Περίπατος |
Χάθηκε το φτερό στης άμαξας τη σκεπή |
Κι εγώ τον κοίταξα στα μάτια. |
Σφιγγόταν η καρδιά, δίχως να ξέρει καν |
Της θλίψης τις αιτίες. |
Το δείλι μ’ άπνοια και θλίψη ήταν δεμένο |
Κάτω απ’ τον θόλο του συννεφιασμένου ουρανού |
Και σα σκιά ζωγραφιστή |
Στο άλμπουμ το παλιό, το δάσος της Βουλώνης. |
Βενζίνης μυρωδιά και πασχαλιάς |
Μια ταραγμένη ηρεμία … |
Το γόνατο μου άγγιξε και πάλι |
Δίχως το χέρι να σκιρτήσει καν. |
Μάιος 1913 |
Αϋπνία |
Τριγύρω θλιμμένα νιαουρίζουν τα γατιά |
Ήχους βημάτων ακούω από μακριά … |
Με νανουρίζουν τα γλυκά σου λόγια |
Τρεις μήνες τώρα δεν κοιμάμαι πια. |
Μαζί μου είσαι και πάλι αϋπνία, μαζί μου! |
Αναγνωρίζω την ακίνητη μορφή σου. |
Έτσι δεν είναι ομορφονιά; Έτσι δεν είναι κλέφτρα; |
Θαρρείς πως άσχημα σου τραγουδώ; |
Λευκό πανί το παραθύρι κλείνει |
Και γαλανό το μισοσκόταδο απλώνει… |
Είδηση μακρινή μη σε παρηγορεί; |
Γιατί μαζί σου νιώθω καλά; |
Χειμώνας 1912, Τσάρσκογιε Σελό |
Εξομολόγηση |
Σιωπηλός συγχώρεσε τα κρίματά μου. |
Λυκόφως βιολετί κάνει να σβήνουν τα κεριά. |
Βαρύ το πετραχήλι πέφτει πάνω |
Στους ώμους και την κεφαλή. |
Μην είναι η φωνή που λέει: «Κόρη! σήκω …» |
Χτυπάει η καρδιά πιο δυνατά… |
Το άγγιγμα χεριού απ’ το υφάδι πάνω |
Εκείνης, που ταραγμένα, προσκυνά. |
1911, Τσάρσκογιε Σελό |