ανθρωπογραφία της Francesca Woodman, Αμερικανίδας
|
φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε στα 22 της, θέτοντας
|
τέλος στο ταλέντο της
|
|
μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια.
|
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
|
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
|
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
|
ίσως κάτι συνταρακτικό
|
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα
|
|
— εγκάθετη
|
μελωδία σε σύστημα τυφλό.
|
χέρι μέσα σε χέρια
|
κι ένα κλικ
|
επώδυνο,
|
μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.
|
εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.
|
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·
|
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.
|
|
ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
|
μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.
|
|
αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
|
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
|
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
|
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
|
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
|
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.
|
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
|
κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),
|
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα
|
|
αυτό που δεν μπορώ να δω
|
|
το λένε χαρά
|
|
(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
|
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
|
μια λέξη μου —π’ αγωνιά— κι όλα πάλι συσκοτίζονται.
|
|
η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα
|
|
κάτι αδύνατο να ειπωθεί
|
ειλικρινά
|
ανθρώπινο εντελώς.
|