Hans Erich Nossack, Η καταστροφή


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
[...]
 
Πάνω απ’ το Αμβούργο υπήρχαν πολυάριθμες φωτεινές ομπρέλες, που ο λαός τις λέει έλατα. Καμιά φορά δέκα, καμιά φορά μόνο μία ή δύο, και όταν κάποια στιγμή δεν έβλεπες καμία έτρεφες την ελπίδα ότι πάει πέρασε· μέχρι που ξαναέριχναν καινούργιες. Πολλές διαλύονταν, ενώ έπεφταν, και φαινόταν λες κι έπεφταν πυρακτωμένες μεταλλικές σταγόνες πάνω στις πόλεις. Αρχικά μπορούσες ν’ ακολουθήσεις εκείνες τις φωτεινές ομπρέλες, μέχρι που σβήνανε στο έδαφος· αργότερα εξαφανίζονταν μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού, που μέσ’ απ’ τη φωτιά της πόλης από κάτω φωτιζότανε κόκκινο. Το σύννεφο καπνού μεγάλωνε από λεπτό σε λεπτό και σιγά σιγά σερνόταν προς την ανατολή. Εγώ δεν πρόσεχα, όπως στις προηγούμενες επιθέσεις, την κατεύθυνση των προβολέων και τις εστίες των αντιαεροπορικών πυρών. Τα φωτεινά ίχνη των μικρών κανονιών τα έβλεπες πολύ αχνά μόνο, και οι οβίδες του βαρέως πυροβολικού εκρήγνυντο παντού. Μόνο όταν η φωτιά ήταν ακριβώς από πάνω μου και τα θραύσματα έφτασαν σφυρίζοντας και κροτώντας στη γη πολύ κοντά μου, μπήκα κάτω απ’ τη στέγη της βεράντας. Κάποια λίγα αεροπλάνα πήραν φωτιά κι έπεφταν σαν μετεωρίτες μες στο σκοτάδι. Αλλά δεν σου προκαλούσε κανένα κυνηγετικό ενδιαφέρον όπως πρωτύτερα. Όπου έπεφταν, η περιοχή φωτιζόταν για κάποια λεπτά. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε η σκιά ενός μακρινού ανεμόμυλου μπροστά από ένα τέτοιο άσπρο φως. Το αίσθημα της φρικτής ικανοποίησης για τον εχθρό που χτυπήθηκε δεν εμφανίστηκε. Θυμάμαι ότι με μια τέτοια ευκαιρία κάποιες γυναίκες πάνω στη στέγη του διπλανού σπιτιού άρχισαν να χειροκροτούν, και πώς εγώ τότε όλο θυμό αναλογίστηκα τα λόγια του Οδυσσέα, με τα οποία απαγόρεψε στη γριά τροφό να δείχνει χαρά για τον θάνατο των μνηστήρων:

Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις
δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!*

Αλλά τώρα δεν ήταν πλέον ο καιρός που υπολόγιζες τόσο μικρές διαφορές όπως εκείνη μεταξύ φίλου και εχθρού. Και ξαφνικά τα πάντα καταδύθηκαν στο γαλακτερό φως του κάτω κόσμου. Ένας προβολέας πίσω μου έψαχνε χαμηλά πάνω απ’ το έδαφος. Γύρισα τρομαγμένος, και τότε είδα ότι ακόμη και η φύση είχε εξεγερθεί ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό με μίσος. Δύο πεύκα δίχως κορμό είχαν διακόψει την ειρηνική μαγεία της ύπαρξής τους κι είχανε μεταμορφωθεί σε μαύρους λύκους, που λαίμαργοι πηδούσαν να πιάσουν τον μηνίσκο της Σελήνης που αιμορραγούσε και ανέτελλε μπροστά τους. Τα μάτια τους φώτιζαν άσπρα και σάλια έσταζαν από τα στόματά τους που έδειχναν τα δόντια τους.

[...]


Μετάφραση από τα γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
 
 
*ΣτΜ: Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία χ, στ. 411-412, μτφρ. Ιωάννη Κακριδή.
 
 
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χανς Έριχ Νόσσακ Η καταστροφή, που κυκλοφορεί στις 12 Οκτωβρίου 2020 από τις εκδόσεις Σκαρίφημα, το πρώτο κείμενο του συγγραφέα που μεταφράζεται και εκδίδεται στα Ελληνικά. Το δελτίο Τύπου των εκδόσεων αναφέρει:
Η καταστροφή, που γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1943 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948, αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία για τους βομβαρδισμούς του Αμβούργου από τους Συμμάχους το καλοκαίρι του ’43, που ήταν γνωστοί με το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Γόμορρα». 
Ήδη από τη δεκαετία του ’50 ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είχε χαρακτηρίσει τον Χανς Έριχ Νόσσακ ως τον σπουδαιότερο Γερμανό συγγραφέα της μεταπολεμικής περιόδου. Παρ’ όλ’ αυτά χρειάστηκε να περάσουν 29 χρόνια από την πρώτη έκδοση της Καταστροφής, για να βαδίσει στην παράδοση του Νόσσακ το ιερό τέρας της γερμανικής χρονικογραφίας, ο Αλεξάντερ Κλούγκε. και να βγει στο φως της δημοσιότητας το δικό του βιβλίο για τον βομβαρδισμό μιας άλλης γερμανικής πόλης, του Χάλμπερσταντ, το 1945.
Ωστόσο, ακόμη και μέχρι το 1997, οι ανελέητοι βομβαρδισμοί γερμανικών πόλεων από τις συμμαχικές δυνάμεις παρέμεναν για τους Γερμανούς συγγραφείς ως επί το πλείστον ένα θέμα ταμπού, γεγονός που ώθησε τον Β. Γκ. Ζέμπαλντ να δώσει έναν κύκλο διαλέξεων στη Ζυρίχη γι’ αυτή την αποσιώπηση. Σε μία από τις διαλέξεις του ο Ζέμπαλντ εξήρε τον Νόσσακ ως τον μοναδικό Γερμανό συγγραφέα της εποχής που διέθετε τη βούληση και το ψυχικό σθένος να καταγράψει τις επιπτώσεις εκείνης της καταστροφικής εκστρατείας.
Ο Χανς Έριχ Νόσσακ (1901-1977) γεννήθηκε και πέθανε στο Αμβούργο. Γόνος εύπορης οικογένειας, προσπάθησε να ανεξαρτητοποιηθεί δουλεύοντας ως ανειδίκευτος εργάτης στην Ιένα. Το 1923 επέστρεψε στο Αμβούργο, παντρεύτηκε, εργάστηκε σε τράπεζα και 10 χρόνια μετά μπήκε στην επιχείρηση του πατέρα του, αναλαμβάνοντας αργότερα τη διεύθυνσή της. Άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα και στη συνέχεια νουβέλες και μυθιστορήματα. Από το ’33 ως το ’45 απαγορευόταν η δημοσίευση γραπτών του. Έχει χαρακτηριστεί ως «ο μεγαλύτερος Γερμανός αφηγητής του φανταστικού μετά τον Κάφκα», ενώ προτιμούσε τις φόρμες του χρονικού, του χρονογραφήματος, της συνέντευξης και των πρακτικών. Έχει επηρεάσει σπουδαίες μορφές όπως τους Αλεξάντερ Κλούγκε, Βόλφγκανγκ Χίλμπιγκ, Βάλτερ Κεμπόβσκι και Β. Γκ. Ζέμπαλντ.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails