2017. 

Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. 


Γιάννης Οικονομίδης, Στέλλα κοιμήσου

Φωτογραφία: Μυρτώ Αποστολίδου


Σκηνή Α΄

Στο σαλόνι μιας πολυτελούς κατοικίας. Στο βάθος του σαλονιού μια σύνθεση με λουλούδια σαν γλυπτά που καλύπτουν όλο τον τοίχο και προστατεύονται από μία τζαμαρία. Ο Γιώργος βυθισμένος σε μια πολυθρόνα ασχολείται με το λάπτοπ, συνθέτει ήχους (κραυγές, τρυπάνια, φωνές), που τους ενώνει με κάποια τέμπο προσπαθώντας να φτιάξει μουσική. Φοράει ένα παντελόνι ξεφτισμένο στις άκρες, δύο τρύπιες κάλτσες διαφορετικές μεταξύ τους κι έχει και μια πετσέτα ριγμένη στους ώμους. Ακουμπάει τα πόδια του σε ένα υποπόδιο. Δίπλα του ένας καφές με παγάκια, από τον οποίο κάθε τόσο πίνει καμιά γουλιά, και μία μπανάνα. Τα παπούτσια του είναι πεταμένα πλάι στην πολυθρόνα. Η Ανθή στην άλλη άκρη του σαλονιού, καθισμένη σε μια καρέκλα, προσπαθεί να διαβάσει ένα βιβλίο αλλά την ενοχλεί η φασαρία που κάνει ο Γιώργος.


Ανθή: Γιώργο, μπορείς να το χαμηλώσεις σε παρακαλώ λίγο;


Ο Γιώργος χαμηλώνει την ένταση για μια στιγμή και αμέσως μετά την ξαναδυναμώνει.


Ανθή: Μπορείς να το χαμηλώσεις επιτέλους λίγο;


Γιώργος: Τώρα, τελειώνω το κομμάτι…


Κάποια στιγμή ο Γιώργος σηκώνεται και βγαίνει από το σαλόνι αφήνοντας το λάπτοπ ανοιχτό να παίζει. Η Ανθή σηκώνεται και το κλείνει, κλωτσάει τα παπούτσια του Γιώργου μακριά από την πολυθρόνα και ξαπλώνει στον καναπέ. Ο Γιώργος μπαίνει και βλέπει την Ανθή ξαπλωμένη στον καναπέ. Πάει από πίσω της και με την πετσέτα του πιέζει με δύναμη το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ, ακινητοποιώντας την με όλο του το σώμα.


Γιώργος:  Δεν το ακουμπάμε αυτό Ανθούλα μου, δεν το ακουμπάμε αυτό Ανθούλα. Εντάξει, Ανθούλα; Δεν πειράζουμε το λάπτοπ του Γιωργάκη. «Ναι, Γιώργο. Συγγνώμη, Γιώργο. Έχεις δίκιο. Είμαι καριόλα Γιώργο, είμαι καριόλα». Άντε και γαμήσου. Όλα από την αρχή μωρή μαλάκω, όλα από την αρχή θα τ᾿ ακούσεις τώρα.


Ανθή (Καθώς προσπαθεί να συνέλθει: Γιώργο τι κάνεις;


Γιώργος:  Καλά είμαι, εσύ; Φτιάξε τώρα τον καναπέ…


Ανθή: Τι κάνεις ρε μαλάκα Γιωργάκη; Τι κάνεις ρε καθυστερημένε; Θες να με πνίξεις; Κλείσ᾿ τη αυτή τη μαλακία, ρε ηλίθιε. Κλείσ᾿ το ρε, θα το σπάσω.


Γιώργος:  Δεν θα ακουμπάς το λάπτοπ.


Ανθή: Ποιο λάπτοπ ρε μαλάκα; Πας καλά; Απροσάρμοστο. Μαλακισμένο. Πόσες φορές σου είπα να το κλείσεις;


Γιώργος:  Σου είπα κάτι; Ότι τελειώνω το τραγούδι;


Ανθή: Ποιο τραγούδι;


Γιώργος (Ξεφλουδίζει και τρώει την μπανάνα:  Τελειώνω το γαμοτράγουδο και φεύγω. Το ᾿πα ή δεν το ᾿πα;


Ανθή: Δεν είναι τραγούδι αυτό, είναι παράνοια, είναι μια μαλακία που παίζει μέσα στο κεφάλι μου και θα με τρελάνει. Θέλω μια ωραία μέρα, μία γαμημένη Κυριακή να διαβάσω το βιβλίο μου χωρίς να μου ζαλίζεις τον έρωτα. Γιατί δεν μ᾿ αφήνεις ήσυχη; Γιατί δεν παίρνεις ρε σιχαμένη μαϊμού την μπανάνα σου να πας κάτω να παίξεις; Σου φτιάξαμε ένα ολόκληρο στούντιο κάτω με τα καλύτερα μηχανήματα, το χρυσοπληρώσαμε. Εκατό χιλιάδες ευρώ δώσαμε για να μας αφήνεις ήσυχους.


Γιώργος:  Εμπνέομαι ρε μαλάκα, εμπνέομαι εδώ.


Ανθή: Από τι εμπνέεσαι;


Γιώργος:  Από τη μάπα σου ρε φίλε, με εμπνέει.


Ανθή: Από μένα; Σοβαρά; Ρώτησες τη μάπα μου πώς περνάει μ᾿ εσένα εδώ πέρα; Θα βγάλω φλύκταινες εδώ πέρα. Πρώτον, γιατί βρωμάς και ζέχνεις τυλιγμένος με αυτή τη βρωμοπετσέτα που δεν την έχεις βγάλει από πάνω σου από τότε που σε πλύναμε για πρώτη φορά και δεύτερον γιατί αυτό το πράγμα δεν είναι μουσική.


Γιώργος:  Δεν είναι έτοιμο ακόμα, μαλακισμένο, δεν είναι έτοιμο…


Ανθή: Πότε θα είναι έτοιμο ρε Γιωργάκη, για πες μας;


Γιώργος:  Όποτε πω εγώ, ρε μαλάκα, θα ᾿ναι έτοιμο. Όποτε πω εγώ.


Ανθή: Πότε θα το πεις ρε Γιώργο; Όλοι αυτό περιμένουμε. Να ετοιμάσεις κάτι. Πότε σκοπεύεις δηλαδή;


Γιώργος:  Δύο CD, ρε μαλάκω, έχω έτοιμα. Δύο, ναι.


Ανθή: Πού είναι;


Γιώργος:  «I Love you Mama» και «Daddy don᾿t push me». Εντάξει; Τι θες τώρα ρε μαλάκα; Έχεις έρθει μια φορά να τ᾿ ακούσεις; Έλα, έλα ρε μαλάκα, χτύπα μου την πόρτα και πες μου «Γιώργο, να σου πω ρε μαλάκα, τι είναι αυτά που γράφεις;» Να τα πάρεις στη μάπα τα δύο CD, να ταακούσεις και να το βουλώσεις.


Ανθή: Γιώργο, δεν είσαι ο Μπετόβεν. Ένας μπετόβλακας είσαι. Ένας παντελώς ατάλαντος που παίζει με τα νεύρα μας.


Στέλλα (Καθώς μπαίνει μέσα στο σαλόνι) : Εεε! Καλημέρα!


Γιώργος:  Καλημέρα!


Ανθή: Βλέπεις καμιά καλή μέρα εδώ πέρα;


Στέλλα: Τι κάνετε πρωί πρωί ρε παιδιά, γιατί τσακώνεστε πάλι; Ανθή τι έγινε;


Γιώργος:  Έχει περίοδο. Η Ανθούλα έχει περίοδο πάλι.


Ανθή: Τι έγινε; Πήγε να με πνίξει ρε. Ο απροσάρμοστος. Ο καθυστερημένος πίθηκος με την μπανάνα, πήγε να με πνίξει γιατί του ᾿κλεισα το μπλιμπλίκι.


Στέλλα: Πας καλά ρε μαλάκα, τι κάνεις; Γιώργο, σου μιλάω. Τι κάνεις, ρε φίλε;


Γιώργος:  Καλά είμαι.


Στέλλα: Τι έχετε πάθει πρωί πρωί, πάμε καλά τώρα; (Ψάχνει στο σαλόνι, πίσω από τα μαξιλάρια του καναπέ) Μήπως είδατε πουθενά το κινητό μου;


Ανθή: Ποιο κινητό; Το χαβά σου εσύ. Μπορείς να του πεις να φύγει από το σαλόνι, να εξαφανιστεί, να μην τον βλέπω;


Στέλλα: Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Πού είναι το κινητό μου, ρε παιδιά, πού είναι το κινητό μου;


Ανθή: Ψάξε κι εσύ το κινητό σου, ρε Στελλίτσα, σου μιλάω ρε κούκλα μου.


Στέλλα: Τι να κάνω ρε;


Ανθή: Μπορείς να του πεις να εξαφανιστεί, να μην τον ξαναδώ στη ζωή μου;


Στέλλα: Όπα, έχω ξυπνήσει καλά, μη μου το χαλάσεις.


Ανθή: Συγγνώμη που σ᾿ ενοχλήσαμε έτσι; Κάνε τη δουλειά σου εσύ, Να ψάξω κι εγώ;

Ο Γιώργος αρχίζει να παίζει ντραμς με τα μαξιλάρια της πολυθρόνας.


Στέλλα: Ρε παιδιά, ηρεμήστε λίγο, χαλαρώστε, καλοκαίρι είναι.


Η Στέλλα φεύγει από την άλλη έξοδο του σαλονιού.


Ανθή: Για πες, ρε Γιωργάκη, για πες, πώς τα ᾿χεις καταφέρει έτσι; Πώς κατάφερες η σιχαμένη σου ύπαρξη να θεωρείται κάτι φυσιολογικό για όλους μες στο σπίτι; Να περνάνε και να σου κάνουν και πατ-πατ-πατ στο κεφάλι;


Γιώργος:  Είναι δύσκολο Ανθούλα μου. Πίστεψέ με, δεν είναι εύκολο.

[...]




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το θεατρικό έργο του Γιάννη Οικονομίδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις αντίποδες σε επιμέλεια του Αντώνη Ιορδάνου. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε αποκλειστικά για το θέατρο ο κινηματογραφιστής Γιάννης Οικονομίδης.

Η παράσταση του έργου επαναλαμβάνεται φέτος για δεύτερη σεζόν στο Εθνικό θέατρο μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 2018. Στη σελίδα του Εθνικού θεάτρου αναφέρεται για το έργο: 

ε μια οικογένεια όπου ο νόμος του πατέρα-αφέντη εφαρμόζεται με «μαφιόζικες» μεθόδους, η Στέλλα αρνείται να παντρευτεί αυτόν που της επιβάλλεται από το περιβάλλον της και επιμένει για το αυτονόητο δικαίωμα της προσωπικής επιλογής. Ο έρωτας όμως, ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση ατομικής ελευθερίας, ακυρώνεται μπροστά στο συμφέρον, που υποχρεώνει σε υποταγή στις ειλημμένες αποφάσεις. Αξιοπρέπεια, ηθική τάξη και συναισθήματα θεωρούνται πολυτέλεια.  

Με αφορμή έναν απαγορευμένο έρωτα, το έργο καταγράφει τη σημερινή πραγματικότητα και ανατέμνει έναν κόσμο εδραιωμένο στο ψέμα, το χρήμα, τη χυδαιότητα και το έγκλημα. Το όνειρο της κοινωνικής ανόδου και της υλικής ευμάρειας εξουδετερώνει κάθε αξία και διαβρώνει συμπεριφορές και συνειδήσεις.

Το «Στέλλα κοιμήσου» γράφτηκε με τη δημιουργική συμμετοχή των ηθοποιών της παράστασης κατά τη διάρκεια των προβών. Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή, καθώς ο διάλογος διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ζωντανά στη σκηνή, με βάση ένα συγκεκριμένο σενάριο." 












Γλυκερία Μπασδέκη, Οι Κόρες


[…]


ΝΑΝΑ: τι λόγια ξεστομίζεις! σύνελθε! ...παλιά την αγαπούσες, την περίμενες… όλο το σπίτι ζωγραφιές το γέμιζες… να η Μητέρα επί του βράχου του ιερού της Ακροπόλεως! να η Μητέρα δαφνοφόρος Αρωγός! να η Μητέρα Kονταροχτυπούσα κατά των βαρβάρων!


ΝΟΥΛΑ: εδώ Μητέρα, εκεί Μητέρα, πού είναι η Μητέρα; …παλιά ήταν παλιά… τώρα είναι τώρα… δε ζωγραφίζω πια Νανά, το ξέχασες;…  
(κοιτάζεται στο καθρεφτάκι) μου λείπεις  επειδή τα πόδια μου μακραίνουν, μακραίνουν και πάνε να βγουν από τους τοίχους… μου λείπεις επειδή ματώνουν τα ούλα μου και κόβομαι συνέχεια με το ξυραφάκι στις μασχάλες… …μακραίνω πολύ μαμά και φοβάμαι ότι θ’ ανοίξει το ταβάνι και θα με πάρει ο αέρας ψηλά και θα πετάξω πάνω απ’ την κυψέλη και τη φωκίωνος νέγρη και την οδό δροσοπούλου και το μαιευτήριο της έλενας και τη ντίσκο μπαρμπαρέλα και τη στάση νομισματοκοπείο και μετά θα σκάσω σαν καρπούζι στην αγκαλιά σου…
δεν ξέρω κανέναν εκεί έξω μαμά… τους ακούω να περπατάνε και να μιλάνε και δεν καταλαβαίνω τι λένε, ποιοι είναι, πού πηγαίνουν… ένας χτες βράδυ φώναζε «θα βρέξει απόψε»... ένας άλλος «να πάμε στην Αιόλου να πάρουμε τσιτάκια»… όταν τους ακούω κλαίω και πονάνε τ’ αυτιά μου κι ανεβάζω τριανταεφτά και δύο και μου ξαναλείπεις  κι αρχίζω να λέω από μέσα μου  όλους τους δρόμους και τα κτίρια και τα ζαχαροπλαστεία και τα εμπορικά μήπως πέσει ο πυρετός… και λέω μινιόν και σπλέντιτ και ντορέ και οδός πανεπιστημίου και βαρβάκειος και σοφοκλέους και άρειος πάγος και μπάγκειον και γεννηματά και  δεν πέφτει, δεν πέφτει το τριανταεφτά και δύο  και ξαναπάω στη ντουλάπα και φοράω τα ρούχα σου και κοιτάζομαι στον καθρέφτη και ξαναλέω από μέσα μου «σκάστε περαστικοί που δεν νοιάζεστε αν εγώ ψήνομαι από τον πυρετό και μακραίνουν τα πόδια μου και φεύγει το μυαλό μου και γεμίζουν οι μασχάλες μου τρίχες και ματώνω κι όλο τριανταεφτά και δύο έχω και θα με πάρει το ταβάνι και θα με σηκώσει» …κι αυτοί δεν ακούνε μαμά. καθόλου δεν ακούνε…

[…]




Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το κείμενο της θεατρικής παράστασης ΟΙ ΚΟΡΕΣ της   bijoux de kant, που παίχτηκε το καλοκαίρι στο Μικρό Χρηματιστήριο στο πλαίσιο  του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και επαναλαμβάνεται από τις 12 έως τις 22 Οκτωβρίου 2017 για 8 μόνο παραστάσεις (Πέμπτη – Κυριακή) στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής.

Στο Δελτίο Τύπου της παράστασης σημειώνεται: 

«Στο νέο τους σπίτι, οι Κόρες τολμούν να επαναρθρώσουν το αίτημά τους για ανακωχή  και επανασύνδεση με την Αθήνα, τη Μητέρα-πόλη όλων μας. Οι Κόρες των Αθηνών επιστρέφουν ανάλαφρες από τη σκόνη  των ποιημάτων, για να  διεκδικήσουν τη θέση τους στον καινούριο Λόγο που ζει και αναπνέει έξω από τις κλειστές πόρτες και τα σφραγισμένα παράθυρα. Η Νούλα και η Νανά, η Νανά και η Νούλα, ξαναπαίζουν για τελευταία φορά το παιχνίδι ΜΗΤΕΡΑ «σαν έτοιμες από καιρό» για τη μεγάλη έξοδο προς την ελευθερία τους. Μια ελευθερία με αρχαίες ρίζες και  νέα ορμή. Το Ζάππειο και η Κυψέλη, το Πεδίον του Άρεως  και  η οδός Αθηνάς, η Πνύκα και η πλατεία Αγίας Ειρήνης  γίνονται σώματα και σήματα μιας νέας επιθυμίας, ζωής και ρυμοτομίας».
 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σύλληψη - Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Κείμενο: Γλυκερία Μπασδέκη
Ποιητική ανθολόγηση: Χριστόφορος Λιοντάκης
Συνεργάτις σκηνοθέτις: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Σκηνογραφία-Γλυπτικές Συνθέσεις: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Βοηθός Σκηνογράφου: Αδριανός Μάμμας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιώργος Παπαδάκης
Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου
Παίζουν: Λένα Δροσάκη, Άλκηστις Πουλοπούλου και η μουσικός Χαρούλα Τσαλπαρά





Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στο Εσπερινό λύκειο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Είναι επικίνδυνο ν' ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον, 1989), Σύρε καλέ την άλυσον (Ενδυμίων, 2012) [η οποία επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από τις εκδόσεις Bibliothèque]. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και στα Αγγλικά και έχουν συμπεριληφθεί στη συλλογή σύγχρονης ελληνικής ποίησης Austerity Measures που κυκλοφόρησε από την Penguin Random House UK. Έχει επίσης γράψει διηγήματα και έχει συμμετάσχει στις συλλογικές εκδόσεις Πρώτη γραφή (Μίνωας, 2001), 13 νέοι συγγραφείς (Νεφέλη, 2002) και 11 λέξεις (Εκδόσεις Καλέντης 2013). Τα θεατρικά έργα της (ΣΤΕΛΛΑ travel: η γη της απαγγελίας, Ραμόνα travel / η γη της καλοσύνης, Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου και αχ! /(ξανα)διαβάζοντας την Κερένια κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου) έχουν εκδοθεί στο συλλεκτικό τόμο Τέσσερα θεατρικά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliothèque. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί και η τελευταία της ποιητική συλλογή Η Θεόδωρος ΚολοκοτρώνηΔείτε δημοσιεύσεις άλλων κειμένων της Γλυκερίας Μπασδέκη στις σελίδες της Logotexnia21 εδώ.





Italo Calvino, Ο ανύπαρκτος ιππότης

[…]


ΜΟΥΣΙΚΟΣ: Και τώρα;


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Τώρα κοίτα, ο Ανύπαρκτος Ιππότης φτάνει κιόλας στο πρώτο χωριό για να ρωτήσει για τη Σωφρονία.


ΑΝ.ΙΠΠΟΤΗΣ: Ψάχνω τη Σωφρονία, κόρη του βασιλιά της Σκωτίας! Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται;


ΧΩΡΙΚΟΣ: Στη Σκωτία θα βρίσκεται.


ΑΝ.ΙΠΠΟΤΗΣ: Καλά πάω από δω;


ΧΩΡΙΚΟΣ: Καλά πας, ιππότη μου, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς. Θα θελες να φας κάτι;


ΑΝ.ΙΠΠΟΤΗΣ: Όχι ..! εγώ δεν τρώω.. τρώει μόνο το άλογο μου.


ΧΩΡΙΚΟΣ: Ποιος είσαι;


ΑΝ.ΙΠΠΟΤΗΣ: Το όνομά μου βρίσκεται στο τέλος του ταξιδιού μου.


Ο Ανύπαρκτος  Ιππότης φεύγει. Μετά από λίγο εμφανίζεται ο Γκουρντουλού.


ΓΚΟΥΡΝΤΟΥΛΟΥ: Ει εσείς.. μήπως είδατε το αφεντικό μου;


ΧΩΡΙΚΟΣ: Και πού ξέρω εγώ ποιο είναι το αφεντικό σου…;


ΓΚΟΥΡΝΤΟΥΛΟΥ: Είναι ένας ιππότης… όχι …είναι ένα άλογο.


ΧΩΡΙΚΟΣ:Δηλαδή είσαι στις υπηρεσίες ενός αλόγου;


ΓΚΟΥΡΝΤΟΥΛΟΥ: Όχι.. το άλογο μου είναι στις υπηρεσίες ενός αλόγου!


ΧΩΡΙΚΟΣ: Και ούτε εσύ θέλεις να φας η να πιεις;


ΓΚΟΥΡΝΤΟΥΛΟΥ: Να φάω, να πιώ!! Ναι! Φαΐ! Φαΐ! Φαΐ!


Μετά από λίγο εμφανίζεται η Μπρανταμάντε.


ΜΠΡΑΝΤΑΜΑΝΤΕ: Ψάχνω έναν ιππότη με λευκή πανοπλία! Τον είδα να έρχεται προς τα εδώ.


ΧΩΡΙΚΟΣ: Όχι.. δεν υπάρχει.


ΜΠΡΑΝΤΑΜΑΝΤΕ:  Αν δεν υπάρχει τότε σίγουρα είναι αυτός.


ΧΩΡΙΚΟΣ: Έφυγε τρέχοντας προς τα κει!


ΜΠΡΑΝΤΑΜΑΝΤΕ:  Τον είδατε στ’ αλήθεια; Μια λευκή πανοπλία που μοιάζει να είναι κάποιος μέσα!


ΧΩΡΙΚΟΣ: Είστε όλοι τρελοί!


Η Μπρανταμάντε φεύγει. Μετά από λίγο εμφανίζεται ο Ραμπάλντο.


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Μήπως είδατε να περνάει ένας ιππότης;


ΧΩΡΙΚΟΣ: Ποιός απ’ όλους; Δυο πέρασαν κι εσύ είσαι ο τρίτος!


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Εκείνος που έτρεχε πίσω από τον άλλο, ο γαλάζιος.


ΧΩΡΙΚΟΣ: Είναι αλήθεια ότι ο ένας δεν είναι άνθρωπος;


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Ο δεύτερος είναι γυναίκα.


ΧΩΡΙΚΟΣ: Κι ο πρώτος;


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Τίποτα.


ΧΩΡΙΚΟΣ: Κι εσύ;


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Εγώ; Εγώ είμαι ένας άντρας!


ΧΩΡΙΚΟΣ: Είστε όλοι τρελοί.


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Μα...


ΧΩΡΙΚΟΣ: Σιωπή, ησυχία! Δεν αντέχω άλλο! Είστε όλοι τρελοί! Τι θέλω κι ανακατεύομαι; θα με τρελάνετε τελείως εσείς!


ΡΑΜΠΑΛΝΤΟ: Μα τι τον έπιασε; Ο βασιλιάς σταματά τη μουσική με χτύπημα.


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Εμένα, πάντως, με έχει πιάσει μια ζαλάδα με όλα αυτά τα πηγαινέλα. Μπερδεύτηκα! Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή! (αντίδραση) Όχι από την αρχή αρχή, από δω που είμαστε. Από την αρχή της μεγάλης ιπποτικής περιπέτειας αναζήτησης της Σωφρονίας!


[…]






Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την εξαιρετική θεατρική παράσταση της ομάδας ΝΤΟΥΘ «Ο ανύπαρκτος ιππότης», η οποία επαναλαμβάνεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο SCROW από την 1η Οκτωβρίου έως τις 17 Δεκεμβρόυ 2017. Η παρούσα ανάρτηση έχει και την ετικέτα «Ζηλευτά», γιατί η Logotexnia21 παρακολούθησε πέρυσι την παράσταση με την εμπνεύστρια της ετικέτας «ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ» και τη ζήλεψε.

Η διασκευή του μεσαιωνικού παραμυθιού βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Θόδωρου Ιωαννίδη. 


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ 

Σκηνοθεσία: Βάσια Ατταριάν
Κείμενο: Bάσια Ατταριάν, Ιωάννα Ραμπαούνη
Βοηθός σκηνοθεσίας: Μυρτώ Μακρίδη
Πρωτότυπη μουσική / στίχοι: Δημήτρης Τάσαινας
Επιμέλεια κίνησης / χορογραφίες: Έλενα Γεροδήμου
Σκηνικό / Κοστούμια: Αλεξία Χρυσοχοΐδου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Κατασκευή σκηνικού: Στέλιος Λαμπαδάριος
Φωτογραφίες: Ευτυχία Βλάχου
Video-trailer: Καραμπάτσος Γιάννης

Παίζουν: Ρωμανός Καλοκύρης, Προμηθέας Nerattini Δοκιμάκης,  Μυρτώ  Μακρίδη, Ιωάννα Ραμπαούνη, Μαρία Φιλίνη

Μουσικός επί σκηνής: Δημήτρης Τάσαινας




LinkWithin

Related Posts with Thumbnails