Mario Wirz – 12 ποιήματα

schiele.self-portrait

Ο άνθρωπος

για την Jacqueline Chambon

ο χρόνος

ξερνάει

τον άνθρωπο

στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

άμορφες σάρκες

που οι ποιητές

με μυστικά γαρνίρουν

(1984)

 

 

Όνειρο

 

Η δυστυχία μου είν’ εύφορο τοπίο.

Ποτέ δεν στερεύει η πηγή των δακρύων.

Κι οι ξένοι κλαίνε κάποιες φορές για μένα.

Τα πάντα ευδοκιμούνε με τη βροχή αυτή.

Γι’ άλλη μια φορά ανθίζει το δένδρο της γνώσης.

Ο όφις κοιμάται σε λικνιστό νυχτερινό αγρό.

Μετά τις τρικυμίες της καρδιάς νηνεμία και πάλι.

Σιγανά πιάνει χορτάρι η ιστορία μου.

(1991)

 

 

Η σιγή

 

Εκείνος πού ’κλαιγε μέσα μου τόσο καιρό δεν κλαίει πια.

Μήτε τραγούδι,

μήτε κουβέντα,

μήτε και σιωπή,

που να μπορώ να μοιραστώ με κάποιον.

Οι άλλοι μου μιλάνε για ’κείνον που ήμουν.

Μου διαβάζουνε γράμματα, που έγραφα εγώ,

και μου δείχνουν φωτογραφίες μ’ έναν ξένο να χαμογελά.

Δεν ψάχνω με το βλέμμα μου πια να με βρω.

Μήτε και στα όνειρα.

Τώρα υπάρχει μόνο τούτη η σιγή,

μεγάλη και φοβερή.

(1993)

 

 

Εύθραυστη αλήθεια *

 

Γυάλινες είν’ οι μέρες και οι νύχτες μου,

χτυπάει η καρδιά μου ατίθαση μονάχη,

θρύψαλα γίνοντ’ οι ώρες,

κι όλα τα βήματα κάνουνε αιματοβαμμένους κύκλους,

λέω τις προσευχές μου με σιγανή φωνή,

σηκώνω τα κομματάκια,

τόσο πολλές στιγμές,

δικός μου ο πολύχρωμος σωρός από τα θραύσματα,

δική μου η ζωή.

(1993)

 

 

Ερωτήματα

για τον Manfred Schlapp

Αν έγινα σοφός,

όλα αυτά τα χρόνια,

με ρωτούν πολλοί,

με καχυποψία κάποιες φορές,

λες και φυλάω με σφιχτοχεριά κάποιο μεγάλο μυστικό.

Από τις μέρες μου δεν βγαίνει απάντηση καμία,

οι νύχτες μένουν δίχως φώτιση,

παλιά ερωτήματα ανθούνε στο σκοτάδι των ωρών,

άφθονα,

ευδοκιμούνε μες στη σιγή και τον κρύο ιδρώτα,

η θνητή σάρκα μου είν’ εύφορη γη.

Δεν έγινα σοφός,

όλα αυτά τα χρόνια,

δεν έλυσα κανέναν γρίφο,

έμαθα,

στις μέρες και τις νύχτες μου,

τον γρίφο ν’ αγαπώ,

το μεγάλο μυστικό.

(1993)

 

 

Δωμάτιο 54

 

Λευκές είν’ οι μέρες μου.

Αδυσώπητο λευκό.

Σβήνει τα χρώματα όλα τ’ άλλα.

Όλα τα καλοκαίρια χάνονται από τα μάτια μου μπροστά.

Δεν τις βλέπω πια,

τις ευτυχισμένες μέρες.

Η φοβισμένη μου καρδιά είναι πανούργα.

Ίσως με σώσει μια επιθυμία μετρημένη.

Δεν ανακαλώ πια αναμνήσεις

με γαλανά μάτια και λεκέδες από φράουλες στα χέρια,

υπομονετικός υποτάσσομαι στη μοίρα μου,

καρφώνω το βλέμμα στον τοίχο,

το κρεβάτι,

την πόρτα,

περιμένω

το αρρωστημένο λευκό των ημερών

να μεταμορφωθεί.

Δεν θέλει πολύ,

και λευκά σύννεφα πάνω απ’ το κρεβάτι μου

καταλαγιάζουνε τον πόνο,

ένας άνεμος σιγανός δροσίζει τους πυρετούς μου,

από τον τοίχο τον λευκό ξεχύνεται ένας καταρράκτης,

κι αν περιμένω αρκετά,

τότε ανοίγει η πόρτα

και βγάζει στη θάλασσα,

λευκοί γλάροι πετούν στον ύπνο μου.

Τώρα είμαι μετρημένος.

Δεν ψάχνω με το βλέμμα μου πια για τα χρώματα

της ιστορίας μας,

δεν θέλω να θυμάμαι τις νύχτες μας με το κόκκινο κρασί,

δεν έχω ανάγκη καμία μέθη,

μήτε και έναστρο ουρανό πάνω απ’ τον έρωτά μας.

Συμφιλιωτικό είν’ το λευκό της νύχτας,

όταν είμαι υπομονετικός.

Μια χιονοθύελλα ρίχνει τους λευκούς τοίχους κάτω,

μεταμορφώνει τη θανατηφόρα παγωνιά

σε ένα αίσιο κρύο,

ήδη βγάζω τον πρώτο μας χειμώνα.

Τώρα προειδοποιεί μία λευκή σιγή.

Ν’ αφήσω πρέπει το χέρι σου.

Δεν φοβάμαι πια.

(1994)

 

 

Θρήνος τον Νοέμβρη

 

Οι θεοί εξετάζουνε της μοίρας μου το βάρος,

με κρεμάνε απ’ τον ορό,

όχι δίχως συμπάθεια.

«Γρήγορα θα γίνετε καλά και πάλι»,

λένε

κι εξαφανίζονται μες στην ανημποριά τους.

Είμαι άραγε πράγματι εγώ,

αυτός ο αδύνατος ο άντρας,

που παζαρεύει τώρα αξιοθρήνητος τον κάθε μήνα;

Τόσες φορές δοκίμασα τον θάνατο,

στα χαρτιά,

τόσες φορές πέθανα

μπροστά από κάμερες που γράφαν’

και δεν ήξερα

ότι την κόλαση θα τη βρω μπροστά μου.

Πιο μεγάλος απ’ τον πόνο είν’ ο φόβος,

πιο μεγάλη απ’ τον φόβο είν’ η ελπίδα.

«Θα παλέψω, δεν παραιτούμαι εγώ»,

λέω στους φίλους πού ’χουν την έννοια μου

και επαναλαμβάνομαι,

ένας πανικόβλητος παπαγάλος με τσακισμένα φτερά.

Στα όνειρά μου ο χρόνος σταματάει εντελώς,

μήτε μανιασμένος θόρυβος πια,

μήτε παρηγοριά,

ένα παιδί φωνάζει τ’ όνομά μου σιγανά

και να περάσω μου γνέφει στην άλλη πλευρά.

(1995)

 

 

Οικογένεια *

 

Όλοι απορούν που το καλοκαίρι αυτό χελιδόνια

φωλιάζουνε στα μαλλιά μου,

εγώ ανασαίνω σιγανά,

τους επισκέπτες μου μην ενοχλώ,

τις αράχνες που στις μασχάλες μου

πλέκουνε τους ιστούς τους,

την κίτρινη πεταλούδα που στον αριστερό

τον ώμο μου κοιμάται,

όλοι απορούν με τη νέα την οικογένειά μου,

η ευτυχία μου τρέφει τις μέλισσες

και τη βασίλισσά τους.

(1996)

 

 

Πρόσκληση *

στη μνήμη της Margot Walther

Οι φίλοι, που εξαφανιστήκανε αυτά τα χρόνια,

δίνουνε ξαφνικά σημεία ζωής και πάλι,

παράξενα ξανανιωμένοι και σιωπηλοί,

φεύγουν από τον θόρυβο που κάνω κι απορούνε,

με κοιτάζουνε,

εξονυχιστικά,

όχι κακοπροαίρετα,

αλλά είναι δύσκολο ν’ αντέξω το βλέμμα τους,

τις ερωτήσεις μου τις αποφεύγουνε

και χαμογελάνε

απόμακροι,

εγώ φοβάμαι την αταραξία τους,

δεν θέλω να το μοιραστώ,

το μυστικό τους,

φωνάζουνε τ’ όνομά μου,

και μου φαίνεται

σαν να φωνάζουν κάποιον άλλον,

τρομαχτικό ηχεί τo όνομά μου μες στη σιγή,

που έρχεται μαζί με τους φίλους μου,

δεν απαντώ,

αναφέρω γρήγορα κάποια σημαντική συνάντηση,

ραντεβού που δεν αναβάλλονται,

επείγουσες δουλειές,

οι φίλοι μου με ακούνε,

υπομονετικά,

η γλυκύτητά τους με πλακώνει,

όλα τα κρατώ γερά,

τίποτα δεν αφήνω,

σαν κλέφτες στέκουν οι φίλοι μου στο τέλος της ημέρας

γιατί φωτίζει ξαφνικά;

Αυτό το φως,

ένα άσχημο κόλπο,

τρομερή είναι η λάμψη αυτή,

θέλω το σκοτάδι που ξέρω μέσα του να κινηθώ,

δεν τη δέχομαι, την πρόσκληση των φίλων μου,

δεν είμαι σε διάθεση για μεγάλα ταξίδια,

ίσως αργότερα,

κάποια στιγμή,

μήπως ήμουν αγενής;

Οι φίλοι μου εξαφανιστήκανε,

στα χέρια μου ένα κλειδί

που φέγγει σιγηλό

στης νύχτας την αρχή.

(1996)

 

 

Δεν είναι όλα

για τον Tilman Krause

Δεν είναι όλα έτσι,

όπως φαίνονται μ’ αυτό το φως,

πίσω απ’ τα γεγονότα γίνονται θαύματα,

δεν τα πιστεύω όλα,

όσα ξέρω,

στηρίζομαι στο αναληθοφανές,

δένδρα μου παρέχουνε σκιά να ξαποστάσω,

ο άνεμος στεγνώνει τα δάκρυά μου,

η γη κρατά στην αγκάλη της τον δύστυχο τον γιο της,

ο ουρανός σκύβει πατρικά προς τα κάτω,

με σηκώνει ψηλά,

μου δείχνει τον κόσμο,

πέρα από μένα,

δεν είναι όλα έτσι,

όπως φαίνονται μ’ αυτό το φως,

δεν τα πιστεύω όλα,

όσα βλέπω,

στηρίζομαι στο αθέατο,

τ’ αδέσποτα σκυλιά αυτής της πόλης

με παίρνουνε στους κόλπους τους,

με προστατεύουν απ’ τα γεγονότα

που ανακοινώνουν όλοι,

όταν ανοίγω το στόμα να φωνάξω,

κελαηδά ο κότσυφας.

(1996)

 

 

Βοήθεια *

για τον Hans Stempel και τον Martin Ripkens

Τώρα, που είμαι πολύ αδύναμος μόνος μου για κυνήγι

να βγαίνω,

μοιράζεται η γάτα μου τη λεία της μαζί μου,

μου φέρνει ποντίκια,

καμιά φορά και μικρά πουλιά,

που της τ’ αφήνω,

δεν θέλω να κακοκαρδίσω την τσίχλα

που αφήνει σκουλήκια για μένα στο πρεβάζι,

και τα περιστέρια στην πίσω αυλή

νοιάζονται για τη διατροφή μου,

με κακομαθαίνουνε με ξεροκόμματα ψωμιού

και ψίχουλα γλυκών

που βρίσκουν έξω απ’ τον φούρνο,

μπορώ να στηρίζομαι στους φίλους μου,

τώρα, που είμαι πολύ αδύναμος μόνος μου για μένα

ν’ αγωνίζομαι,

πάνω απ’ το κρεβάτι μου κρατά η αράχνη

τη μεταξένια την κλωστή

απ’ όπου κρέμεται η ζωή μου,

ο σκύλος του γείτονά μου βοηθάει τη γάτα μου

να με ζεστάνει,

ξεχνάνε κι οι δυο την έχθρα τους,

για να προστατεύουνε εμένα απ’ το κρύο.

Η εποχή του κορμιού μου δεν νιώθει

το καλοκαίρι

που το κελάηδισμα των πουλιών στον νου μου φέρνει,

κι οι πεταλούδες

που μες στο δωμάτιό μου πετάνε,

για να με παρηγορούνε,

η κίτρινη πεταλούδα παίρνει το σκοτάδι

απ’ τα μάτια μου,

μπορώ να στηρίζομαι στους φίλους μου,

αν όχι πια,

τότε θα πετάξω με τα χελιδόνια πίσω

στον νότο…

(1996)

 

 

Κατ’ εξαίρεση

 

Την τέχνη πώς πεθαίνουνε δεν την κατέχω,

δεν έχω έφεση στον θάνατο,

είμαι ακόμα και στο τέλος

ένας αρχάριος εντελώς,

δεν κάνω για χτυπήματα της μοίρας

το ταλέντο μου φτάνει

για τη ζωή,

να υπάρχω είν’ ο προορισμός μου,

μ’ αρέσει απλόχερα να δημιουργώ,

την πείνα μου δεν τη χορταίνουν τ’ αποφάγια,

σε κάθε πάρτυ είμ’ ο καλεσμένος

που φεύγει τελευταίος,

δεν είμ’ από ’κείνους

που ξαφνικά γίνονται άφαντοι,

αφού είμαι στη ζωή πιστός,

μου λείπει η ικανότητα για αποχαιρετισμούς

και καταστάσεις παροδικές,

δεν έχω καμία επιδεξιότητα στα φευγαλέα,

οι μέρες μου είναι φτιαγμένες απ’ τη δική μου πάστα,

γερές, σταθερές κι ίσως κάπως πεισματάρικες,

τις τελευταίες ώρες δεν ξέρω τι να τις κάνω,

αν η θνητότητα είν’ ο κανόνας

εγώ θέλω η εξαίρεση να είμαι.

(1997)

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

 

 

Όλα τα παραπάνω ποιήματα του Μάριο Βιρτς είναι από τη συλλογή Sieben Leben hat die Woche. Gedichte 1981-2002 (Επτά ζωές έχει η εβδομάδα. Ποιήματα 1981-2002). Τα ποιήματα που επισημαίνονται με αστερίσκο (*) δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Τα υπόλοιπα έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό “Το Δέντρο”, τ. 145-146.

 

© Logotexnia 21 + Mario Wirz + Alexandros Kypriotis

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails