Imran Ayata, Pocerci Ali

pocer
Ο Ali Gündüz ήταν ένας πασίγνωστος παίχτης στην Ισταμπούλ. Pokerci Ali τον φωνάζανε. Po ker ci, Po ker ci Aliiiiii, πολύ μεγάλη μούρη στον Βόσπορο. Ακόμα και σήμερα τυχαίνει να τον αναγνωρίζει κάποιος στα στενά του Beyoğlu. Το κατείχε αυτό το παιχνίδι όσο κανένας άλλος. Εύπορες οικογένειες τον κλείνανε, για να μπορεί να κλέβει στα πάρτυ πλούσιες κυρίες, στις οποίες έδινε για κάποιο χρόνο το συναίσθημα ότι μπορούσανε τάχα να τον κερδίσουν. Σχεδόν πάντα όμως ήξερε να δίνει στο παιχνίδι το αποφασιστικό γύρισμα. Ο Pokerci Ali απορούσε μ’ αυτές τις προσκλήσεις από τη high society, τις δεχότανε όμως ευχαρίστως, γιατί στα τζογαδόρικα τραπέζια τους μπορούσε κι έπινε αμερικάνικο ουίσκυ. Σπάνια απόλαυση, τότε στην Ισταμπούλ.
Δεν είχε σταθερή δουλειά, κι ούτε και ήθελε. Πολύ περισσότερο προτιμούσε ο Şampiyon του πόκερ ν’ αφοσιώνεται στα ωραία πράματα της ζωής, τριγυρνούσε όλη την ημέρα στα καφέ στη συνοικία Beyazιt, κι άκουγε τους αιώνιους καβγάδες των φοιτητών. Όταν δεν ξελαρυγγιάζονταν μιλώντας για τη σύσταση του τουρκικού κράτους, τότε συζητούσανε πού πρέπει να μεταφερθεί το κέντρο της επόμενης επανάστασης – στις πόλεις ή στην ανατολική ενδοχώρα. Αν και κατά τα άλλα δεν ήτανε ο τρόπος του, ο Pokerci Ali παρασυρότανε σε τούτη την ερώτηση απ’ τα αισθήματά του και παθιαζότανε μ’ εκείνους που θέλανε να συγκεντρώσουνε τις δραστηριότητές τους στις μητροπόλεις. Δεν έλεγε να συνηθίσει στη σκέψη ότι τα χωριά κάποτε θα ήτανε πιο σημαντικά απ’ τις πόλεις. Προ πάντων επειδή απεχθανότανε να παίζει πόκερ σε καφενεία. Ούτε ευγενική ατμόσφαιρα κι ούτε και κανένας αντίπαλος περιωπής. Αν και ο Baba του πόκερ δεν καταλάβαινε ή δεν συμμεριζότανε πολλά από εκείνα που συζητούσαν οι νέοι, γυναίκες και άντρες, ένιωθε καλά κοντά τους. Ιδιαίτερα του άρεσε που συναντιόντουσαν για χάρη της συζήτησης και μόνο. Κάποιοι υπέθετε ότι είχανε ταλέντο για το παιχνίδι του, αλλά δεν ήθελε παρ’ όλ’ αυτά να τους παρασύρει να μάθουνε να παίζουν πόκερ.
Έτσι όπως μπορούσαν να μαλώνουνε για πολιτικά θέματα, έτσι και δεν συμφωνούσαν οι φοιτητές για το πώς έβλεπαν τον Pokerci Ali. Οι μεν τον θεωρούσανε χαφιέ του τουρκικού κράτους, οι άλλοι αποτυχημένο, παραστρατημένο προλετάριο. Δεν ήταν λίγοι όμως εκείνοι που τον είχανε αποδεχτεί έτσι όπως ήταν, κι αρχίσανε να ενδιαφέρονται για ’κείνον. Άκουγαν για τα αστρονομικά του κέρδη και θαύμαζαν τα καλοραμμένα κουστούμια που φόραγε κάθε μέρα. Είχε πράγματι ωραία εμφάνιση. Οι καινούργιοι του φίλοι τον παρομοιάζανε με τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι. Όταν άρχισε να ψήνεται κατάσταση με μια φοιτήτρια της ιατρικής, η παρομοίωση αυτή δεν του άρεσε πια, γιατί ο Pokerci Ali πίστευε πως στην πραγματικότητα ήταν καλύτερος.
Ο Pokerci Ali έκανε τότε στους φοιτητές μία προσφορά, να οργανώσουνε μία δουλειά ανταλλαγής: Σεμινάριο «Διαβάζω το Κεφάλαιο» αντί μίας εισαγωγής στο πόκερ. Οι συνάδελφοί του, έτσι τους έλεγε εν τω μεταξύ, εξεπλάγησαν, τελικά όμως είπανε ότι ο σοσιαλισμός και ο τζόγος δεν πάνε μαζί.
Ο ξάδελφός του ο Ahmet Gündüz ανησυχούσε καιρό τώρα για ’κείνον. Τα πάρε-δώσε του Pokerci Ali με το φοιτητικό περιβάλλον, οι νέοι του όροι όπως «ο έκτος στόλος», «ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός» ή «η δικτατορία του προλεταριάτου» ήτανε για τον Ahmet σοβαρά δείγματα ότι ο Pokerci Ali προετοίμαζε την έξοδό του από τη φυσιολογική ζωή. Μες στην ανάγκη του στράφηκε στον πατέρα του Pokerci Ali και μίλησε μαζί του για το πώς θα μπορούσανε να τραβήξουνε τον τζογαδόρο γιο του από την κλεισούρα των φοιτητικών καφέ.
«Και σε τι θα ωφελήσει αυτό; Για να έχετε πιο πολύ χρόνο να παίζετε χαρτιά σε καπνισμένα κωλοχανεία, δηλαδή;», θέλησε να μάθει ο γέρος άντρας. Καιρό τώρα είχε κόψει και με τους δυο τους κι ολόκληρη τη γενιά τους τη χαρακτήριζε «göt kuşğι» - γενιά του κώλου.
Τον Pokerci Ali δεν τον απασχολούσαν όλ’ αυτά, εκείνος έπαιζε χαρτιά και μιλούσε με φοιτητές για τον σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα αυτό μπορεί να είχε συνεχίσει έτσι στον αιώνα τον άπαντα. Όμως τότε ο Ahmet είπε στον ξάδελφό του ότι έμαθε από γνωστούς πως στη Γερμανία μπορείς να βγάλεις ένα σωρό λεφτά με το πόκερ. Τότε έπεσε κάποια στιγμή και το όνομα Μπάντεν-Μπάντεν. Από τότε και μετά ο Pokerci Ali είχε διχαστεί. Έπρεπε ν’ αλλάξει αυτή την υποφερτή ζωή στον Βόσπορο με τη δόξα και την αίγλη των γερμανικών καζίνων; Αποφάσισε να κάνει καινούργια αρχή στην Amanya, γιατί έλπιζε να αναδειχθεί στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα των τζογαδόρων.
Για να τον αποχαιρετήσουν οι φοιτητές κάνανε μια μεγάλη γιορτή στο Café Antep. Νωρίς το πρωί, υπήρχε ομίχλη ακόμα πάνω από την επτάλοφη πόλη που ξυπνούσε, έδειξε στους φίλους του και τους γνωστούς του μερικά κόλπα στο πόκερ, για «να μείνουνε χνάρια μου σ’ αυτή την πόλη». Ιστορία θα έγραφε τώρα πια στην Almanya.
Στο τρένο για το Μόναχο ο Pokerci Ali απορούσε που δεν υπήρχαν καν μαξιλάρια για τον αυχένα, λες και τα τρένα δεν προβλέπονταν για μακρινά ταξίδια. Στα φισκαρισμένα βαγόνια κολλούσανε οι άνθρωποι στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Φαίνονταν κουρασμένοι και εξαντλημένοι. Τους περισσότερους Almancιlar του αύριο δεν φαινόταν να τους πειράζει και πολύ. Ο Pokerci Ali ανακάλυψε στα πρόσωπά τους μία μελαγχολική ελπίδα.
Σταμάτησε να ισιώνει την τσάκιση στο παντελόνι του. Του φαινότανε χαζό, γιατί οι άλλοι άντρες στο κουπέ δεν φορούσανε ραμμένα κουστούμια. Παρ’ όλ’ αυτά σκεφτότανε: Ποιος φέγγει στο Istanbul-Express για το Μόναχο; Ποιο άτομο εκπέμπει την αύρα του εκλεκτού; Po ker ci Ali, Po ker ci, Aliiiiii.
Φτάνοντας στο Μόναχο έπειτα από ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι, τους μετανάστες εργάτες τους στείλανε κατ’ ευθείαν από την αποβάθρα 11 στο καταφύγιο στον Κεντρικό Σταθμό. Τι έκανε όμως ο Pokerci Ali; Έδωσε τα χαρτιά του που του τα ζητήσανε και πήγε με τέσσερεις βαλίτσες, όπου είχε στριμώξει όλα του τα κουστούμια, σ’ ένα ξενοδοχείο στο Μόναχο, όπου τον πρωταθλητή τζογαδόρο από την Ισταμπούλ τον περιποιηθήκανε σαν βασιλιά. Το προσωπικό του ξενοδοχείου μάλλον θα νόμιζε ότι κάποιος γνωστός ηθοποιός θα διανυκτέρευε εκεί. Ο Pokerci Ali δεν μιλούσε καθόλου Γερμανικά, είχε όμως αρκετά ιμπεριαλιστικά χαρτονομίσματα μαζί του, που κανόνισαν όλα τα υπόλοιπα για ’κείνον.
Το επόμενο πρωί πήγε ντυμένος με το πιο φίνο δίμιτο στις πληροφορίες.
«Baden-Baden;» ρώτησε ο Pokerci Ali.
«Pforzheim», απάντησε ο υπάλληλος.
Ο Pokerci Ali έτριψε τους δείχτες του, για να ρωτήσει με νόημα αν τα δυο μέρη ήταν κοντά το ένα με το άλλο.
«Ja, freilich».
Την πρώτη λέξη την είχε μάθει στην Ισταμπούλ. Για τη δεύτερη ο Baba του πόκερ έψαξε στο μικρό κόκκινο τουρκο-γερμανικό λεξικό του, που του είχανε χαρίσει οι φοιτητές με την παρατήρηση: «Είθε να γίνει η Μάο-βίβλος σου στην Almanya».
Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να βρεθεί ο Pokerci Ali σε μια εργατική εστία στο Pforzheim. Εκεί πήρε ένα κρεβάτι που του θύμισε τη στρατιωτική του θητεία στην Bursa. Αφηρημένος παρατήρησε τους συναδέλφους του και σκέφτηκε ότι εκείνοι οι Τούρκοι θα παίζουνε πάντα στη δεύτερη κατηγορία. Κανένα στιλ. Κι όταν ρώτησε τους συμπατριώτες τους για το Μπάντεν-Μπάντεν, πήρε μόνο άδεια βλέμματα.
Μετά ήρθε η πρώτη Δευτέρα. Απ’ τα χαράματα σηκωθήκανε. Πολύ δεν μιλούσανε, αλλά οι χειρονομίες ήτανε ξεκάθαρες. Γρήγορα έπρεπε να γίνουν τα πράγματα και πειθαρχημένα. Ο Pokerci Ali δεν σάστισε κι επέτρεψε στον εαυτό του κατ’ αρχάς ένα τέλειο ξύρισμα, που οι μύγες θα γλιστρούσανε απ’ το πρόσωπό του, αν τολμούσανε να προσγειωθούνε στο μάγουλο του Pokerci Ali. Μετά απ’ αυτό έβαλε ένα άσπρο πουκάμισο και το καλύτερο κουστούμι του κι έδεσε τη σκούρα μπλε γραβάτα του με διπλό κόμπο Windsor. O Pokerci Ali ήθελε μ’ αυτό να δώσει το στίγμα του στο πρώτο του γερμανικό τραπέζι πόκερ. Ο Γερμανός, έτσι λέγανε τον άντρα που ακατάπαυστα διέταζε, τον περιγέλασε. Για μια στιγμή ο Pokerci Ali νόμιζε ότι μπορεί να ήταν και Τούρκος, έτσι χωρίς κανένα στιλ όπως ήταν. Και το γεγονός ότι οι άλλοι άρχιζαν το ταξίδι κουρασμένοι και λίγο σενιαρισμένοι, δεν τον ενδιέφερε τον Baba του πόκερ. Στην πρώτη του διαδρομή με πούλμαν στη Γερμανία απορούσε για ένα πράγμα μόνο: Τι χώρα είναι αυτή; Οι Alemannen παίζουνε απ’ το πρωί κιόλας.
Ύστερα από μισή ώρα σταμάτησε το πούλμαν. Και τι είδε ο Pokerci Ali; Εκεί όπου έπρεπε να είναι το μεγάλο καζίνο ήταν ένα τεράστιο εργοτάξιο και τίποτ’ άλλο. Το καζίνο όπου θα έγραφε ιστορία ο Pokerci Ali δεν είχε χτιστεί ακόμα.

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

imran_ayataΟ Imran Ayata γεννήθηκε το 1969, ζει στο Βερολίνο, διευθύνει ένα Πρακτορείο Επικοινωνίας, είναι συγγραφέας και DJ. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Φρανκφούρτη και διατέλεσε συντάκτης του περιοδικού Die Beute. Politik und Verbrechen (Η Λεία. Πολιτική και Έγκλημα). Έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στη Γερμανία και την Τουρκία. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της αντιρατσιστικής οργάνωσης Kanak Attak. Η συλλογή διηγημάτων Hürriyet Love Exrpess (Kiepenheuer & Witsch, 2005), την οποία ανοίγει το διήγημα Pokerci Ali είναι το πρώτο του βιβλίο.

© Logotexnia 21 + Imran Ayata + Alexandros Kypriotis