Κώστας Παντιώρας, Το σορτς

Photo by Griszka Niewiadomski


«Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.

Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν

Είναι κι αυτό κάτι.»

Γιώργος Β. Μακρής

 


Έχεις φιλήσει ποτέ σου τα τσακισμένα πόδια μιας πωλήτριας; Κάτω από το δέρμα της ταξιδεύει με οτοστόπ η κούραση δώδεκα ωρών κι είκοσι χρόνων. Γόνατα, μηροί και πέλματα. Γάμπες… μια στάση εδώ! Φύσηξες μήπως τη δροσερή πνοή σου πάνω απ’ τον σκυμμένο σβέρκο μιας «νυχούς»; Πλέξε τα μαλλιά της να φανούν οι σπόνδυλοι, χτένισέ τη στο ρεπό, κάποια Τετάρτη βράδυ του Ιούλη. Μόνο να κάτσετε έξω με μπύρες και καρπούζι και τασάκια … έξω να σκάει ο τζίτζικας και μέσα να παίζει η τηλεόραση ανοιχτή κι αδιάφορη, ίσα που να νομίσει το κορίτσι πως έχετε κόσμο, φίλους καλεσμένους, ίσως κάποιο πάρτι κι ακόμη ίσως μια κανονική ζωή.


Ρούχα της δουλειάς. Άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι. Ντυμένος σαν προσυλητιστής.


Έχεις ένα λεπτό να σου μιλήσω για τον Κύριο και Σωτήρα μας, τον Καπιταλισμό;


Πώς βρέθηκα εδώ, ούτε που το σχεδίασα. Έκπτωτος από το θρόνο της νεανικής φιλοδοξίας στην περίοδο των εκπτώσεων. Όρθιος δίπλα στο κατακόκκινο πανώ που αναγράφει τα ποσοστά … είκοσι τοις εκατό, πενήντα τοις εκατό, περάστε κόσμε! Περάστε να ασημώσετε την καταδίκη μας. Στέκομαι ακίνητος σιμά στο τζάμι, όμοιος κι αμίλητος με τις θλιμμένες κι ερμαφρόδιτες κούκλες της βιτρίνας. Οι κούκλες δεν έχουν φύλο. Πως θα μπορούσαν άλλωστε; Δεν αυξάνονται, δεν πληθύνονται. Κάνουν τη δουλειά για την οποία είναι προορισμένες και μόλις παλιώσουν, μόλις κιτρινίσουν ή χαλάσουν, σαν φύγει κάποιο χέρι και ξεχαρβαλωθεί θα πεταχτούν. Ύστερα κάποιος πλανόδιος φτωχοδιάβολος θα τις φορτώσει πάνω σ’ ένα τρίκυκλο που ξερνά ξοπίσω του μικρά σύννεφα καμένης βενζίνης. Θα ανηφορίσει την Πειραιώς. Προορισμός Μοναστηράκι. Η πολυεστερική σορός μιας κούκλας πάνω σε σωρό από χαρτόκουτα. Το παρακατιανό τρίκυκλο, ο κιλλίβαντας που της πρέπει. Αντίο με όλες τις τιποτένιες δόξες και τις ελεεινές τιμές…


Μια μέρα κι άλλη μια, άντε να βγει η βδομάδα. Μέσα στο κρανίο μου υπάρχουν παραλίες, παφλάζουν κύματα, ηχούν οι χαρμόσυνοι φλοίσβοι του θέρους.


– ο Εμπειρίκος αν ζούσε και μάθαινε ποτέ την ύπαρξή μου, εδώ θα μου ‘σφιγγε το χέρι ή θα με ‘φτυνε στα μούτρα –


Αγχωμένες γουλιές, αγχωμένες τζούρες. Όποιος αργεί στη δουλειά απολύεται. Μολοταύτα κάθε πρωί τη στήνω στην αρχή της Τσαμαδού. Τα πόδια μου μ’ έχουν εγκαταλείψει. Οδόστρωμα με κλίση. Προσμένω να περάσει κάποιο όμορφο κορίτσι να ανέβουμε αντάμα. Τ’ άρωμά της θα με τραβήξει σαν βίντσι, η πλάτη της σωστό τελεφερίκ!


Αποθήκη. Μουσική δωματίου, κονσέρτο για αποχέτευση και καζανάκι. Πάνω μου σε δαιδαλώδεις σχηματισμούς περνούν τα σκατά της πολυκατοικίας. Εδώ καταλήγει η ανάγκη των νοικοκυραίων, μαγείρεψαν κι έφαγαν συνταγές που βρήκαν στο διαδίκτυο. Τούτη τη στιγμή τα τακούνια μιας Μπέλα Χαντίντ χτυπούν στις πλάκες του πεζοδρομίου. Θα τρέξω στις σκάλες να τη δω να περνάει. Θα τρέξω μα δε βαστώ. «Μη χασομεράς, πιο γρήγορα!». Οι ωραιότερες γυναίκες ψωνίζουν δώρα για τους άνδρες τους. Μυρίζουν τη μπόχα της ευτυχίας. Τις εξυπηρετούν άλλες γυναίκες που δεν μπορούν να αγοράσουν τίποτα. Παραδοξότητα. Κιρσοί και φλεβίτιδα, το τατουάζ της εργατικής τάξης. Χιλιάδες βελόνες η ορθοστασία. Χρώμα μπλε βαθύ, μα όχι σαν της θάλασσας, χρώμα βάναυσο. Το Τζάνειο εφημερεύει, ουρλιάζουν οι σειρήνες στο μποτιλιάρισμα, λιώνουν τα ελαστικά στην πίσσα. Κάποιοι από εμάς πεθαίνουν. Πεθαίνουν στην άσφαλτο, στα επείγοντα, στο ράντζο. Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι μόνο.


Σε μισή ώρα σχολάω. Θα πετάξω από πάνω μου τα μονότονα ρούχα. Θα μείνω με το λερό εσώρουχο. Θα καταπιώ ζεσταμένο φαΐ. Αυτός είναι ο βίος μου. Τώρα πεθυμώ φρεσκάδα, λιγώνομαι για δροσιά φασκιωμένη μέσα σε τζιν σορτσάκια. Σαν τελειώσει η μέρα, ολόκληρος ο κάματός μου με οδηγεί σε μιαν αφελή ονειροπόληση της νυκτός … ένα κορίτσι κι ένα τόσο δα σορτς!





Το κείμενο του Κώστα Παντιώρα «Το σορτς» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ιστολόγιό του