Andrea Carraro, Δεν υπάρχει άλλος χρόνος
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
Περνάω μέσα από ένα μισοσκόταδο πυκνό και σχεδόν διαυγές. Ακούγεται ο συνεχής θόρυβος της κίνησης δέκα ορόφους πιο κάτω. Προχωράω ακουμπώντας στα έπιπλα, στους τοίχους τού διαδρόμου, στις σκληρές ράχες της εγκυκλοπαίδειας που προεξέχει απ’ το έπιπλο της βιβλιοθήκης, ανοίγω την πόρτα και μού ’ρχεται μια έντονη μυρωδιά από κόπρανα, ούρα και φάρμακα, κρατάω την αναπνοή μου αλλά είναι μάταιο, εκείνη η μυρωδιά πλημμυρίζει τη βαριά ατμόσφαιρα, δεν πρέπει να κοιτάξω προς τα δεξιά, όπου είναι ξαπλωμένος εκείνος στο κρεβάτι της αγωνίας, όμως το μάτι με την άκρη του βλέπει και καταγράφει ατάραχο, αμείλικτο, είναι με αθλητικό φανελάκι και πάνα, ξαπλωμένος στο πλάι, ένα σεντόνι κουβαριασμένο στο κάτω μέρος τού κρεβατιού, τα σκελετωμένα του ποδαράκια λυγισμένα, προσποιείται ότι κοιμάται μα δεν κοιμάται, αν πλησίαζα θα παρατηρούσα ότι τα βλέφαρά του δεν είναι εντελώς κλειστά, μου προκαλούν φόβο εκείνα τα μισάνοιχτα μάτια πάνω στη μαξιλαροθήκη, ποιον Χριστό να σκέφτεται κάποιος που έχει μπροστά του μονάχα την ταλαιπωρία και τον θάνατο;, δεν μπορώ να το αντέξω, προτιμάω να μην κοιτάζω, έτσι προσπερνάω το κάτω μέρος τού κρεβατιού χωρίς να γυρίσω καθόλου προς το προσκέφαλο, σκύβω, μαζεύω από κάτω την πάπια και ξανασηκώνομαι, γυρίζω κι ετοιμάζομαι να απελευθερωθώ μια και καλή από εκείνη την ανυπόφορη μπόχα όταν η φωνή τού πατέρα μου, πιο χαμηλή όμως, ακόμα πιο εξασθενημένη και αδύναμη απ’ ό,τι συνήθως, σχεδόν σαν αναστεναγμός, μου κάνει:
«Δεν καταφέρνεις να γράψεις…»
«Τελευταία γράφω λίγο, μπαμπά».
«Εμμμ…»
«Είναι που…» γυρίζω, και τον κοιτάζω τελικά, εκείνο το αποστεωμένο κεφάλι βυθισμένο στο μαξιλάρι, τα πόδια άσπρα, αδύνατα και μακριά σαν βέργες. «Είναι που δεν έχω τίποτα να γράψω…»
«Είναι κι αυτό ένα θέμα για μυθιστόρημα».
«Ποιο;»
Σηκώνω τους ώμους προσποιούμενος ότι δεν κατάλαβα. Η συνηθισμένη κίνηση. Την κάνω πάντα, την κάνουμε όλοι, κανένας δεν του έλεγε μια φορά κατάμουτρα εκείνη την αλήθεια που παρ’ όλ’ αυτά ο ίδιος τη γνώριζε πάρα πολύ καλά. Πάντοτε φράσεις μισές, στενόχωρα υπονοούμενα. Να λοιπόν, αυτή τη στιγμή βλέπω καθαρά στο μέλλον. Ένα παγερό προαίσθημα που το βαραίνει ένα προμήνυμα: εκείνος νεκρός κι εγώ να μην καταφέρνω πια να ζήσω.
[...]
«Λοιπόν, εγώ πάω» κάνει η μάνα μου κατεβαίνοντας με κόπο από το αυτοκίνητο. «Θα προσπαθήσω να κάνω γρήγορα».
«Να κάνεις όση ώρα θέλεις. Με την άνεσή σου. Η Ρόζα κι ο μικρός είναι στο κέντρο για ψώνια με την πεθερά μου, κι εγώ δεν έχω να κάνω κάτι σήμερα το πρωί».
Σκύβει, κοιτάζει απ’ το παράθυρο:
«Είσαι όντως σίγουρος ότι δεν θες νά ’ρθεις;… Μόνο για μια στιγμή, θα κάνεις τον σταυρό σου και θα γυρίσεις στ’ αυτοκίνητο».
«Όχι, μαμά, δεν νιώθω ακόμα έτοιμος».
«Μα, έχουν περάσει τρία χρόνια…»
Της κάνω νόημα να φύγει κι απομακρύνεται με τα λουλούδια στο χέρι προς τον διάδρομο του νεκροταφείου με τα δέντρα. Προχωράει αργά, λιγάκι σκυφτή. Πλησιάζουν και γι’ αυτή τα γηρατειά. Έκλεισε τα εξήντα ένα της χρόνια, δεν της μένει και πολύ να ζήσει. Βέβαια, τα σημάδια των γηρατειών της δεν μου δίνουν την ίδια αίσθηση της απίστευτης θλίψης που μου έδιναν εκείνα του πατέρα μου. Το συναίσθημα που τρέφω γι’ αυτή είναι διαφορετικό, πιο αδερφικό αλλά πιο εύθραυστο. Ποτέ μου δεν τη μίσησα, ίσως αυτή η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. Πάντοτε ένιωθα για εκείνη ένα προφανές συναίσθημα υιικής αγάπης. Για τον πατέρα μου είναι διαφορετικά.
[...]
Η μάνα μου γυρίζει, το μακιγιάζ στα μάτια της είναι πασαλειμμένο, έριξε το αναζωογονητικό της κλάμα. Και τώρα τα πάντα μπορούν να συνεχιστούν. Έτσι μπορείς να γλιτώσεις, έτσι. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τα καταφέρω. Να κλαις όταν πρέπει να κλάψεις. Να γελάς όταν πρέπει να γελάσεις. Να ξεσπάς όταν πρέπει να ξεσπάσεις.
Φυσάει τη μύτη της, μου λέει να φύγουμε. Διασχίζουμε σιωπηλά, αργά τους μεγάλους διαδρόμους τού νεκροταφείου με τα δέντρα, ανάμεσα από πολυτελή παρεκκλήσια και χωράφια με ταφόπλακες μπηγμένες στο έδαφος.
Αφού φτάνουμε κάτω από το σπίτι, μου κάνει:
«Γιατί, Πάολο, δεν θες να επισκεφτείς τον τάφο τού πατέρα σου; Πες το μου επιτέλους μια φορά».
«Γιατί με κάνει να υποφέρω πάρα πολύ».
«Με στεναχωρεί, ξέρεις! Με στεναχωρεί να σκέφτομαι ότι θα είναι έτσι και μ’ εμένα…»
«Σε παρακαλώ, μαμά, μη μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα».
«Εντάξει».
Με φιλάει, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, περνάει τον δρόμο ανασφαλής, φοβισμένη και σκυφτή σαν γριούλα. Τελικά κλαίω.
[...]
Το πρώτο μπάνιο τού χρόνου. Το νερό είναι ακόμα κρύο, δεν φανταζόμουν ότι θα είχε αυτή τη θερμοκρασία. Θα μπορούσα να κάνω πίσω, κανείς δεν μου το απαγορεύει. Αντίθετα συνεχίζω. Ρίγη σε ολόκληρο το κορμί μου, η πέτσα στα χέρια μου έχει σηκωθεί, τα αρχίδια μου έχουν μουδιάσει. Βρέχω τα μαλλιά μου και γονατίζω όπως κάνουν οι κυρίες. Τελικά κάνω βουτιά και κολυμπάω, κολυμπάω. Δεν θέλω και πολύ για να κουραστώ.
Λίγες απλωτές ακόμα και θα έφτανα στον τσιμεντένιο κυματοθραύστη. Με ποιο σκοπό όμως; Τότε δεν υπήρχε, τουλάχιστον δεν υπάρχει στις αναμνήσεις μου. Στη μνήμη μου έχουν παραμείνει η ωραία μυρωδιά τού πατέρα μου, τα μεγάλα του χέρια που με σήκωναν στους ώμους του, οι επιβλητικές διαστάσεις της βίλλας που κάλυπτε όλο τον χώρο τού όρμου, η βαθιά φωνή του, κοίτα, εκείνες είναι μάλλον οι προβλήτες που αγκυροβολούν τα πλοία, εκείνες οι καλύβες… και μετά οι φιγούρες της μάνας μου και του θείου μου να σηκώνουν τα μανίκια τους στην προκυμαία.
Επιπλέω ανάσκελα. Νομίζω ότι σ’ όλη μου τη ζωή ποτέ δεν είχα κλάψει ενώ έκανα μπάνιο. Κλαίω επειδή έχω την ηλικία τού πατέρα μου. Επειδή εκείνος δεν υπάρχει πια και αντιμετωπίζω μόνος μου τη θάλασσα. Επειδή ο γιος μου κάποια μέρα θα με δει να πεθαίνω. Αρκεί όμως να βουτήξω το κεφάλι μου και τα δάκρυα θα εξαφανιστούν. Σε λίγο θα βγω και κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα. Θα φταίει η αλμύρα που κοκκίνισαν τα μάτια μου. Η θάλασσα δεν προδίδει, τα ξεπλένει όλα.
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Andrea Carraro Δεν υπάρχει άλλος χρόνος που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Ο Αντρέα Καρράρο γεννήθηκε το 1959 στη Ρώμη. Γράφει κριτικές για βιβλία σε εφημερίδες και περιοδικά. Το συγγραφικό του ντεμπούτο γίνεται με το βιβλίο A denti stretti/Σφίγγοντας τα δόντια, (Gremese, 1990). Το 1994 εκδίδεται το μυθιστόρημά Il branco/Η συμμορία, και μαζί με τον σκηνοθέτη Marco Risi θα δημιουργήσουν την ομώνυμη ταινία, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας. Το 2002 εκδίδεται το μυθιστόρημα Non c’è più tempo/Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Δοκίμια και διηγήματά του φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά από το 1989.