Pier Paolo Pasolini, «Ανάπτυξη και πρόοδος»


jesus_jeans 

Υπάρχουν δύο λέξεις που επανέρχονται συχνά στις συζητήσεις μας: μάλλον είναι οι λέξεις-κλειδί των συζητήσεών μας. Αυτές οι δύο λέξεις είναι «ανάπτυξη» και «πρόοδος». Είναι δύο συνώνυμα; Ή, αν δεν είναι δύο συνώνυμα, δηλώνουν δύο διαφορετικές στιγμές ενός ίδιου φαινομένου; Ή δηλώνουν δύο διαφορετικά φαινόμενα, που όμως αλληλοσυμπληρώνονται αναπόφευκτα μεταξύ τους; Ή μήπως, επίσης, δηλώνουν δύο φαινόμενα μόνο εν μέρει ανάλογα και σύγχρονα; Εν ολίγοις, δηλώνουν δύο φαινόμενα «αντίθετα» μεταξύ τους, που μόνο φαινομενικά συμπίπτουν και αλληλοσυμπληρώνονται; Πρέπει οπωσδήποτε να ξεκαθαριστεί η έννοια αυτών των δύο λέξεων και η σχέση τους, αν θέλουμε να κατανοούμε ο ένας τον άλλον σε μια συζήτηση που αφορά σε μεγάλο βαθμό τη ζωή μας, τόσο την καθημερινή όσο και τη φυσική.

 

Ας το δούμε: η λέξη «ανάπτυξη» έχει σήμερα ένα πλέγμα αναφορών που αφορούν αναμφισβήτητα ένα πλαίσιο της «δεξιάς». Ποιος θέλει στ’ αλήθεια την «ανάπτυξη»; Δηλαδή, ποιος τη θέλει όχι αφηρημένα και ιδεατά, αλλά συγκεκριμένα και για λόγους άμεσου οικονομικού συμφέροντος; Είναι προφανές: αυτός που θέλει την «ανάπτυξη» με αυτή την έννοια είναι εκείνος που ελέγχει την παραγωγή· είναι δηλαδή οι βιομήχανοι. Και, επειδή η «ανάπτυξη», στην Ιταλία, είναι αυτή η ανάπτυξη, είναι για την ακρίβεια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι βιομήχανοι που ελέγχουν την παραγωγή περιττών αγαθών. Η τεχνολογία (η εφαρμογή της επιστήμης) δημιούργησε τη δυνατότητα μιας βιομηχανοποίησης ουσιαστικά απεριόριστης, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι τώρα πια ουσιαστικά διεθνών συμφερόντων. Οι καταναλωτές των περιττών αγαθών είναι από την πλευρά τους με παράλογο και ασυναίσθητο τρόπο σύμφωνοι με το να θέλουν την «ανάπτυξη» (αυτή την «ανάπτυξη»). Γι’ αυτούς σημαίνει κοινωνική άνοδος και απελευθέρωση, με συνεπακόλουθο την απάρνηση των πολιτιστικών αξιών που τους είχαν προσφέρει τα πρότυπα των «φτωχών», των «εργαζομένων», των «αποταμιευτών», των «στρατευμένων», των «πιστών». Η «μάζα» είναι συνεπώς υπέρ της «ανάπτυξης»: αλλά βιώνει αυτή της την ιδεολογία μονάχα υπαρξιακά, και υπαρξιακά είναι φορέας των νέων αξιών της κατανάλωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιλογή της δεν είναι αποφασιστική, θριαμβευτική και αμείλικτη.

 

Ποιος θέλει, αντίθετα, την «πρόοδο»; Τη θέλουν εκείνοι που δεν έχουν άμεσα συμφέροντα να ικανοποιήσουν, συγκεκριμένα, μέσω της «προόδου»: τη θέλουν οι εργάτες, οι αγρότες, οι διανοούμενοι της αριστεράς. Τη θέλει αυτός που δουλεύει και αυτός που συνεπώς τον εκμεταλλεύονται. Όταν λέω «τη θέλει» το λέω με την αυθεντική και ολοκληρωτική έννοια (θα μπορούσε να είναι και κάποιος «βιομήχανος» που θέλει, εκτός των άλλων, και ίσως ειλικρινά, την πρόοδο: αλλά η περίπτωσή του είναι αμελητέα). Η «πρόοδος» είναι συνεπώς μια έννοια ιδεατή (κοινωνική και πολιτική): εκεί που η «ανάπτυξη» είναι ένα πραγματιστικό και οικονομικό γεγονός.

 

Τώρα είναι αυτός ο διαχωρισμός που απαιτεί έναν «συγχρονισμό» μεταξύ «ανάπτυξης» και «προόδου», δεδομένου ότι δεν νοείται (απ’ ό,τι φαίνεται) μια αληθινή πρόοδος αν δεν δημιουργηθούν οι απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις να την πραγματοποιήσουν.

 

Ποιο ήταν το σύνθημα του Λένιν μόλις κερδήθηκε η Επανάσταση; Ήταν ένα σύνθημα που καλούσε στην άμεση και μεγαλειώδη «ανάπτυξη» μιας υπανάπτυκτης χώρας. Σοβιέτ και ηλεκτρική βιομηχανία… Αφού κερδήθηκε η μεγάλη ταξική μάχη για την «πρόοδο» τώρα έπρεπε να κερδηθεί μια μάχη, ίσως πιο γκρίζα αλλά σίγουρα όχι λιγότερο μεγαλειώδης, για την «ανάπτυξη». Θα ήθελα να προσθέσω όμως- όχι χωρίς δισταγμό- ότι αυτή δεν είναι μια υποχρεωτική συνθήκη για να εφαρμοστεί ο επαναστατικός μαρξισμός και να πραγματοποιηθεί μια κομμουνιστική κοινωνία.

 

Τη βιομηχανία και την ολοκληρωτική βιομηχανοποίηση δεν την εφηύραν ούτε ο Μαρξ ούτε ο Λένιν: την εφηύρε η αστική τάξη. Το να βιομηχανοποιήσεις μια κομμουνιστική αγροτική χώρα σημαίνει να μπεις σε ανταγωνισμό με τις ήδη βιομηχανοποιημένες αστικές χώρες. Είναι αυτό που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έκανε ο Στάλιν. Και που εξάλλου δεν είχε άλλη επιλογή.

 

Συνεπώς: η Δεξιά θέλει την «ανάπτυξη» (για τον απλό λόγο που το κάνει)· η Αριστερά θέλει την «πρόοδο».

 

Σε περίπτωση όμως που η Αριστερά κερδίσει τη μάχη για την εξουσία, ακόμα κι αυτή θα θέλει – για να μπορεί πραγματικά να προοδεύσει κοινωνικά και πολιτικά – την «ανάπτυξη». Μια «ανάπτυξη», όμως, που η μορφή της έχει πλέον σχηματιστεί και εδραιωθεί στο πλαίσιο της αστικής βιομηχανοποίησης.

Παρ’ ολ’ αυτά εδώ στην Ιταλία, η περίπτωση είναι ιστορικά διαφορετική. Δεν κερδήθηκε καμία επανάσταση. Εδώ η Αριστερά που θέλει την «πρόοδο», σε περίπτωση που δεχτεί την «ανάπτυξη», πρέπει να δεχτεί ακριβώς αυτή την «ανάπτυξη»: την ανάπτυξη της οικονομικής και τεχνολογικής επέκτασης της αστικής τάξης.

 

Είναι αυτή μια αντίφαση; Είναι μια επιλογή που θέτει ένα θέμα συνείδησης; Πιθανόν ναι. Μα πρόκειται τουλάχιστον για ένα πρόβλημα που πρέπει να τεθεί ξεκάθαρα: δηλαδή χωρίς να μπλέκεται ποτέ, ούτε καν για μια μονάχα στιγμή, η ιδέα της «προόδου» με την πραγματικότητα αυτής της «ανάπτυξης». Όσον αφορά τη βάση της Αριστεράς (αναφερόμαστε βέβαια στην εκλογική βάση, για να μιλήσουμε με την εντολή των εκατομμυρίων πολιτών) η κατάσταση είναι αυτή: ένας εργάτης βιώνει με τη συνείδηση τη μαρξιστική ιδεολογία, και κατά συνέπεια, μεταξύ των άλλων αξιών του, βιώνει με τη συνείδηση την ιδέα της «προόδου»· ενώ ταυτόχρονα βιώνει, με την ύπαρξή του, την καταναλωτική ιδεολογία, και κατά συνέπεια, ακόμη περισσότερο, τις αξίες της «ανάπτυξης». Ο εργάτης είναι επομένως διχασμένος. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Και η κλασική αστική εξουσία είναι αυτή τη στιγμή εντελώς διχασμένη: για εμάς τους Ιταλούς τέτοια κλαστική αστική εξουσία (δηλαδή ουσιαστικά φασιστική) είναι η Χριστιανική Δημοκρατία.

 

Σ’ αυτό το σημείο όμως θέλω να αφήσω την ορολογία που εγώ (ο καλλιτέχνης!) χρησιμοποιώ λιγάκι αυτοσχεδιαστικά και να κινηθώ προς μια παραστατική παραβολή. Ο διχασμός που σπάει τώρα πια στα δύο την παλιά κληρικο-φασιστική εξουσία, μπορεί να απεικονιστεί από δύο αντίθετα σύμβολα, και, ακριβώς γι’ αυτό, ασυμβίβαστα: τον «Jesus» (στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Ιησού του Βατικανό) από τη μια πλευρά, και τα «blue-jeans Jesus» από την άλλη. Δύο μορφές εξουσίας η μια απέναντι από την άλλη: από εδώ ο μεγάλος συρφετός των ιερέων, των στρατευμένων, των συνετών και των πληρωμένων δολοφόνων· από την άλλη οι «βιομήχανοι», αυτοί που ελέγχουν την παραγωγή περιττών αγαθών και οι μεγάλες καταναλωτικές μάζες, λαϊκές και, ίσως βλακωδώς, άθρησκες. Ανάμεσα στον «Jesus» του Βατικανό και τον «Jesus» των blue-jeans, υπήρξε μια μάχη. Στο Βατικανό – με την εμφάνιση αυτού του προϊόντος και των αφισών του- ξέσπασαν έντονα παράπονα. Έντονα παράπονα, τα οποία ως συνήθως ακολουθούσε δράση του κοσμικού χεριού που φρόντιζε να εξαλείφει τους εχθρούς που η Εκκλησία πιθανόν να μην ονόμαζε, αφού περιοριζόταν ακριβώς στα παράπονα. Αυτή τη φορά όμως τίποτα δεν ακολούθησε τα παράπονα. Η μακρά χείρα έμεινε ανεξήγητα αδρανής. Η Ιταλία καλύφθηκε από αφίσες που παρουσίαζαν κώλους με τη φράση «όποιος με αγαπάει να με ακολουθήσει» και καλυμμένους ακριβώς από τα blue-jeans Jesus. Ο Ιησούς του Βατικανό ηττήθηκε.

 

Τώρα η χριστιανοδημοκρατική κληρικο-φασιστική εξουσία βρίσκεται κατακερματισμένη ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο «Jesus»: την παλιά μορφή εξουσίας και τη νέα πραγματικότητα εξουσίας…


Μετάφραση από τα Ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου


Pier Paolo Pasolini Το κείμενο «Ανάπτυξη και πρόοδος» του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922 - 1975) γράφτηκε το 1974 και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Scritti corsari, που εκδόθηκε το Μάιο του 1975, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Τα Κουρσάρικα γραπτά κυκλοφόρησαν στα Ελληνικά το 1986 από τις εκδόσεις Εξάντας (Μετάφραση: Βάλι Κεφαλοπούλου, εξαντλημένη έκδοση). Διαβάστε για τη ζωή και το έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Δείτε στη βιβλιοnet ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Πιερ Πάολο Παζολίνι αλλά και τα βιβλία του που κυκλοφορούν στα Ελληνικά. Σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του 1969 ο Πιερ Πάολο Παζολίνι σημείωνε: «Μου είπαν ότι έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αυτά είναι φόρμουλες. Το μόνο μου είδωλο είναι η πραγματικότητα».


© Logotexnia 21 + Archodia Kypriotou