Leta Semadeni, Ταμανγκούρ

Leta Semadeni, Ταμανγκούρ

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
1
 
Είναι μεσημέρι, οι καμπάνες χτυπούν, οι δρόμοι έχουν ήδη αδειάσει. Από τις χαραμάδες κάτω απ’ τα πόδια αναβλύζει η πίσσα. Το παιδί σκύβει, μαζεύει λίγη από τη μαύρη μάζα με τον δείκτη, τον κουνά γρήγορα πέρα-δώθε στον αέρα να κρυώσει η πίσσα, τον χώνει μες στο στόμα και αρχίζει να μασουλάει, ενώ προχωράει στο απότομο ανηφορικό σοκάκι με βήματα γοργά, κεφάλι κατεβασμένο και συνεπαρμένο ακόμη από το τέλος μιας ιστορίας που τους διάβασε ο δάσκαλος: Σφιχταγκαλιασμένα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι πλέουν σ’ ένα πλοίο φορτωμένο με σανό, ενώ το χρυσοκόκκινο φεγγάρι έχει απλώσει τη λαμπερή ουρά του πάνω στο ποτάμι.
   Η πίσσα στο στόμα του έχει επικίνδυνη γεύση.
   Το ένα του αυτί, το οποίο παραμένει διαθέσιμο για τους εξωτερικούς θορύβους, ακούει να πλησιάζουν μικρά βήματα, κι όταν τα βήματα περνούν μπροστά απ’ αυτό το ακόμη διαθέσιμο αυτί του, το στόμα, με καταδική του αυτόνομη βούληση λέει: Καλημέρα.
   Μόνο όταν δεν επιστρέφει κανένας χαιρετισμός, το παιδί απελευθερώνεται αστραπιαία από την ιστορία με το κόκκινο φεγγάρι, ισιώνει τα γυαλιά πάνω στη μύτη του και ακολουθεί με το βλέμμα τα βήματα.
   Λίγο παρακάτω στο απότομο σοκάκι βαδίζει μια κατσίκα στο χρώμα της σκουριάς με μια μαύρη λωρίδα στη ράχη. Γυρίζει το κεφάλι και κοιτά λες και θέλει να ζητήσει συγγνώμη για την αγένεια.
 
Μερικές φορές ο παππούς έλεγε στη γιαγιά: Είσαι σαν τις κατσίκες, πολύ πιστή και αφοσιωμένη, από τη μία, μόλις όμως μυρίσεις κανένα μυρωδάτο χορτάρι, δεν σε κρατάει τίποτα.
   Λίγο αργότερα το παιδί κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και τρώει σούπα με τη γιαγιά. Κάθε τόσο η γριά αφήνει το κουτάλι στο πιάτο και κοιτάζει το ταβάνι.
   Η τρίτη καρέκλα στο τραπέζι είναι άδεια. Ο παππούς είναι στο Ταμανγκούρ.
   Μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας γέρνει τα κλαδιά της η κουφοξυλιά. Είναι κιόλας γεμάτη ρώγες.

Τη στιγμή που ένας κυνηγός γίνεται δεκτός στο Ταμανγκούρ, χάνει αυτόματα είκοσι ένα γραμμάρια σωματικού βάρους, καθώς η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα προκειμένου να επιστρέψει εκεί όπου κατοικούσε προηγουμένως.
   Η ψυχή είναι πλάσμα της συνήθειας, λέει η γιαγιά· είναι δυνατή, παρότι ζυγίζει μονάχα λίγα γραμμάρια, και κάνει πάντοτε το δικό της.
   Μπορεί να πάει οπουδήποτε όποτε το θελήσει. Με τα είκοσι ένα της γραμμάρια βρίσκει εύκολα ένα μέρος για να ξαποστάσει και να βγάλει τη γιαγιά απ’ την καθημερινή της ρουτίνα. Τσακώνεται με την ψυχή, τη μαλώνει: Είσαι ένα τίποτα, της λέει, ένα άθλιο σωρούλι! Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω μ’ ένα τέτοιο άθλιο σωρούλι;
 
 
 
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Τέο Βότσος 
 
 
 
Το παραπάνω απόσπασμα είναι το πρώτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα της Λέτα Σεμάντενι Ταμανγκούρ που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2023 από τις εκδόσεις Loggia  σε μετάφραση Τέο Βότσου και είναι το πρώτο βιβλίο της Σεμάντενι που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
H Λέτα Σεμάντενι (1944, Σκουόλ, Ένγκαντιν) σπούδασε γλώσσες στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Κατά διαστήματα έζησε κι εργάστηκε στη Λατινική Αμερική, στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Η Σεμάντενι γράφει ποίηση, είτε στα ραιτορομανικά είτε στα γερμανικά. Για το Ταμανγκούρ, το πρώτο της μυθιστόρημα, που έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, τιμήθηκε το 2016 με το Ελβετικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Για το σύνολο του έργου της της απονεμήθηκε το 2023 το Grand Prix Suisse de Littérature (Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ελβετικής Συνομοσπονδίας).
 
Στο Δελτίο Τύπου των εκδόσεων Loggia αναφέρεται: Αφότου το παιδί ήρθε να μείνει μόνιμα με τους παππούδες του, για πολύ καιρό αρνούνταν να μιλήσει. Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Εντελώς ξαφνικά, πριν από έναν χρόνο, «την κοπάνησε ο δειλός», λέει η γιαγιά, για το Ταμανγκούρ, τον παράδεισο των κυνηγών. «Κάποιοι άντρες», λέει, «έχουν κλέψει τον χρόνο μου, ο παππούς, αντιθέτως, μου τον έχει επιστρέψει διπλάσιο και τριπλάσιο». Το παιδί φοβάται λίγο την Έλζα, που κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς έγινε ζευγάρι με τον Έλβις. «Έβγαλα το παντελόνι με την κουτάλα από το ζεματιστό νερό, είχε γίνει σκληρό σαν σανίδα μες στη χύτρα. Ένα αναμνηστικό. Ένα ενθύμιο», λέει με ενθουσιασμό η Έλζα. Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που το έκανε αυτό, κάποιος μεγάλος λεκές; Επειδή γι’ άλλη μια φορά ταξίδευε, ενώ την ίδια στιγμή κρατούσε στο χέρι ένα παγωτό σμέουρο που έσταζε; Ή είχε προηγηθεί στο πάρκο ένα ραντεβού, για το οποίο ο Έλβις δεν έπρεπε να γνωρίζει, διότι το παντελόνι ήταν δικό του δώρο; «Ευτυχώς, κάποια πράγματα μπορείς απλά να τα βράσεις μέχρι να εξαφανιστούν ή να τα διαγράψεις», λέει η Έλζα. «Ναι», συμφωνεί η γιαγιά, «ένα τσέλο όμως δεν χωράει σε μια χύτρα ταχύτητας», κλείνει τα μάτια και αναστενάζει, «συνήθως, η μνήμη απέχει πολύ από την αλήθεια, χαρίζει όμως ευτυχία, αρκεί να μπορείς πού και πού να διαγράφεις κάτι. Ή να το βράζεις ώσπου να εξαφανιστεί».
 
Σήμερα, 26 Ιουνίου 2024 στις 8 μ.μ. η συγγραφέας Λέτα Σεμάντενι συνομιλεί με τον μεταφραστή της Τέο Βότσο στο Μεγάλο Αρσενάλι, στο πλαίσιο του Φεβστιβάλ Βιβλίου Χανίων, κατά την περιοδεία της στην Ελλάδα. Προηγήθηκε μία παρουσίαση βιβλίου στις 22 Ιουνίου στο βιβλιοπωλείο Literature House με εισήγηση της συγγραφέως Ιωάννας Μπουραζοπούλου και μία παρουσίαση στις 20 Ιουνίου στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη με εισήγηση της συγγραφέως Αλεξάνδρας Μητσιάλη.
 
Διαβάστε τις κριτικές που έχουν ήδη γραφτεί για το μυθιστόρημα της Σεμάντενι: Του Γιάννη Δρούγου στο Ποντίκι,  της Αλεξάνδρας Μητσιάλη στο BOOKPRESS και του Μιχάλη Μοδινού στο Βιβλιοδρόμιο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ.