Αλέξανδρος Κ., Ευτυχία. Μαρτύρια / Πολύ συνοπτική αφήγηση ενός έρωτα



I.


Πράγα, Αγίου Νικολάου 36, 4ος όροφος. Βράδυ Κυριακής, 22 Σεπτεμβρίου 1912, τέσσερις ημέρες πριν από την έκλειψη σελήνης.


Εκεί, στο δωμάτιό του, στην οικογενειακή εστία των τελευταίων πέντε χρόνων, στην οδό που την αποκαλούσε διάδρομο για αυτόχειρες, έτσι όπως έβγαζε φαρδιά πλατιά στον ποταμό, αφού πηγαίνει και κάθεται στο γραφείο του λίγο πριν από τις 10 το βράδυ, στο ανοιχτό παράθυρο, με θέα τη γέφυρα, την πιο μικρή γέφυρα της πόλης, αρχίζει κάποια στιγμή να γράφει.


Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, αρχίζει να γράφει, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει απνευστί, χαίρεται που γράφει, κάποια στιγμή σταματάει, το βάρος του όλο το νιώθει στην πλάτη, σηκώνει το κεφάλι απ’ το χαρτί, γυρίζει και κοιτάζει το ρολόι, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει πάλι απνευστί, χαίρεται που γράφει, το βάρος του όλο το νιώθει στην πλάτη, κάποια στιγμή σταματάει πάλι, για να γυρίσει και να κοιτάξει το ρολόι, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει πάλι απνευστί, τα πόδια του έχουνε μουδιάσει, έτσι όπως κάθεται στο γραφείο του, δεν μπορεί να τα κουνήσει, αλλά γράφει, και χαίρεται που γράφει, σαν να προχωράει μέσα σε ποτάμι νιώθει, κάποια στιγμή σταματάει, το βάρος του όλο το νιώθει στην πλάτη, γυρίζει και κοιτάζει το ρολόι, 2 η ώρα δείχνουν οι δείκτες στο ρολόι, κι ύστερα συνεχίζει να γράφει πάλι, χωρίς ακόμα να ξέρει ότι θα σταματήσει να γράφει όταν θα έχει ξημερώσει Δευτέρα, η κούρασή του χάνεται μέσα στη νύχτα, και χαίρεται που γράφει, κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πώς πήρε να φωτίζει έξω απ’ το παράθυρό του, και συνεχίζει να γράφει, ακούει ένα αμάξι να περνάει, γράφει, χαίρεται που γράφει, κάποια στιγμή σταματάει, σηκώνει τα μάτια του, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρό του, βλέπει δυο άνδρες να διασχίζουνε τη γέφυρα, την πιο μικρή γέφυρα της πόλης, και συνεχίζει να γράφει, σβήνει τη λάμπα, το φως της ημέρας τώρα του αρκεί, συνεχίζει να γράφει, νιώθει κάποιους πόνους στην καρδιά, και όταν γράφει Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία, βάζει τελεία, την εκατοστή ογδοηκοστή έβδομη τελεία, και σταματάει να γράφει, γιατί έχει πια τελειώσει.


Το ίδιο βράδυ, εκείνης της Δευτέρας, σε κάποιο σπίτι φιλικό, αρχίζει να διαβάζει στο μικρό ακροατήριο, που το απαρτίζουν οι τρεις αδελφές του κι ελάχιστοι φίλοι, Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, και λίγο πριν τελειώσει, λίγο πριν διαβάσει Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία, μόλις διαβάζει πάντοτε όμως σας αγαπούσα, συγκινείται, δακρύζει, διαβάζει δακρυσμένος κι αφέθηκε να πέσει, κάνει μια παύση στην τελεία, για να διαβάσει αποστασιοποιημένα και ψυχρά, όπως της πρέπει, την τελευταία πρόταση, κι ύστερα διαβάζει αποστασιοποιημένα και ψυχρά Εκείνη τη στιγμή διερχόταν πάνω απ’ τη γέφυρα μια ατελείωτη όντως κυκλοφορία, και σταματάει να διαβάζει, γιατί έχει πια τελειώσει.



II.


Πολύ αργότερα, εννέα μήνες μετά, καλοκαίρι του 1913, Ιούνιο μήνα, αλλά και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, και μπορεί και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς και τον χειμώνα και μπορεί και την επόμενη χρονιά και μπορεί και μετά και μπορεί και πολλά χρόνια αργότερα, οι αναγνώστες της Αρκαδίας θα αρχίζουν να διαβάζουν στη σελίδα 53 του ετήσιου τεύχους του 1913 Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη ακριβώς κάτω από την αφιέρωση που είχε υποσχεθεί σ’ εκείνη έναν μήνα και δύο ημέρες έπειτα από εκείνη την Κυριακή, που καθισμένος στο γραφείο του άρχισε κάποια στιγμή να γράφει Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, την αφιέρωση που της είχε υποσχεθεί στην έβδομη επιστολή που της έγραψε και της την έστειλε συστημένη, στις 24 Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη, μια πολύ πιο συνοπτική αφιέρωση από εκείνη που είχε γράψει αρχικά, αφού αναγκάστηκε εν τέλει να τη συντομεύσει, εκείνη την αφιέρωση, σβήνοντας άπαξ διά παντός την παιγνιώδη και ως έναν μόνο βαθμό ειλικρινή αιτιολογία της, για να μην παίρνει δώρα μόνον από άλλους, αλλά μια όντως σχεδόν πλήρως κατανοητή αφιέρωση, με τ’ όνομά της το μικρό, το αρχικό γράμμα απ’ το επώνυμό της και μια τελεία, και όχι όσο συνοπτική θα τυπωνόταν για πρώτη φορά, γιατί στο εξής έτσι θα τυπωνόταν και θα ανατυπωνόταν ως βιβλίο πια, τρία χρόνια αργότερα, το 1916, όταν τη συντόμευσε ακόμα πιο πολύ, προσδίδοντάς της εις τους αιώνας των αιώνων τη μυστηριώδη, αινιγματική και ζηλευτή φύση του αντιδώρου, για το οποίο, ωστόσο, ακόμα και το πρόσωπο, στο οποίο προσφέρεται το αντίδωρο, ενδέχεται ενίοτε να αμφιβάλλει, όταν η βεβαιότητά του για το άτομο που του προσφέρει το αντίδωρο έχει για κάποιο λόγο κλονιστεί και η αφιέρωση εξαντλείται σε ένα κεφαλαίο γράμμα και μια τελεία μόνο, ούτε καν σε δύο κεφαλαία γράμματα και δυο τελείες, που θα καθόριζαν με μεγαλύτερη ακρίβεια το ονοματεπώνυμο του συγκεκριμένου προσώπου και εν πάση περιπτώσει θα απέκλειαν όλα τα άλλα πρόσωπα, που τα αρχικά γράμματα του ονόματος και του επωνύμου τους δεν συμπίπτουν ακριβώς με τα αρχικά γράμματα στα οποία εξαντλείται η αφιέρωση.


Και, αλήθεια, πόσο να μειώνεται η όποια βεβαιότητα ή πόσο να πολλαπλασιάζεται ο κλονισμός αυτής της βεβαιότητας σε γλώσσες στις οποίες το όνομα και κατά συνέπεια και το αρχικό γράμμα ενός ονόματος σε μία αφιέρωση, αλλά και στις γλώσσες αυτές εν γένει, δεν συνοδεύεται, ή απλώς δεν είθισται να συνοδεύεται, από την αποκαλυπτική και γι’ αυτό λυτρωτική παρουσία ενός άρθρου, που αποκαλύπτει περίτρανα τουλάχιστον το γένος του προσώπου, στο οποίο προσφέρεται το αντίδωρο;


Μια ιστορία για ένα κεφαλαίο γράμμα αρχικό και μια τελεία. Έτσι θα έμενε στην Ιστορία η ιστορία που άρχισε να γράφει εκείνη την Κυριακή, αν εκείνη σαράντα τρία χρόνια έπειτα από εκείνη την Κυριακή, που καθισμένος στο γραφείο του άρχισε κάποια στιγμή να γράφει Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, και τριάντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό του, γερασμένη και άρρωστη, πολύ άρρωστη, πέντε χρόνια πριν πεθάνει και εκείνη, δεν πουλούσε από ανάγκη τις επιστολές που της έστελνε όταν την αγαπούσε.



III.


Γιατί δύο ημέρες πριν από εκείνο το ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής εκείνη την Κυριακή, που καθισμένος στο γραφείο του άρχισε κάποια στιγμή να γράφει Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη, και τριάντα οκτώ ημέρες μετά τη γνωριμία τους σε κάποιο σπίτι φιλικό μια καλοκαιρινή νύχτα ασέληνη, για την ακρίβεια στις 20 Σεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, κάποια ώρα προχωρημένη πρωινή, εν ώρα εργασίας, καθισμένος στο γραφείο της υπηρεσίας του, της είχε γράψει την πρώτη επιστολή, και της την έστειλε συστημένη. Πολυτίμητη δεσποσύνη!, είχε αρχίσει να δακτυλογραφεί στη γραφομηχανή της υπηρεσίας του, και έπειτα από τριακόσιες ενενήντα επτά λέξεις, που για να τις γράψει χρειάστηκε να χτυπήσει τουλάχιστον δύο χιλιάδες τετρακόσιες ογδόντα τέσσερις φορές κάποιο πλήκτρο στη γραφομηχανή της υπηρεσίας του, είχε δακτυλογραφήσει Δικός σας αφοσιωμένος εγκαρδίως κι ύστερα είχε υπογράψει, με τίτλο, ονοματεπώνυμο, πόλη, οδό και αριθμό.



IV.


Την αναγγελία των αρραβώνων τους εκείνη τη δημοσιεύει στην Ημερησία του Βερολίνου στις 21 Απριλίου 1914, ημέρα Τρίτη. Τρεις ημέρες μετά τη δημοσιεύει και εκείνος στην Ημερησία της Πράγας. Την 1η Ιουνίου 1914, ημέρα Δευτέρα, αρραβωνιάζονται επισήμως στο Βερολίνο.


Έπειτα από σαράντα μία ημέρες, στις 12 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, συναντιούνται στην ίδια πόλη, στην Ασκανική Αυλή, στο ξενοδοχείο, όπου έχει καταλύσει εκείνος. Παρόντες είναι επίσης ένας φίλος του, μία δική της φίλη, με την οποία τελευταία αλληλογραφούσε και εκείνος, και η αδελφή της. Εκείνος αισθάνεται ότι τον δικάζουν. Χωρίζουν.


Δεκαεπτά ημέρες μετά, στις 29 Ιουλίου 1914, ημέρα Τετάρτη, κάποια ώρα προχωρημένη νυχτερινή αρχίζει κάποια στιγμή να γράφει Ο Γιόζεφ Κ., ο γιος ενός πλούσιου εμπόρου, πριν περάσει όμως ένας μήνας αλλάζει γνώμη και κάποια ώρα προχωρημένη νυχτερινή αρχίζει κάποια στιγμή να γράφει πάλι Κάποιος πρέπει να τον είχε συκοφαντήσει τον Γιόζεφ Κ.


Έπειτα από δύο χρόνια, τον Ιούλιο του 1916, ταξιδεύουν, εκείνος από την Πράγα, εκείνη από το Βερολίνο, και συναντιούνται ανήμερα των γενεθλίων του, ημέρα Δευτέρα, στο Μαρίενμπαντ. Μένουν εκεί δέκα ημέρες.


Στις 12 Ιουλίου 1917, ημέρα Πέμπτη, αρραβωνιάζονται επισήμως για δεύτερη φορά στην Πράγα και κάνουν ένα ταξίδι στη Βουδαπέστη. Έπειτα από πέντε μήνες, στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα Τρίτη, εκείνη τον επισκέπτεται πάλι στην Πράγα. Δύο ημέρες μετά χωρίζουν οριστικά.



V.


Εκείνος πεθαίνει στις 3 Ιουνίου 1924, ημέρα Τρίτη, σε ένα σανατόριο στο Κήρλινγκ, κοντά στη Βιέννη, 237,85 χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά του. Κοντά του βρίσκονται η τελευταία του αγαπημένη και ένας φίλος του.


Περνούν χρόνια.


Εκείνη πεθαίνει χήρα στις 15 Οκτωβρίου 1960, ημέρα Σάββατο, στη μικρή πόλη Ράυ της Νέας Υόρκης, 6.722,20 χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά της. Αφήνει πίσω της έναν σαραντάχρονο γιο και μία τριανταεννιάχρονη κόρη.


Συνολικά εκείνος της έγραψε περισσότερες από 500 επιστολές, καρτ ποστάλ, κάρτες και τηλεγραφήματα. Πολύ λιγότερες πρέπει να του έγραψε εκείνη.


Απ’ όσα της έγραψε εκείνη φύλαξε: 101 επιστολές, 4 καρτ ποστάλ, 1 κάρτα, 1 τηλεγράφημα και 1 σημείωμα από το 1912, 204 επιστολές, 11 καρτ ποστάλ και 1 τηλεγράφημα από το 1913, 23 επιστολές και 1 τηλεγράφημα από το 1914, 8 επιστολές, 9 καρτ ποστάλ και 9 κάρτες από το 1915, 12 επιστολές, 117 κάρτες και 4 τηλεγραφήματα από το 1916 και 3 επιστολές από το 1917, η τελευταία εκ των οποίων είναι γραμμένη στις 16 Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτη.



Απ’ όσα του έγραψε εκείνος δεν φύλαξε τίποτα. 






Το διήγημα «Ευτυχία. Μαρτύρια - Πολύ συνοπτική αφήγηση ενός έρωτα» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 57o τεύχος του περιοδικού Unfollow τον Σεπτέμβριο του 2016. 

O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο blog Logotexnia21 ως Αλέξανδρος Κ. τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μ' ένα καλό ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.