Ανδρέας Κεντζός, Μετά τον πόλεμο


Μετά τον πόλεμο δεν γύρισα πίσω. Έμεινα στην Αθήνα κι έπιασα δουλειά, κλητήρας σε τεχνικό γραφείο. Είχα ένα ταλέντο στο σχέδιο, σκεφτόμουν να δώσω εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική. Η τύχη μου συνέχιζε να δουλεύει- το αφεντικό με πήρε με καλό μάτι. Με φώναζε το πρωί να πιούμε καφέ παρέα. Μ’ έβλεπε σαν γιο του. Μου δάνεισε και τα λεφτά να πάρω τη μηχανή, «για να βγάζω βόλτα τα κορίτσια». Ήμουν είκοσι χρονών και τα μαλλιά μου ανέμιζαν και κάθε βράδυ είχα άλλη.


Έφτιαξα μια ωραία παρέα με αγόρια και κορίτσια από τα καλύτερα σπίτια της Αθήνας. Ωραία εποχή, μετά τον πόλεμο οι άνθρωποι ήθελαν να ζήσουν. Κοιμόμασταν ελάχιστα. Γυρίζαμε στα καφέ και στα μπαρ και στα κέντρα και ο κόσμος μάς χάζευε. Ήμασταν τα λουλούδια της άνοιξης που έβγαιναν μετά τον βαρύ χειμώνα και μας καμάρωναν και μας ζήλευαν την ίδια στιγμή.


Γρήγορα βαρεθήκαμε, την πόλη την εξαντλήσαμε και αρχίσαμε τις εκδρομές, ολόκληρη πομπή κάθε φορά με τα αμάξια και τις μηχανές μας. Αξέχαστες μου έχουν μείνει όλες. Ιδίως εκείνη η παραλία στον Μαραθώνα που σήμερα είναι ένας βούρκος με ομπρέλες, ξαπλώστρες και κωλοβακτηρίδια. Τότε ήταν παράδεισος, τα νερά κρυστάλλινα, να τα πιεις στο ποτήρι. Μόνοι μας μες στο καταμεσήμερο, πετάξαμε τα ρούχα και βουτήξαμε όπως μας γέννησε η μάνα μας.


Γυρίσαμε έτσι όλη την Αττική και μετά πήγαμε και παραπέρα. Εγώ υποστήριζα Πελοπόννησο. Η γνώμη μου μετρούσε- πήγαμε στην Κόρινθο, πήγαμε στο Ναύπλιο και στις Μυκήνες, κάναμε και μια τετραήμερη μέχρι την Ολυμπία. Μετά κάποιος έριξε ιδέα «να δούμε και τα βόρεια»- πρότεινε Παρνασσό, Δελφούς, Αράχοβα.


Έγινε συζήτηση. «Εκεί δεν είναι τα μέρη σου;» με ρώτησαν.


«Από την άλλη μεριά», την έκοψα την κουβέντα.


Έφτασα νύχτα στο χωριό. Μπήκα μέσα με τη μηχανή σβηστή κι έκανα τον γύρο για ν’ αποφύγω την πλατεία και το καφενείο.


Το σπίτι είχε φως. Ήσυχα τακτοποίησα τη μηχανή στο στάβλο, ύστερα έσπρωξα σιγά σιγά την πόρτα.


Πρόλαβα ευτυχώς να βάλω το χέρι μπροστά- αλλιώς θα τα ’χανα τα μάτια μου.


«Μάνα εγώ είμαι», φώναξα, «πάρ’ το αυτό από πάνω μου».


Το ράμφος κόντευε να μου τρυπήσει το κρανίο.


«Κάτω, ρε!» του φώναξε, σαν να ήταν σκύλος. Ένας ωραίος άσπρος κόκορας. Στάθηκε πλάι της και με κοίταζε, έτοιμος να ορμήσει πάλι.


«Πήγαινε μέσα», τον πρόσταξε.


Δεν με αγκάλιασε, δεν με φίλησε. Δίκιο είχε, δεν ήμουν καλός γιος, ούτε γράμμα δεν είχα στείλει. Από τα παιδιά που γύρισαν από το μέτωπο ήξερε ότι δεν είχα σκοτωθεί στην Αλβανία, αυτό μόνο.


«Τι σου ’κανα, βρε τύραννε», σωριάστηκε στην καρέκλα, «τι σου ’κανα και πας να με πεθάνεις;»


Γονάτισα πλάι της, πήγα να την αγκαλιάσω, δεν με άφησε. Σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες.


Τίποτα δεν μου είχε κάνει, ούτε εκείνη ούτε ο πατέρας. Όταν φεύγω, τέρμα, δεν κοιτάζω πίσω. Έτσι ήμουν κι έτσι θα είμαι μέχρι να πεθάνω.


Έσκυψα το κεφάλι, δεν έβγαζα κουβέντα. Την άφησα να κλάψει όσο θέλει, να βγάλει όλο τον καημό που κουβαλούσε μέσα της. Κάποια στιγμή εντέλει απόκανε. «Άντε να πλύνεις τα χέρια σου», μου είπε, «να σου στρώσω να φας».


Την αγκάλιασα. Της είπα να κάτσει εκεί που είναι, δεν πείναγα. Και το στομάχι μου το ένιωθα περίεργα. Ό,τι και να έριχνα μέσα, είχα την αίσθηση ότι αμέσως θα το ξέρναγα.


Χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά.


«Κάτσε ν’ ακούσεις», έκανα χαρούμενος, «έχω ένα σωρό να σου λέω».


Τα πιο σημαντικά ήταν η οβίδα που έσκασε πλάι μου και με πέταξε είκοσι μέτρα πέρα χωρίς να με αφήσει νεκρό ή παράλυτο και οι τρελές μάχες σώμα με σώμα μες στην έρημο της Αιγύπτου που ο ήλιος σε τηγάνιζε σαν αβγό.


«Μα εσύ έχεις μείνει μισός», έψαυσε τα πλευρά μου.


«Καλά είμαι», της είπα, «μη σε νοιάζει».


«Πώς να μη με νοιάζει;»


Ήθελα μόνο να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, να ξεκουράσω τα ποδαράκια μου.


«Θα γίνει και τούτο», με τράβηξε από το χέρι και μ’ έβαλε να κάτσω στο τραπέζι, «μην κινηθείς».


Κινήθηκα. Σηκώθηκα να πάω προς νερού μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, σαν να ήταν χτες που έφυγα από το σπίτι. Πέρασα από το πλυσταριό, εκεί που σήμερα έχω φτιάξει ένα μπάνιο με υπέροχα γρανιτένια πλακάκια Ιταλίας, που τα αγόρασα ευκαιρία μισοτιμής. Εκεί την είδα.


«Έλα», έκανε του κόκορα να πλησιάσει. Μια χούφτα σπόρια στο ένα χέρι, το μαχαίρι στο άλλο.






Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Συγκεκριμένα ποιήματα, κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η νέα του ποιητική συλλογή, σαραντατέσσερα,  από τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και τα Ισπανικά.

Στις σελίδες της Logotexnia21 μπορείτε να διαβάσετε κάποια παλαιότερα αδημοσίευτα ποιήματά του (εδώ ή εδώ), μία επιλογή από την τελευταία ποιητική συλλογή του και τα διηγήματα «Τριλογία»,  «Κρίση»,  «Πρώτη ημέρα» και «Η δεύτερη νύχτα» και «Επιστροφή».