Virginia Woolf, Ο πάτρονας και ο κρόκος
Οι νέοι και οι νέες που αρχίζουν να γράφουν λαμβάνουν γενικά την εύλογη μα άκρως ανέφικτη συμβουλή, ό,τι γράφουν να το γράφουν όσο συντομότερα γίνεται, όσο σαφέστερα γίνεται, χωρίς να έχουν κατά νου τίποτε άλλο πέρα από το να λένε ακριβώς ό,τι έχουν κατά νου. Κανείς δεν προσθέτει σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο χρήσιμο πράγμα: «Κανόνισε να διαλέξεις έξυπνα τον πάτρονά σου», αν και αυτή είναι η ουσία όλου του ζητήματος. Διότι ένα βιβλίο γράφεται πάντα για κάποιον που θα το διαβάσει, και αφού ο πάτρονας δεν είναι απλώς ο ταμίας, αλλά και κατά έναν πολύ λεπταίσθητο και πονηρό τρόπο ο υποκινητής και ο εμπνευστής αυτών που γράφονται, έχει τεράστια σημασία να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος.
Ποιος είναι όμως ο κατάλληλος άνθρωπος – είναι άραγε ο πάτρονας που θα βγάλει ό,τι καλύτερο υπάρχει από τον εγκέφαλο του συγγραφέα και θα γεννήσει τον πιο ετερόκλητο και ισχυρό γόνο για τον οποίον δύναται ο συγγραφέας; Οι διάφορες εποχές έχουν δώσει διαφορετικές απαντήσεις σε τούτο το ερώτημα. Οι Ελισαβετιανοί, για να το πούμε χονδροειδώς, επέλεγαν να γράφουν για την αριστοκρατία και το κοινό του θεάτρου. Ο πάτρονας του 18ου αιώνα συνδύαζε το πνεύμα του καφενείου με τον βιβλιοπώλη της οδού Γκραμπ.[1] Τον 19ο αιώνα οι μεγάλοι συγγραφείς έγραφαν για τα περιοδικά και τις αργόσχολες τάξεις. Βλέποντας και επευφημώντας τα θαυμάσια αποτελέσματα αυτών των διαφορετικών συμμαχιών, το όλο θέμα φαντάζει αξιοζήλευτα απλό και ηλίου φαεινότερο σε σύγκριση με τη δική μας δυσχέρεια – εμείς, για ποιους πρέπει να γράφουμε; Διότι το παρόν απόθεμα πατρόνων είναι ασύγκριτα ποικιλόμορφο και συγκεχυμένο: είναι ο ημερήσιος Τύπος, ο εβδομαδιαίος Τύπος, ο μηνιαίος Τύπος· το αγγλικό κοινό και το αμερικάνικο κοινό· το κοινό των bestseller και το κοινό των worst-seller· το κουλτουριάρικο κοινό και το θερμοκέφαλο κοινό· τώρα, όλες οι οργανωμένες και αυτοσυνείδητες οντότητες μπορούν, μέσα από τα διάφορα φερέφωνα που διαθέτουν, να κάνουν γνωστές τις ανάγκες τους και αισθητή την επιδοκιμασία ή την απαρέσκειά τους. Έτσι, ο συγγραφέας που συγκινήθηκε βλέποντας τον πρώτο κρόκο στους κήπους του Κένζιγκτον πρέπει, προτού βάλει την πένα πάνω στο χαρτί, να διαλέξει, μεταξύ πολλών ανταγωνιστών, εκείνον τον πάτρονα που θα του ταιριάζει καλύτερα. Είναι μάταιο να πει: «Απόρριψέ τους όλους. Σκέψου μόνο τον κρόκο σου», αφού η γραφή είναι μια μέθοδος επικοινωνίας, και ο κρόκος που δεν μοιράζεται είναι ένας ατελής κρόκος. Ο πρώτος άνθρωπος μπορεί να έγραφε μόνο για τον εαυτό του, όπως μπορεί να κάνει και ο τελευταίος, αλλά αυτό αποτελεί εξαίρεση και μάλιστα διόλου αξιοζήλευτη, και οι μπούφοι καλοδέχονται τα έργα του, αν οι μπούφοι μπορούν να τα διαβάσουν.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι κάθε συγγραφέας έχει ένα κάποιο κοινό στην άκρη της πένας του, ο υψηλόφρων θα πει ότι πρέπει να είναι ένα ενδοτικό κοινό που να αποδέχεται υπάκουα ό,τι ο συγγραφέας θέλει να του προσφέρει. Όσο εύλογη κι αν ακούγεται αυτή η θεωρία, είναι άκρως ριψοκίνδυνη. Διότι σε αυτήν την περίπτωση, ναι μεν ο συγγραφέας έχει συνείδηση του κοινού του, αλλά είναι ανώτερος αυτού – πρόκειται για έναν άβολο και ατυχή συνδυασμό, όπως αποδεικνύεται στα έργα του Σάμιουελ Μπάτλερ, του Τζορτζ Μέρεντιθ και του Χένρι Τζέιμς. Έκαστος εξ αυτών απεχθανόταν το κοινό· έκαστος εξ αυτών επιθυμούσε ένα κοινό· έκαστος εξ αυτών αποτύγχανε να έχει ένα κοινό· και έκαστος εξ αυτών επέρριπτε την αποτυχία του στο κοινό με μια αλληλουχία, που σταδιακά εντεινόταν, από αιχμές, ασάφειες και επιτηδεύσεις τις οποίες κανείς συγγραφέας, αν είχε έναν πάτρονα αντάξιό του και φίλο, δεν θα είχε θεωρήσει αναγκαίο να επιβάλλει. Οι κρόκοι τους, κατά συνέπεια, είναι βασανισμένα φυτά, όμορφα και λαμπερά, αλλά έχουν κάτι ξινισμένο πάνω τους, δύσμορφο, μαραζωμένο από τη μια πλευρά, υπερώριμο από την άλλη. Λίγος ήλιος θα τους έκανε πολύ καλό. Πρέπει άραγε να σπεύσουμε προς το αντίθετο άκρο και να δεχτούμε (έστω στη φαντασία μας) τις κολακευτικές προτάσεις που μπορεί να μας κάνουν οι διευθυντές των Times και της Daily News – «Είκοσι λίρες προκαταβολή για τον κρόκο σας σε ακριβώς εκατόν πενήντα λέξεις, να ανθίζει την ώρα του πρωινού πάνω σε κάθε τραπέζι από τη μια άκρη της Βρετανίας ως την άλλη[2] πριν από τις εννιά αύριο το πρωί, και να έχει πάνω του το όνομα του συγγραφέα»;
Αρκεί όμως ένας κρόκος, και για να φέγγει τόσο μακριά, να κοστίζει τόσο πολύ και να έχει πάνω του κι ένα όνομα, δεν πρέπει άραγε να είναι ένας λαμπερότατος κίτρινος κρόκος; Οι εφημερίδες αναμφίβολα πολλαπλασιάζουν τους κρόκους. Αν όμως κοιτάξουμε κάποιο από αυτά τα φυτά, θα δούμε ότι συνδέονται ελάχιστα με το αρχικό κίτρινο ή μοβ λουλουδάκι που ξεπετάγεται ανάμεσα στα χορτάρια των κήπων του Κένζιγκτον κάθε χρόνο στις αρχές Μαρτίου. Ο κρόκος της εφημερίδας είναι ένα εκπληκτικό, μα πολύ διαφορετικό φυτό. Γεμίζει ακριβώς τον χώρο που του έχει καταμεριστεί. Ακτινοβολεί μια χρυσή λάμψη. Είναι φιλικό, καταδεκτικό, συμπονετικό. Έχει επίσης ωραίο φινίρισμα, καθώς μη νομίζετε πως η τέχνη του δικού μας «κριτικού θεάτρου» των Times ή του κυρίου Λιντ της Daily News είναι εύκολη. Δεν πρέπει να περιφρονούμε το γεγονός ότι μπαίνουν σε λειτουργία εκατομμύρια εγκέφαλοι στις εννιά το πρωί, ότι σε δύο εκατομμύρια μάτια προσφέρεται κάτι λαμπερό, ζωογόνο και τερπνό. Μα η νύχτα φτάνει και τα άνθη ξεθωριάζουν. Τα κομματάκια γυαλιού χάνουν τη λάμψη τους αν τα βγάλετε από τη θάλασσα, οι σπουδαίες πριμαντόνες ουρλιάζουν σαν ύαινες αν τις κλείσετε σε τηλεφωνικούς θαλάμους, και τα πιο έξυπνα άρθρα, όταν βγαίνουν από το στοιχείο τους, γίνονται σκόνη και θρύψαλα.
Η δημοσιογραφία που βαλσαμώνεται για να γίνει βιβλίο δεν διαβάζεται. Επομένως, ο πάτρονας που θέλουμε θα μας βοηθήσει να γλιτώνουμε τα λουλούδια μας από την αποσύνθεση. Αλλά αφού οι ιδιότητές του διαφέρουν από εποχή σε εποχή, και χρειάζεται ιδιαίτερη ακεραιότητα και ιδιαίτερο φρόνημα για να μην τυφλωθεί από τις βλέψεις ή να μην εξαπατηθεί από τις πεποιθήσεις του ανταγωνιστικού κοινού, η εύρεση ενός πάτρονα είναι μία από τις βασικές δοκιμασίες στη δουλειά του συγγραφέα. Το να ξέρει κανείς για ποιον γράφει σημαίνει το να ξέρει πώς να γράφει. Κάποιες από τις ιδιότητες ενός σύγχρονου πάτρονα είναι απλούστατες. Σήμερα ο συγγραφέας έχει ανάγκη, είναι προφανές, έναν πάτρονα με τη συνήθεια να διαβάζει βιβλία παρά με τη συνήθεια να παρακολουθεί θέατρο. Στις μέρες μας, επίσης, πρέπει να γνωρίζει τη λογοτεχνία άλλων εποχών και φυλών.
Ωστόσο, οι ιδιάζουσες αδυναμίες και τάσεις μας απαιτούν από αυτόν κι άλλες ιδιότητες. Για παράδειγμα, υπάρχει το ζήτημα της απρέπειας, το οποίο μας ταλανίζει και μας προβληματίζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους Ελισαβετιανούς. Ο πάτρονας του 20ού αιώνα δεν πρέπει ποτέ να σοκάρεται. Πρέπει να διακρίνει αλάνθαστα τον σβώλο κοπριάς που κολλά στον κρόκο της αναγκαιότητας από τον σβώλο κοπριάς που έχει επαλειφθεί πάνω του για επίδειξη. Συνάμα πρέπει να μπορεί να κρίνει εκείνες τις κοινωνικές επιρροές που αναπόφευκτα παίζουν μεγάλο ρόλο στη μοντέρνα λογοτεχνία, και να μπορεί να πει ποιες συμβάλλουν στην ωρίμανση και την ενδυνάμωση, και ποιες αναστέλλουν και στειρώνουν. Επιπλέον, πρέπει να μπορεί να αποφαίνεται πάνω στη συγκίνηση, ενώ χρησιμότερος από οτιδήποτε άλλο θα είναι στο να προφυλάσσει τον συγγραφέα από τον συναισθηματισμό, από τη μια πλευρά, και από τη δειλία να εκφράσει το συναίσθημά του, από την άλλη. Είναι χειρότερο, θα πει ο πάτρονας, και ίσως πιο τετριμμένο, να φοβάται κανείς το συναίσθημα από το να νιώθει υπερβολικά πολύ. Μπορεί ακόμα να προσθέσει κάτι για τη γλώσσα και να επισημάνει πόσες λέξεις χρησιμοποιούσε ο Σέξπιρ και πόση γραμματική παραβίαζε ο Σέξπιρ, ενώ εμείς, παρότι έχουμε βάλει τα δάχτυλά μας δήθεν συνεσταλμένα πάνω στα μαύρα πλήκτρα του πιάνου, δεν έχουμε βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Κι αν καταφέρετε να ξεχάσετε εντελώς το φύλο σας, θα πει, τόσο το καλύτερο. Ένας συγγραφέας δεν έχει φύλο.
Όλα αυτά όμως λέγονται παρεμπιπτόντως – είναι στοιχειώδη όσο και αμφισβητήσιμα. Η βασική ιδιότητα του πάτρονα διαφέρει, και εκφράζεται μόνο με εκείνη τη βολική λέξη που ωστόσο κρύβει πολλά: «ατμόσφαιρα». Ο πάτρονας πρέπει οπωσδήποτε να διασπείρει και να περικλείει τον κρόκο σε μιαν ατμόσφαιρα που να τον παρουσιάζει ως το πλέον σημαντικό φυτό, έτσι ώστε η παραποίησή του να είναι ένα σκάνδαλο ασυγχώρητο εφ’ όρου ζωής. Πρέπει να μας κάνει να νιώθουμε ότι ένας και μόνο κρόκος, αν είναι πραγματικός, του αρκεί. Ότι δεν θέλει να τον διδάσκουμε, να τον εξυψώνουμε, να τον διατάζουμε ή να τον βελτιώνουμε. Ότι ζητά συγνώμη που ώθησε βίαια τον Κάρλαϊλ σε φωνασκίες, τον Τένισον στα ειδύλλια και τον Ράσκιν στην τρέλα. Ότι είναι πλέον έτοιμος να εξαφανιστεί ή να διατρανωθεί έτσι όπως το απαιτούν οι συγγραφείς του. Ότι τον συνδέει μαζί τους ένας λώρος που είναι κάτι παραπάνω από ομφάλιος. Ότι είναι πράγματι δίδυμοι, ο ένας πεθαίνει αν ο άλλος πεθαίνει, ο ένας ακμάζει αν ο άλλος ακμάζει. Ότι η μοίρα της λογοτεχνίας βασίζεται στην πετυχημένη συμμαχία τους. Όλα αυτά αποδεικνύουν, όπως είπαμε εξαρχής, ότι η επιλογή ενός πάτρονα είναι μέγιστης σημασίας. Πώς όμως να διαλέξει κανείς σωστά; Πώς να γράφει καλά; Αυτά είναι τα ερωτήματα.[3]
Μετάφραση από τα Αγγλικά - σημειώσεις: Γιώργος Λαμπράκος
[1] Grub Street: πολυσύχναστος δρόμος του Λονδίνου όπου ζούσαν άνθρωποι των γραμμάτων, συνήθως του περιθωρίου.
[2] Η Γουλφ γράφει την έκφραση «από το Τζον ο’ Γκρόουτς έως το Λαντς Εντ», όπου βρίσκονται το πιο βόρειο και το πιο νότιο σημείο της Βρετανίας, αντίστοιχα.
[3] Αυτό το σύντομο, μα περιεκτικό δοκίμιο της Βιρτζίνια Γουλφ περιλαμβάνεται στη γνωστότερη συλλογή δοκιμίων της, με γενικό τίτλο The Common Reader (1925 – με τον ίδιο τίτλο, η Γουλφ δημοσίευσε το 1935 μία δεύτερη σειρά δοκιμίων). Τα ζητήματα που θέτει η Γουλφ είναι ακόμα πιο επίκαιρα στις μέρες μας, αφού στα μέσα προβολής και διάδοσης του γραπτού λόγου, τα οποία αναφέρει, έχει προστεθεί το κυρίαρχο Διαδίκτυο. Σε ποια είδη πάτρονα/ αναγνώστη απευθύνονται, και πρέπει να απευθύνονται πλέον οι συγγραφείς στην ψηφιακή εποχή; Διαφέρουν από τους πρότερους πάτρονες/ αναγνώστες, και από ποιες απόψεις; Με ποιον τρόπο μπορεί και πρέπει να κοστολογείται ο ηλεκτρονικός «κρόκος» κάθε συγγραφέα; Αυτά (κι άλλα) είναι τα ερωτήματα.
H Virginia Woolf γεννήθηκε το 1882 στο Λονδίνο και αυτοκτόνησε το 1941. Διαβάστε στη σελίδα της βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τη συγγραφέα και δείτε τις εκδόσεις των βιβλίων της που έχουν κυκλοφορήσει στα Ελληνικά.