Γιάννης Δρούγος, Αντίστροφα
Σε
λίγο, θα φύγεις ήρεμα κι ανώδυνα.
Δεν
θα χρειαστεί να με κοιτάξεις μ’ αυτό
το ξεβαμμένο γαλάζιο σου βλέμμα, ανήσυχος,
για να βεβαιωθείς ότι σου έδωσα τα
φάρμακά σου. Θα τελειώσει η πίκρα σου
για το ότι δεν υπάρχει πλέον το παλιό
ΠΑΣΟΚ κι ότι δεν ζούμε στο 1981. Κι ούτε
θα χρειαστεί ξανά να κλαψουρίζεις
συγγνώμες για τότε που με ξέχασες στο
δρόμο πίσω απ’ το χωράφι, νομίζοντας
ότι είμαι κρυμμένος στην καρότσα του
αγροτικού, ή για εκείνη τη νύχτα που με
έκλεισες στο υπόγειο για τιμωρία και
το πρωί με βρήκες ματωμένο από τα
δαγκώματα των ποντικών.
Δεν
υπάρχει λόγος να τα θυμάσαι.
Αν
κάτι θα ’πρεπε
να θυμάσαι, είναι η μέρα που η μαμά έπεσε
απ’ τη γέφυρα και τη βρήκαμε στις γραμμές
του τρένου, πνιγμένη στο ίδιο της το
αίμα, με το στόμα μισάνοιχτο σε άηχη
κραυγή
και γύρισες κι είπες κοφτά ότι ήταν
τρελή από γεννησιμιού της και βιάστηκες
να τη θάψουμε για να κοιμηθείς μετά, την
ώρα που εμένα μέσα μου έτρεχαν καταρράκτες
λύπης.
Θα
φύγεις σε λίγο.
Αν
δεις τη μαμά, πες της ότι 35 χρόνια τώρα
ακόμα βάζω το σερβίτσιό
της στο τραπέζι και την περιμένω. Πες
της ότι τα μαλλιά μου έχουν χιόνια πια.
Ότι παντρεύτηκα, χώρισα, δούλεψα,
απολύθηκα, ξαναδούλεψα. Ότι πάντα θυμάμαι
να κλείσω το θερμοσίφωνα προτού φύγω.
Κι ότι σε φρόντισα πολύ απ’ όταν
αρρώστησες.
Μα
σ’ αγαπώ τόσο, ρε πατέρα, που δεν αντέχω
να σε αφήσω άλλο να υποφέρεις, να
αναρωτιέσαι, να θυμάσαι. Θα σε απαλλάξω
από τις μνήμες. Ήσυχα, με ένα μαξιλάρι
κατάμουτρα.
Είσαι έτοιμος;
3
2
1...
Η Logotexnia21 ευχαριστεί τον Γιάννη Δρούγο για την άδεια δημοσίευσης αυτού του κειμένου.