Gabriele Romagnoli, Η άλλη

two_women_by_Philippa_King
 

Θα ήταν ωραία αν µπορούσαµε να δούµε εκ των προτέρων τη ζωή που είµαστε έτοιµοι να επιλέξουµε κι εκείνη που απαρνιόµαστε, σαν να ήταν δύο ταινίες στις αίθουσες του ίδιου κινηµατογράφου. Αλλά δεν είναι δυνατόν.
 

Πριν δέκα χρόνια εργαζόµουν ως φιλόλογος στο Κλασικό Λύκειο της πόλης µου, στο ίδιο όπου είχα φοιτήσει κι εγώ. Αρχικά αυτό µε είχε ενθουσιάσει. Ήταν µια ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη των καθηγητών µου, είχα σκεφτεί. Τους µαθητές µου δεν θα τους έκανα ποτέ να βαρεθούν, ούτε θα τους βασάνιζα. Θα τους διασκέδαζα, θα τους προκαλούσα το ενδιαφέρον. Ήµουν εκεί για να διδάξω επειδή είχα µάθει. Και µόνο αυτό µε έκανε ευτυχισµένη. Έπειτα, σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά, γνώρισα τον Μικέλε.


Εκείνος δίδασκε ιστορία και φιλοσοφία. Ήταν ντροπαλός. Μια φορά τον είδα, στο διάλειµµα, ενώ κατέβαινε τις σκάλες, να κοιτάζει τριγύρω του σαν κάποιος που πάει να κάνει κάτι απαγορευµένο. Τον ακολούθησα. Πήγε στο γυµναστήριο. Το γυµναστήριο ήταν άδειο. Έβγαλε το σακάκι του, πήρε την µπάλα του µπάσκετ και άρχισε να ρίχνει ελεύθερες βολές. Και τις έβαζε όλες. Μόνος του, συγκεντρωµένος, µε τη γραβάτα να κρέµεται µπροστά του. Σαν να είχε µια δεύτερη, µυστική ζωή, ένα κρυφό ταλέντο που έπρεπε να διαφυλάξει. Έκλεισα την πόρτα του γυµναστηρίου και τον ερωτεύτηκα. Έτσι.


Δύο χρόνια µετά όλα ήταν τέλεια. Οι µαθητές µου µε λάτρευαν, ο διευθυντής µε εκτιµούσε και στο τέλος της σχολικής χρονιάς θα παντρευόµουν τον Μικέλε. Θέλαµε δύο παιδιά, ήδη είχαµε αποφασίσει το όνοµα του αγοριού: Λουντοβίκο, του άρεσε πολύ εκείνου. Είχαµε Μάιο.


Τα µαθήµατα τελείωναν, ο γάµος είχε προβλεφθεί για το τέλος Ιουνίου, µετά ένας µακρύς µήνας του µέλιτος, πριν επιστρέψουµε στο σπίτι, πριν επιστρέψουµε στο σχολείο. Η αίθουσα ήταν άδεια, στον πίνακα είχε µείνει µια φράση του Μαντσόνι, «Με την ελπίδα τη γοργόφτερη προτρέχουµε των γεγονότων», και είδα τη ζωή που µε περίµενε, µε τα ίδια µαθήµατα, χρόνο µε το χρόνο, χρόνια µετά. Είχα ήδη αρχίσει να διασκεδάζω όλο και λιγότερο τους µαθητές µου κι εγώ να µη διασκεδάζω µ’ εκείνους. Το οµολογώ: άρχιζα να καταλαβαίνω τους καθηγητές µου. Κι έπειτα ο Μικέλε: δεν πήγαινε πια να ρίχνει ελεύθερες βολές στα κρυφά. Και αν το έκανε, είµαι σίγουρη ότι δεν θα τις έβαζε πια µε την ίδια ευκολία. Εκείνο που µου απέµενε ήταν ένας καθηγητής ιστορίας, ο πατέρας του Λουντοβίκο και ενός κοριτσιού χωρίς όνοµα, που κάποια µέρα θα τα γράφαµε σ’ εκείνο το λύκειο όπου εγώ θα ήµουν µια ηλικιωµένη καθηγήτρια, ίσως η υποδιευθύντρια. Αυτό; Με µια πλοκή τόσο προβλέψιµη και, τελικά, τόσο δεδοµένη; Σηκώθηκα από την έδρα, βγήκα από το σχολείο, αλλά δεν επέστρεψα στο σπίτι. Αποφάσισα να εξαφανιστώ απ’ όλα. Έτσι.


Πήρα ένα τρένο µέχρι το Παρίσι, όπου έµενε µια φίλη µου. Πριν δέκα χρόνια δεν υπήρχαν sms ή e-mail. Έγραψα ένα γράµµα στον Μικέλε και ένα στο διευθυντή, χωρίς να βάλω κάποια διεύθυνσή µου. Τα άφησα όλα πίσω µου χωρίς να πάρω µαζί µου ούτε καν µια βαλίτσα. Κι έζησα τη ζωή που δεν περίµενα. Κάποιες φορές ήταν εντυπωσιακή, άλλες απογοητευτική, ποτέ προβλέψιµη. Άλλαξα πολλές πόλεις και τρεις χώρες. Πολλοί άντρες, κανένας γάµος, ούτε παιδιά. Έπειτα, πριν τρία χρόνια, άρχισα να γράφω ένα µυθιστόρηµα. Εκδόθηκε και στην Ιταλία. Είχε επιτυχία. Ο εκδοτικός οίκος µού ζήτησε να το παρουσιάσω σχεδόν παντού. Συνεχώς αρνιόµουν. Ώσπου έφτασε αυτή η πρόσκληση, χειρόγραφη, από το παλιό µου λύκειο, απ’ τον ίδιο διευθυντή εκείνης της εποχής. Δέκα χρόνια µετά, επέστρεψα.


Ήταν όλοι οι µαθητές και οι καθηγητές συγκεντρωµένοι στο γυµναστήριο, να µε ακούσουν, σαν να ήµουν κάποια σταρ, εκείνη που τα είχε καταφέρει. Μίλησα για µία ώρα, µετά απάντησα στις ερωτήσεις των παιδιών. Ήταν όλα τους γεµάτα περιέργεια και χαριτωµένα, ήταν διασκεδαστικό να συζητάς µαζί τους, ένιωσα έναν πόνο νοσταλγίας.


Έπειτα, όταν τελείωσα µε τις υπογραφές των αντιτύπων, ήρθε να µε χαιρετήσει η φιλόλογος. Μου είπε: «Όπως φαντάζεστε, εγώ είµαι αυτή που πήρε τη θέση σας όταν φύγατε». Χαµογέλασε και χαµήλωσε το βλέµµα. Ήταν λίγο νεότερη από µένα. Πιο κοντή. Πιο χαριτωµένη, θα έλεγα. Είχε µια ξανθιά φράντζα. Και µια κοιλιά περίπου τεσσάρων µηνών. «Κι εσείς θα χρειαστείτε σύντοµα κάποια αναπληρώτρια», είπα. Εκείνη σήκωσε το βλέµµα, χαµογέλασε και πάλι, αυτή τη φορά το χαµόγελο της βγήκε πιο πλατύ. Είπε ότι θα ήταν το δεύτερο, µάλλον: η δεύτερη. Αυτό θα ήταν κορίτσι και είχε ήδη ένα αγόρι. Εκείνη τη στιγµή εµφανίστηκε ένα αγοράκι εφτά οχτώ χρονών πολύ σοβαρό, αρκετά ψηλό, σχεδόν στο ύψος της µητέρας του. Εκείνη έβαλε το χέρι της γύρω από τους ώµους του. Είπε ότι ήθελε να έρθει κι εκείνος, επειδή διάβαζε πολύ αλλά δεν είχε δει ποτέ κάποιον που γράφει βιβλία. Όσο τον κοίταζα, τόσο καταλάβαινα σε ποιον έµοιαζε.


«Ο Λουντοβίκο µου», είπε η µητέρα του.


Ήθελα να τη ρωτήσω πώς σκεφτόταν να πει το κορίτσι, αν της είχαν βρει κάποιο όνοµα, αυτή τη φορά, µα δεν µου ’βγαιναν οι λέξεις. Έβλεπα το γυµναστήριο που ήταν γεµάτο χαρούµενα παιδιά, το διευθυντή που µε χαιρετούσε από µακριά, κρατώντας τα µάτια του επάνω µου σαν στοργικός πατέρας, εκείνη την ήρεµη καθηγήτρια, εκείνον τον Λουντοβίκο, εκείνη την κοιλιά µ’ ένα µυστηριώδες κορίτσι µέσα της. Ο Μικέλε δεν είχε έρθει. Φαντάζοµαι ότι δεν θα της είχε µιλήσει ποτέ για µένα και ότι κανείς δεν θα είχε κάνει ποτέ κάποιο κουτσοµπολιό. Ή µπορεί και ναι, αλλά εκείνη προσποιούνταν πως όχι. Είχε καµία σηµασία; Όλα φαίνονταν τόσο τέλεια. Δέκα χρόνια µετά, η ζωή που δεν είχα θελήσει ήταν εκεί, µπροστά στα µάτια µου. Ποτέ δεν ήταν θλίψη, πριν µπορέσω να τη δω.


Έπειτα ο Λουντοβίκο αποµακρύνθηκε, για να πάει να µας πάρει κάτι να πιούµε, µε το στιλ ενός µικρού γαλαντόµου, και έµεινα πάλι µόνη µε τη µητέρα του. Τότε είδα κάτι στον τρόπο που µε κοιτούσε, αυτό το ύφος που έχει κάποιος όταν βλέπει µια ταινία που µιλάει για τόπους µακρινούς, για πρόσωπα περιπετειώδη, για τη ζωή που έχουµε ονειρευτεί µονάχα. Κατάλαβα ότι ήθελε κάτι να µου πει, αλλά ούτε εκείνης της έβγαιναν οι λέξεις. Μείναµε σιωπηλές να κοιτάζουµε η µία την άλλη, η καθεµιά τη δική της ταινία. Έπειτα έφτασε ο Λουντοβίκο µε τρία χάρτινα ποτήρια γεµάτα πορτοκαλάδα και κάναµε µια πρόποση για το µέλλον.

 

 
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου




romagnoliΟ Γκαμπριέλε Ρομανιόλι (Gabriele Romagnoli) γεννήθηκε στην Μπολόνια το 1960. Είναι συγγραφέας και αρθρογράφος τής εφημερίδας La Repubblica. Ως δημοσιογράφος έχει ασχοληθεί αρκετά με το θέμα τής θανατικής ποινής. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά και έχει γράψει σενάρια για την τηλεόραση και το θέατρο. Έζησε στο Κάιρο και τα τελευταία χρόνια έχει μετακομίσει μαζί με τον γάτο του στη Βηρυτό απ’ όπου συνεχίζει να γράφει. Το συγγραφικό του ντεμπούτο το έκανε το 1993 με το μυθιστόρημα Navi in bottiglia (Καράβια στο μπουκάλι). Το διήγημα «Η άλλη» (L’ altra) είναι από το βιβλίο Il vizio dell’ amore (Η κακή συνήθεια του έρωτα, 2007). Άλλα έργα του είναι: Solo i treni hanno la strada segnata (Μόνο τα τρένα έχουν καθορισμένο δρόμο, 2008), Non ci sono santi (Δεν υπάρχουν άγιοι, 2006), L’artista (Ο καλλιτέχνης, 2004) κ.ά.

© Logotexnia 21 + Gabriele Romagnoli + Archodia Kypriotou