Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, H πρώτη φορά που ήμουν ελεύθερος

Outstretched_by_Troy Stoi

Η απελευθερωτική μαγεία του πρώτου βιβλίου που σου αλλάζει τη ζωή.

Όταν μπορούσα ακόμα να αλλάζω, υπήρξε ένας συγγραφέας που με άλλαξε. Ο Ντύλαν Τόμας. Ήταν ένα μικρό, πράσινο βιβλίο ενός οίκου που δεν υπάρχει πια. Τίτλος: Κάτω από το Γαλατόδασος. Και μετά, ένα άλλο με τέσσερα σύντομα διηγήματά του από το Portrait of the artist as a young dog - χάλια μετάφραση, αλλά τη δουλειά της την έκανε. Πρωτοετής στη Νομική, προβλήματα και όνειρα, στριμωξίδι μέσα κι έξω. Ένιωθα ότι δεν με καταλαβαίνει κανείς.
Άκουγα μουσική και διάβαζα. Με την τρυφερή μοναξιά του Αταίριαστου. Με ένα μολύβι υπογράμμιζα τις φράσεις που θεωρούσα δυνατές και τις κόπιαρα στα κομπιασμένα μου χειρόγραφα. Ήμουν περίπου μια όρθια τραγωδία που αναζητά την κάθαρσή της - συνεπώς, με είλκυαν τα ερέβη, οι σκοτεινοί ήρωες, ένας σχετικός στόμφος. Η μεταπολίτευση, με τα μπαγλαμαδάκια της, με σιγοντάριζε. Δεν ήξερα ότι όλα τα παιδιά της ηλικίας μου τραβάνε ανάλογα ζόρια, αν και όχι ακριβώς τα ίδια.
Ώσπου διάβασα το Γαλατόδασος - και ένας ανεμοστρόβιλος με πήρε και με σήκωσε σε μια χώρα από όπου δεν γύρισα ποτέ. Κυριολεκτώ. Στη χώρα του εαυτού μου. Η πραγματικότητα σκίστηκε, σαν αλλεπάλληλα σεντόνια, και είδα από πίσω έναν τόπο όπου ήμουν αποδεκτός, για πρώτη φορά. Το αίσθημα μιας τέτοιας ορμής και ευεργεσίας ήταν (και είναι) το πιο κοντά σε μαγεία που ένιωσα ποτέ στη ζωή μου - αν εξαιρέσουμε τον έρωτα και ορισμένες ταινίες. Αγάπησα τις φράσεις, τις λέξεις και τα γράμματα εκείνης της μονοτυπίας σαν ζηλωτής, σαν άρρωστος που ψάχνει τη γιατρειά του: τις διάβαζα μεγαλόφωνα, παράφορος και ανακουφισμένος - γιατί ό,τι νόμιζα λόξες μου τα είχε υψώσει η ποίηση σε νόημα της ύπαρξης, σε τρόπο για να ζεις και όλα αυτά που με είχαν πληγώσει είχαν πληγώσει και άλλους, παιδιά της Ουαλίας με γδαρμένα γόνατα και ευπαθή καρδιά. Το βράδυ αποκοιμιόμουνα πάνω στις φτέρες του Laugharne (που προφέρεται Ι-α-αρν), στις αμμουδιές του Τοwy (που προφέρεται Το-ι-ι), μαζί με κέλτικα τραγούδια, ποτάμια ουίσκι και το πρώτο αληθινό αίσθημα ελευθερίας που ένιωσα στη ζωή μου. Την ελευθερία που νιώθεις όταν κεντράρεις την εικόνα σου και ψιλοκαταλαβαίνεις ποιος είσαι. Είναι σαν τη στιγμή που κάνεις τιλτ και όλα φωταγωγούνται - πυροτεχνήματα στον ουρανό των ελάχιστων, κοσμικός οργασμός.
Η μαγεία με τον Ντύλαν Τόμας κρατάει ακόμα. Έχουν συμβεί κι άλλες αποκαλύψεις με χαρακτηριστικά μαγείας (αυτό το αίσθημα ότι μεταστοιχειώνονται τα σα εκ των σων): ο Κάλβος, ο Σολωμός, η Γιουρσενάρ (αυτήν, την ξεπέρασα). Αλλά εκείνη η φάση δεν επαναλήφθηκε. Ούτε χρειάζεται. Γιατί με το βιβλίο που σε άλλαξε ζεις διά βίου. Όχι λίγες φορές, στο μπαρ που πίνω, συνομιλώ με το Κακόπαιδο του Γαλατόδασους κι ακούω το κυνηγετικό κόρνο πάνω από τη χλόη των λόφων της Ουαλίας.
Δεν είμαι πια τόσο ευεπίφορος στα θαύματα. Αλλά αν ξανασυμβεί, ξέρω ότι θα' ναι πάλι από βιβλίο...
18.11.2009
Το παραπάνω κείμενο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι το Editorial του 180ου τεύχους της Lifo της 19ης Νοεμβρίου 2009. Η Logotexnia21 τον ευχαριστεί πολύ για την άδεια της αναδημοσίευσης. Μπορείτε να ξεφυλλίστε το 180o τεύχος της Lifo έτσι όπως τυπώθηκε.

Rainer Maria Rilke - ΟΡΦΕΑΣ. ΕΥΡΥΔΙΚΗ. ΕΡΜΗΣ

Rust



Αυτό ήταν των ψυχών το παράξενο ορυχείο.

Σαν άργυρος αθόρυβος περνούσανε

σαν φλέβες μες’ απ’ το σκοτάδι του. Ανάμεσα σε ρίζες

το αίμα ξεπηδούσε, που φεύγει στους ανθρώπους,

και βαρύ, σαν πορφυρίτης φαινόταν στο σκοτάδι.

Κόκκινο δεν ήταν τίποτ’ άλλο.

Εκεί υπήρχαν δάση ασώματα

και βράχοι. Γέφυρες πάνω απ’ το κενό

κι εκείνη η μεγάλη λίμνη, η θολή,

που πάνω από τον μακρινό πυθμένα της κρεμόταν

όπως ο βροχερός ουρανός πάνω από το τοπίο.

Και στα λιβάδια ανάμεσα, αθόρυβη, γεμάτη καρτερία,

πρόβαλε η ωχρή λωρίδα του μοναδικού μονοπατιού,

σαν το μακρύ λινάρι που απλώθηκε για ξάσπρισμα.

Κι από τούτο το μοναδικό μονοπάτι έρχονταν αυτοί.

Μπροστά ο λυγερός ο άνδρας με τον μπλε μανδύα,

που κοίταζε μπροστά, βουβός και ανυπόμονος.

Με λαίμαργες μπουκιές το βήμα του κατέτρωγε αμάσητο

το δρόμο· τα χέρια του κρεμόντουσαν

βαριά και κλειδωμένα έξω απ’ τις πτυχώσεις

και δεν ένιωθαν πια την ελαφριά τη λύρα

που είχε φυτρώσει στο αριστερό [το χέρι]

σαν τριανταφυλλιά αναρριχώμενη επάνω στην ελιά.

Και οι αισθήσεις του έμοιαζαν διχασμένες:

ενώ το βλέμμα του έτρεχε μπροστά όπως ο σκύλος,

γύριζ’ από την άλλη, ερχόταν και ξανάφευγε

κι έστεκε περιμένοντας στην επόμενη στροφή, –

η ακοή του ξέμενε σαν μυρωδιά.

Κάποιες φορές θαρρούσε ότι έφτανε

μέχρι των άλλων δυο το βήμα,

που θα ’πρεπε ν’ ακολουθούν την άνοδό του.

Όμως μετά το μόνο πάλι πίσω του ήτανε

της ανάβασής του ο απόηχος και του μανδύα του το ανέμισμα.

Έλεγε όμως στον εαυτό του, δεν μπορεί, θα έρχονται·

το ’λεγε δυνατά και ν’ αργοσβήνει τ’ άκουγε.

Δεν μπορεί, θα έρχονται, μόνο που θα ’ναι δύο

που βαδίζουνε με βήμα τρομακτικά ελαφρύ. Αν γινόταν

να στραφεί μία φορά (αν δηλαδή αυτό το πισωκοίταγμα

δε σήμαινε τη διάλυση όλου αυτού του έργου,

που τώρα δα κόντευε να περατωθεί), σίγουρα θα τους έβλεπε,

τους δυο αθόρυβους, που σιωπηλά βάδιζαν πίσω του:

Των οδοιπόρων και των μακρινών μαντάτων τον θεό –

πλατύγυρο καπέλο πάνω από μάτια φωτεινά,

λεπτό κηρύκειο μπροστά του να κρατά

και τα φτερά που να χτυπούν στους αστραγάλους·

και στ’ αριστερό του χέρι δοσμένη: εκείνη.

Η πολυαγαπημένη, που για ’κείνη μία και μόνη λύρα

έβγαλε τόσο θρήνο όσο δεν έβγαλαν ποτέ μοιρολογήτρες·

που απ’ το θρήνο έγιν’ ένας κόσμος, όπου τα πάντα

ήταν εκεί γι’ ακόμα μια φορά: δάση, κοιλάδες,

μονοπάτια και χωριά, λιβάδια, ποταμοί και ζώα·

και που τον κόσμο αυτόν του θρήνου, όπως ακριβώς

κι όλη την άλλη γη, περιέβαλλε ένας ήλιος

και ουρανός έναστρος, σιωπηλός,

ουρανός θρήνου μ’ άστρα παραμορφωμένα –:

Αυτή, η πολυαγαπημένη.

Όμως εκείνη βάδιζε κρατώντας τον θεό από το χέρι,

και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,

αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.

Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη, σαν μια εγκυμονούσα,

και τον άνδρα που προπορευόταν καθόλου δεν σκεφτόταν,

ούτε το μονοπάτι που οδηγούσε στη ζωή.

Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη. Και η νεκρότητά της

σαν περιεχόμενο τη γέμιζε.

Σαν καρπός ολόγιομος με γλύκα και σκοτάδι,

έτσι κι αυτή ήταν γεμάτη με το μεγάλο θάνατό της,

που ήταν τόσο φρέσκος, γι’ αυτό και τίποτα δεν της ήταν κατανοητό.

Βρισκόταν μέσα σε μια νέα παρθενία

και δεν την άγγιζες· το φύλο της ήταν κλειστό

όπως ο νεαρός ανθός σαν πέφτει το σκοτάδι,

και τόσο ανοίκειος ήταν για τα χέρια της

ο γάμος, που υπέφερε ακόμα κι από την οικειότητα

του ανάλαφρου, αδιάκοπα αθόρυβου,

καθοδηγητικού αγγίγματος του ίδιου του θεού.

Ήδη δεν ήταν πια εκείνη η γυναίκα η ξανθή,

που κάποτε ακουγόταν στις ωδές του ποιητή,

δεν ήταν πια και άρωμα και νήσος του μεγάλου κρεβατιού

και σ’ εκείνον τον άνδρα δεν ανήκε πια.

Ήδη ήταν λυμένη σαν μαλλιά μακριά

παραδομένη σαν τη βροχή που πέφτει

και μοιρασμένη σαν απόθεμα που κάλυπτ’ αρκετούς.

Ήδη ήτανε ρίζα.

Και όταν άξαφνα ο θεός

απότομα τη σταμάτησε και με πόνο στη φωνή

πρόφερε τα λόγια: Κοίταξε πίσω του –,

εκείνη τίποτα δεν κατάλαβε και είπε σιγανά: Ποιος;

Όμως πέρα μακριά, μπροστά στην έξοδο τη φωτεινή,

στεκόταν μια φιγούρα σκοτεινή

κι ανέγνωρη. Στεκόταν και κοιτούσε,

πώς πάνω στη λωρίδα ενός μονοπατιού μες στα λιβάδια

ο αγγελιοφόρος θεός με βλέμμα όλο λύπη

έστριψε σιωπηλά, ν’ ακολουθήσει τη μορφή,

που γύριζε ήδη πίσω από το ίδιο μονοπάτι,

και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,

αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη

Το ποίημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Ορφέας. Ευρυδίκη. Ερμής» (Ρώμη 1904) δεν αποτελεί απόδοση του γνωστού μύθου αλλά ανάπτυξή του: είναι ένας στοχασμός πάνω στον θάνατο. Ο Κάτω Κόσμος του Ρίλκε είναι γεμάτος ζωή που τροφοδοτείται από την κίνηση του αίματος και του αργύρου. Η Ευρυδίκη παρομοιάζεται με μια εγκυμονούσα, μια αντιστοίχιση που δεν είχε γίνει ποτέ από τον Βιργίλιο ή τον Οβίδιο. Ενώ στον αρχικό μύθο η Ευρυδίκη γίνεται τραγική φιγούρα επειδή το «πισωκοίταγμα» του Ορφέα την καταδικάζει να μείνει για πάντα στον Κάτω Κόσμο, στην εκδοχή του Ρίλκε τη βλέπουμε να αποδέχεται τον θάνατό της. Η νεκρότητά της την γεμίζει σαν περιεχόμενο, είναι μόνη της και πλήρης. Ενώ ο Ερμής απογοητεύεται από το «πισωκοίταγμα» του Ορφέα, που συνεπάγεται τη διάλυση του έργου, αυτό δεν έχει σχεδόν κανέναν αντίκτυπο στη δική της συναισθηματική κατάσταση· δεν ενδιαφέρεται να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Τη βλέπουμε να στρέφεται προς τον θάνατο και να τον αγκαλιάζει. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χρήση της παρένθεσης, που χρησιμοποιείται όχι για ν’ αναφερθεί κάτι ασήμαντο, αλλά ακριβώς το αντίθετο, για να διατυπωθεί με χαμηλούς κατά το δυνατόν τόνους το πλέον σημαντικό. Η όλη αφήγηση μοιάζει με κινηματογραφική λήψη: ξεκινά από τη γενική εικόνα του τοπίου και σιγά-σιγά εστιάζει στον κάθε ήρωα ξεχωριστά.

Εύη Μαυρομμάτη

Το παρόν έχει δημοσιευτεί στο 29ο τεύχος του περιοδικού ΠΟΙΗΣΗ.

Rilke,_1900

Ο γερμανόφωνος ποιητής και συγγραφέας Rainer Maria Rilke γεννήθηκε στην Πράγα το 1875 και πέθανε το 1926 στην Ελβετία. Στα Ελληνικά έχουν εκδοθεί και έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένως ποιήματα, πεζά κείμενα και επιστολές του.



© Logotexnia 21 + Evi Mavrommati

Jenny Erpenbeck, Στο επέκεινα των αχρήστων

Berliner_Mauer

Μία επίσκεψη στο οστεοφυλάκιο

Κάποιες φορές, όταν δεν είμαι υπερβολικά κουρασμένη, το προσπαθώ γι’ άλλη μια φορά. Τότε λέω σε κάποια συζήτηση με συμπατριώτες μου από τα δυτικότερα εδάφη ότι εγώ πήγαινα σε ΔΑΣ. Όταν είμαι κουρασμένη, λέω απλά ότι πήγαινα σε γυμνάσιο, πράγμα που δεν στέκει καθόλου, αλλά είναι πιο απλό: η προσπάθεια να μεταφράσω μια λέξη από τη γλώσσα μου σε μία ξένη. Διευρυμένο Ανώτερο Σχολείο, συντομ. ΔΑΣ: δωδεκατάξιο σχολείο στη ΓΛΔ με απολυτήριες εξετάσεις, η φοίτηση ήταν προϋπόθεση για τις σπουδές. πρβλ.: Ανώτερο Σχολείο, συντομ. ΠΑΣ: δεκατάξιο Πολυτεχνικό Ανώτερο Σχολείο γενικής παιδείας, υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές.
Το λεξικό των Γκριμμ περιλαμβάνει τριάντα τρεις τόμους. Είναι τόσο μεγάλο, επειδή είναι ένα εγχειρίδιο όλων των γνωστών στους συγγραφείς του σημασιών και χρήσεων των γερμανικών λέξεων, επ’ ουδενί τρόπω ωστόσο, επειδή οι Γκριμμ ή κάποιος απ’ τους συνεχιστές τους πρόσθεσε την προσωπική του άποψη για τις λέξεις. Σε κανένα σημείο δεν λέει φέρ’ ειπείν: «Το έτος τάδε η λέξη είχε για μένα την παρακάτω σημασία, λίγα χρόνια αργότερα όμως μου φάνηκε ότι θα πρέπει να συμπεριλάβει και την ανασκόπηση τούτων κι εκείνων των συμβάντων…» Να παρελάσει η φρουρά της σημαίας παρακαλώ! Σίγουρα, το γνωρίζουμε αυτό, κάποιες λέξεις χάνονται – ποιος αποκαλεί σήμερα τα κοσμήματά του τιμαλφή, τα παντελόνια περισκελίδες, τις ταλαιπωρίες που συνεπάγεται ένα ταξίδι: κακουχίες. Τομεακός πληρεξούσιος, συντομ. ΤΠΕ: αστυνομικός υπάλληλος αρμόδιος για ένα οικοδομικό τετράγωνο.
Με τις λέξεις που έχουν εξαφανιστεί μετά την ένωση συμβαίνει κάτι άλλο. Έχουν εξαφανιστεί εκείνες οι ανατολικές λέξεις που εξυπηρετούσαν τη δήλωση της πραγματικότητας, που έχει εξαφανιστεί. Όταν θέλω τώρα να μιλήσω γι’ αυτές τις λέξεις, μπορώ να προσπαθήσω να περιγράψω τι σήμαιναν αντικειμενικά, αλλά το περιεχόμενό τους κατοικεί σε μιαν άλλη απρόσιτη πλέον όχθη. Δεν μπορώ να μεταφράσω αυτές τις λέξεις, επειδή δεν υπάρχουν ισοδύναμά τους στα δυτικά Γερμανικά. Μπορώ να τις εξηγήσω, αλλά μόνο με το κεφάλι της τωρινής εποχής. Δεξιά είναι όπου ο αντίχειρας είναι αριστερά. Οι λέξεις κουβαλούσαν το αυτονόητο της ζωής, κι εκείνο το αυτονόητο εγώ τώρα πρέπει να το αφαιρώ. Τότε μένει η γελοιότητά τους, η γελοιότητα κάποιου πράγματος που έχει ηττηθεί, την οποία εκείνον τον καιρό ωστόσο δεν κουβαλούσαν.
Συνδεόταν και πλήξη μ’ εκείνες (Ομαδικό συμβούλιο, Εκλογές ομαδικού συμβουλίου: διευθύνουσα επιτροπή τεσσάρων Πιονέρων ανά σχολική τάξη: 1 πρόεδρος του ομαδικού συμβουλίου, 1 αναπληρωτής και γραμματέας, 1 ταμίας, 1 συντάκτης εφημερίδων τοίχου, εκλεγόταν από την ολομέλεια των τάξεων στην αρχή κάθε σχολικού έτους), ίσως και φόβος, συχνά απόσταση, ή άνεση, με κάποιον ενθουσιασμό, περηφάνια ή ενδιαφέρον, ή απλώς η ηρεμία, με την οποία κατέχει κανείς ένα λεξιλόγιο, για να είναι εξοπλισμένος για το υπόλοιπο της βιογραφίας του.
Η δική μου η ανάμνηση στηρίζεται σε μια πραγματικότητα που έχει καταρρεύσει, ως ανάμνηση είναι όμως πραγματική. Ταξιδιωτικό στέλεχος: Κάποιος που λαμβάνει την άδεια να ταξιδέψει στο δυτικό εξωτερικό, για λόγους έρευνας, εμπορίου, για την ολοκλήρωση των σπουδών του ή την παρουσίαση της ΓΛΔ. Πολλές από τις παλιές λέξεις, όταν θέλει να μιλήσει κανείς για ’κείνες σήμερα, βρίσκονται στη σκιά μίας ντροπής, στη σκιά μίας συγγνώμης για το ότι τις χρησιμοποιούσε. Ακόμα και εντός της κοινωνίας που τις χρησιμοποιούσε μπορεί να γελούσαν, κάποιες λέξεις ήταν έντονα βλακώδεις, και τους αντιστεκόταν έντονα βλακωδώς κανείς.
Τώρα όμως ολόκληρη η βλακεία, κι οι δυο πλευρές, κείτεται φαρδιά-πλατιά με αισχρότητα μεγάλη στραμμένη προς τα έξω, και φαρδιά-πλατιά η ντροπή μάς φορτώνει ξαφνικά κι εκείνα που άλλοτε αποποιηθήκαμε. Νικήσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό, γι’ αυτό η χαρά μας μοιάζει κάποιες φορές με μίσος. Φάκελος στελέχους: το σύνολο των κρίσεων και πιστοποιητικών ενός πολίτη της ΓΛΔ, καθώς και αναφορές των αρμοδίων υπηρεσιών για την εκπαίδευση ή/και τις σπουδές του, την εργατικότητά του, τις απολυτήριες εξετάσεις του, τις πιθανές ποινές κτλ.· ο φάκελος στελέχους μεταβιβαζόταν από θέση εργασίας σε θέση εργασίας και συμπληρωνόταν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και όλης της εργασιακής ζωής του πολίτη χωρίς τη δική του σύμπραξη ή γνώση.
Κάθε λέξη κουβαλάει ιστορίες που θα ’πρεπε να τις ξέρει όλες κανείς, για να καταλάβει πραγματικά τη λέξη, αλλά η μοναδική γλώσσα στην οποία θα μπορούσαμε να τις διηγηθούμε είναι εκείνη την οποία αναζητούμε με τις ερωτήσεις. Υπήρχαν όροι, εξαναγκασμοί, επιθυμίες, αναγκαστικές λύσεις που σε πήγαιναν στις λέξεις ή σε έπαιρναν μακριά τους, δρόμοι που πήρα, εκούσια και ακούσια, ενθουσιασμένη, χαμογελώντας κοροϊδευτικά ή μπουχτισμένη, πεπατημένες οδοί, που τώρα έχουν χορταριάσει. Σπρώχνω των θάμνων τις συστάδες, αλλά μπροστά στα μάτια μου γίνονται καπνός οι λέξεις. Αλληλεμπαζάρ: διοργανωμένη σε σχολεία από μαθητές και γονείς πώληση γλυκών, ψωμιού με λίπος και χειροτεχνημάτων, τα έσοδα της οποίας θα δίνονταν για τους πεινασμένους στην Αφρική, την αποφυλάκιση Αμερικανών αγωνιστών για τα πολιτικά δικαιώματα κ.ό.
Ακόμα κι αν εκείνο που δήλωναν οι λέξεις συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα, έστω κι αν η δήλωση μοιάζει να έχει αλλάξει, η δική μου η ανάμνηση στέκει στην άλλη πλευρά κάποιου πράγματος που χάσκει ορθάνοιχτο, κι η ισορροπία που ευελπιστώ να βρω σ’ ένα λεξικό δεν λέει να ’ρθει. Άχρηστες ύλες, και Δευτερογενείς πρώτες ύλες: χαρτί, μπουκάλια και αλουμίνιο συγκεντρώνονται και αξιοποιούνται εκ νέου, «ανακυκλώνονται». Ένας νεαρός Πιονέρος που συμβάλλει στην ενίσχυση της λαϊκής οικονομίας πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα στη νεόκτιστη πολυκατοικία, χτυπώντας το κουδούνι και ζητώντας άχρηστες ύλες, σέρνοντας ύστερα τη στοίβα με τις εφημερίδες και τα άδεια μπουκάλια στον τόπο περισυλλογής, όπου ζυγίζονται και μετριούνται (τα χρήματα επιτρέπεται να τα κρατήσει), μου φαίνεται ότι ήταν κάτι άλλο απ’ ό,τι ένας κάδος σκουπιδιών με τρία τμήματα.
Ένα μεγάλο οστεοφυλάκιο, έτσι μοιάζει ένα λεξικό της ΓΛΔ, κεφάλια με κεφάλια, μηριαία οστά με μηριαία οστά, η τάξη αποκαθίσταται, αλλά κάτι λείπει.
Εφημερίδα τοίχου. Τι συμβαίνει όταν ακούω κάποια λέξη που δεν έχει καν εκλείψει ακόμα, που ως λέξη υπάρχει ακόμα, που σαν διζυγωτικός δίδυμος όμως έχει διαφορετικά πρόσωπα στα δυο μισά της χώρας;
Είναι αλήθεια ότι μ’ άρεσε να κάθομαι στο σπίτι στο χαλί και να σχεδιάζω αντεστραμμένα γράμματα στην ανάποδη πλευρά κάποιου κόκκινου βελουτέ χαρτιού, ύστερα να κόβω τα γράμματα, να τα βάζω σ’ ένα κουτάκι και να τα καρφιτσώνω την επόμενη μέρα στο σχολείο με πινέζες σ’ έναν πίνακα από φελιζόλ: «Από τη σπίθα γεννήθηκε η φλόγα!* Για την ιστορία της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης». Κάποιες ώρες της ζωής μου έτσι τις πέρασα, με τη μυρωδιά της κόλλας στη μύτη και το ψαλίδι στο χέρι, ξεφυλλίζοντας περιοδικά, βυθισμένη σε σκέψεις για το αν το σκούρο μπλε ή το πορτοκαλί χαρτόνι, η μια ή η άλλη φωτογραφία θα είχε καλύτερα αποτελέσματα, σκορπίζοντας γύρω μου τα γράμματα-σφραγίδες από το κουτί, καθισμένη ανακούρκουδα στο χαλί του παιδικού δωματίου με δυο κοτσίδες να πηγαίνουνε πέρα-δώθε: Εγώ, συντάκτης εφημερίδων τοίχου, μικρή υπουργός προπαγάνδας με μελάνια στα χέρια.
Είναι αλήθεια επίσης ότι δυο μαθήτριες από την παράλληλη τάξη μου, που έφτιαξαν μια εφημερίδα τοίχου με χάρτινα γιαπωνέζικα περιστέρια της ειρήνης και την κρέμασαν κάτω στο διάδρομο του σχολείου, όπου μπορούσαν να τη δουν οι πάντες – ο τίτλος έλεγε: «Τας ρομφαίας εις άροτρα!** - διώχτηκαν από το σχολείο, από εκείνο κι από όλα τα άλλα Διευρυμένα Ανώτερα Σχολεία. Είναι αλήθεια επίσης ότι η δεκαεπτάχρονη αδελφή μου πρόσφατα βοήθησε κάποιους μικρότερους μαθητές να φτιάξουν μία εφημερίδα τοίχου με το θέμα «Πώς τρέφονται τα λουλούδια». Πάνω της έβλεπες: Ένα χάρτινο ροζ λουλούδι με πράσινο μίσχο και καφετιές ρίζες, από πάνω του ένα μπλε σύννεφο κι έναν κίτρινο ήλιο.
Εφημερίδα τοίχου: πίνακας από φελιζόλ, μεγέθους 1 m επί 80 cm περίπου, αναρτημένος διαγωνίως, συχνά τυλιγμένος με ύφασμα, στον οποίο στερεώνονται και εκτίθενται δημόσια φωτογραφίες, συνθήματα και κείμενα με σκοπό την οπτική τεκμηρίωση επιστημονικών, καλλιτεχνικών ή πολιτικών γεγονότων.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης
* (Σ.τ.Μ.) Στίχος από το ποίημα «Των ιερών χορδών οι πύρινοι ήχοι» του Ρώσου ποιητή Αλεξάντρ Οντογέφσκι, το οποίο έγραψε εκ μέρους των καταδικασμένων σε καταναγκαστικά έργα Δεκεμβριστών το 1828/29 ως απάντηση στο ποίημα «Επιστολή στη Σιβηρία» του Αλεξάντρ Πούσκιν, με το οποίο ο τελευταίος εξέφραζε τη συμπάθειά του για τη βαριά μοίρα τους. Ο στίχος έγινε αργότερα μότο της εφημερίδας «Ίσκρα» (=Σπίθα), το όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που εξέδιδε ο Λένιν.
** (Σ.τ.Μ.) Από την Παλαιά Διαθήκη: «και κρινεί ανά μέσον λαών πολλών και εξελέγξει έθνη ισχυρά έως εις μακράν, και κατακόψουσι τας ρομφαίας αυτών εις άροτρα και τα δόρατα αυτών εις δρέπανα, και ουκέτι μη αντάρη έθνος επ’ έθνος ρομφαίαν, και ουκέτι μη μάθωσι πολεμείν» (Μιχαίας, Δ´, 3). Ήδη από το 1957 η Σοβιετική Ένωση είχε δωρίσει στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη το γλυπτό του Εβγκένι Βουτσέτιτς που αναπαρίστανε έναν άνδρα να σφυρηλατεί το ξίφος του, για να το μετατρέψει σε άροτρο. Το ειρηνιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη ΓΛΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με πρωτοβουλία της Εκκλησίας είχε ως έμβλημά του το έργο του Βουτσέτιτς με το απόσπασμα από την Παλαιά Διαθήκη να το περιβάλλει. Για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της άδειας των αρχών που θα απαιτούσε η εκτύπωσή του σε αυτοκόλλητα ή κονκάρδες, το έμβλημα έγινε σταμπωτό σε κομμάτια ύφασμα, τα οποία οι νέοι έραβαν στα ρούχα τους. Οι αρχές επέδειξαν ανεκτικότητα αρχικά, αλλά αργότερα οι καθηγητές στα σχολεία και οι αστυνομικοί στους δρόμους ζητούσαν από τους μαθητές να το ξηλώσουν από τα ρούχα τους ή τους το ξήλωναν οι ίδιοι, ενώ όσοι δεν συμμορφώνονταν αποβάλλονταν από τα σχολεία όλης της χώρας.
Photo by Katharina Behling
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ (Jenny Erpenbeck) γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Το 1999 έκανε το λογοτεχνικό της ντεμπούτο με τη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού. Το κείμενο “Στο επέκεινα των αχρήστων” („Im Jenseits der Altstoffe“) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Frankfurter Allgemeine Zeitung στις 21/9/2001. Η παρούσα μετάφραση δημοσιεύτηκε (με μία μικρή περικοπή) για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 2004 στο περιοδικό «Το Δέντρο», τ. 135-136, σελ. 202-206, ενώ σε αυτή της τη μορφή περιλαμβάνεται στο παράρτημα της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου της Παιχνίδι με τις λέξεις. Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορούν τα βιβλία της Ιστορία του γερασμένου παιδιού, Σκύβαλα και Παιχνίδι με τις λέξεις.
© Logotexnia21 + Jenny Erpenbeck + Alexandros Kypriotis

Samuel Beckett, Μία στις χίλιες

woman_w_umbrella




Ο χειρουργός Μπορ εγχείρισε με απόλυτη επιτυχία ένα αγόρι ονόματι Μπρέι, που του είχαν φέρει επειδή έπασχε από φυματιώδη λεμφαδενίτιδα στον λαιμό, έκτοτε όμως το αγόρι έδειχνε μιαν ακατανόητη τάση κατάπτωσης, και πράγματι άρχιζε να καταπέφτει. Ο χειρουργός Μπορ ανασήκωσε δίχως πικρία τους ώμους του και κάλεσε τον δόκτορα Νάι, έναν νεαρό μα εξαιρετικά λαμπρό γιατρό.

Ο δόκτωρ Νάι ανήκε στους θλιμμένους άνδρες, όχι όμως στον βαθμό να αποδέχεται, με τον ανέκφραστο τρόπο των περισσοτέρων εξ’ αυτών, την κατάστασή του ως φυσική και ενδεδειγμένη. Τη θεωρούσε δυσλειτουργία. Έστεκε ακίνητος μπροστά στο παράθυρο του ιατρείου του, με το δεξί του χέρι ανοιγόκλεινε το κουμπί του σακακιού του, με το αριστερό του χέρι έπαιζε με τα κέρματα στην τσέπη του παντελονιού του. Ένιωθε το απογευματινό φως, που τώρα σπινθήριζε ανάμεσα στις μπόρες, σαν σαμπουάν καθημερινής χρήσης στο πρόσωπό του. Σε όλη την περιοχή τα παιδιά περίμεναν θυμωμένα τη βροχή να σταματήσει για να βγουν να παίξουν. Μια πρόταση ξεπήδησε απροειδοποίητα στο μυαλό του: εμένα δεν με σώζω. Κάθισε στον καναπέ, όντας ακόμα ταραγμένος εξαιτίας του τελευταίου ασθενούς του. Ύστερα από λίγο χαλάρωσε. Το απόμακρο μανιασμένο κλάμα ενός παιδιού, το φως που ξεθώριαζε κι έπειτα έπιανε πάλι βροχή, η καρδιά του που βρόνταγε και ρέταρε για λόγους άγνωστους στην ιατρική, όλα αυτά και μια σύνθεση ελαφρών ενοχλήσεων άρχισαν να εξαντλούν το μυαλό και τις αισθήσεις του. Καθώς δεν άκουγε άλλα βήματα να πλησιάζουν, σκέφτηκε ότι ο στοχαστικός βίος έχει λίγα να προσφέρει. Η δυσθυμία του διακόπηκε από τον χειρουργό Μπορ, στο τηλέφωνο.

Ο δόκτωρ Νάι διέγνωσε εμπύημα στη δεξιά πλευρά. Έστεκε μαζί με τον χειρουργό Μπορ στο τελευταίο παράθυρο του μακρόστενου θαλάμου κοιτάζοντας έξω. Το κανάλι, η γέφυρα, ο ανυψωτικός μηχανισμός και η φαρδιά πινακίδα συνέθεταν το σκηνικό. Τρεις παρέες είχαν μαζευτεί, μία πάνω στη γέφυρα και από μία στην κάθε όχθη, για να δουν ένα φορτηγό πλοίο να διασχίζει τη διώρυγα. Αποσπασμένη από τη μακρινή παρέα, δίχως να προσέχει τη μανούβρα, κρατώντας μια ομπρέλα λες κι είχε ξεχάσει το υπέροχο διάλειμμα, μια ευτραφής γυναίκα έστεκε και κοίταζε το νοσοκομείο.

«Η κυρία Μπρέι», είπε ο χειρουργός Μπορ.

Η προϊσταμένη ήρθε για να πει στον χειρουργό Μπορ ότι τον ζητάνε.

«Πες στον δόκτορα Νάι το έπος της Μητέρας Μπρέι», είπε εκείνος κι έφυγε.

Το φορτηγό πλοίο είχε ήδη αρχίσει να φορτώνει στην αποβάθρα. Η παρέα στη γέφυρα είχε περάσει στο άλλο στηθαίο, με αποτέλεσμα, εντελώς ευχάριστο στον δόκτορα Νάι, εκεί όπου πριν έβλεπε τα πρόσωπά τους, τώρα απολάμβανε την πεντακάθαρη θέα των οπισθίων τους, ανδρικών και γυναικείων. Οι παρέες στις όχθες δεν φαίνονταν πια καθώς βρίσκονταν κάτω από τη γέφυρα. Η ομπρέλα της κυρίας Μπρέι ήταν ακόμη ανοιχτή, μα τώρα ήταν ακουμπισμένη στο καπέλο και στο στήθος της, οπότε και τα δύο της χέρια μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα. Έτσι μισοκρυμμένη, σαν σε μερική έκλειψη, συνέχιζε να κοιτάζει. Ο δόκτωρ Νάι κοίταζε τη μακριά σειρά των οπισθίων, η προϊσταμένη κοίταζε τον δόκτορα Νάι.

«Η γυναίκα ερχόταν πρωί-πρωί», είπε η προϊσταμένη, «και καθόταν όλη μέρα ώσπου εξαντλούνταν. Δεν μίλαγε καθόλου, μονάχα κοίταζε το αγόρι. Τα ίδια κι όταν ερχόταν ο γιατρός, δεν μίλαγε καθόλου, μονάχα κοίταζε το πρόσωπό του. Έπειτα οι άλλοι ασθενείς άρχισαν να παραπονιούνται και οι νοσοκόμες είπαν ότι αναστάτωνε τον θάλαμο. Έτσι αναγκαστήκαμε να της πούμε πως είχε στη διάθεσή της μόνο μία ώρα το πρωί κι άλλη μία το απόγευμα. Τώρα λοιπόν στέκεται εκεί τις καλύτερες ώρες της ημέρας, κοιτώντας το παράθυρο και περιμένοντας να έρθει η ώρα να ανέβει.»

Ο δόκτωρ Νάι δεν ένιωσε την επιθυμία να πει κάτι για όλα αυτά.

«Ο Θεός ξέρει πόσο ήσυχη ήταν», είπε η προϊσταμένη, «και πρόβλημα, κανένα, μονάχα τσάντιζε κάπως τις νοσοκόμες.»

Ο δόκτωρ Νάι ψέλλισε μια εξυπνάδα, πως εκείνη είναι αναμφίβολα χήρα και πως αυτό είναι το μοναχοπαίδι της.

«Ε λοιπόν, είναι παντρεμένη», είπε η προϊσταμένη, «κι έχει οικογένεια κάτω στο Τσούαμ.»

«Αυτό που φοβόμουν», είπε ο δόκτωρ Νάι. «Η γυναίκα αυτή ήταν η παραμάνα μου.»

«Ω γιατρέ», είπε η προϊσταμένη, «τι σύμπτωση!»

Το φορτηγό πλοίο πήρε τον δρόμο του, το υπέροχο διάλειμμα έφτανε στο τέλος του, τα οπίσθια διασκορπίστηκαν, μόνο η κυρία Μπρέι δεν είχε υποστεί καμία αλλαγή. Το δρύινο χερούλι της ομπρέλας, το οποίο αναπαριστούσε ένα πουλί, υψώθηκε και έπεσε. Ο δόκτωρ Νάι ξεφύτρωσε μπροστά της. Η προϊσταμένη κάλεσε τις νοσοκόμες να έρθουν για να δουν. «Ήταν η νταντά του», φώναξε.

Η κυρία Μπρέι, όταν έμαθε ποιος ήταν αυτός και τι είχε υπάρξει, χαμήλωσε, σαν από σεβασμό, την ομπρέλα της. Εκείνος προβληματίστηκε όταν ανακάλυψε πως από τη γυναίκα που λάτρευε όταν ήταν μωρό και αγόρι δεν είχε απομείνει τίποτα πέρα από τη φραουλί, όλο στίγματα μύτη, και την ανάσα που μύριζε βαριά γαρύφαλλο και μέντα. Την πήρε αγκαζέ και περπάταγαν πάνω κάτω, μπρος πίσω, ανάμεσα στη γέφυρα και στο μέρος όπου στεκόταν. Η συζήτηση στράφηκε πρώτα στον γιο της. «Καλά τα πάει», είπε ο δόκτωρ Νάι, όμως δεν ξεκαθάρισε πόσο καλά. Ύστερα πέρασε στις παλιές καλές μέρες. «Ναι», είπε η κυρία Μπρέι, «βιαζόσουν ανέκαθεν να μεγαλώσεις για να με παντρευτείς», όμως δεν αποκάλυψε το τραύμα στη ρίζα αυτής της προσκόλλησης. Στη γέφυρα χώρισαν, ο δόκτωρ Νάι για να κάνει μια επαγγελματική επίσκεψη σε έναν παλιό συμμαθητή του, η κυρία Μπρέι για να κινηθεί προς τις σκάλες του νοσοκομείου, καθώς είχε σχεδόν φτάσει η ώρα της.

Μιας νοσοκόμας της ξέφυγε ένα δυνατό χάχανο. «Τον είδες να τη φιλάει;» είπε. «Γιατί δεν τη φίλησε;» είπε η προϊσταμένη, «αφού ήταν η νταντά του.»

Το αγόρι ανέπτυξε ένα εμπύημα στην αριστερή πλευρά, έτσι τώρα είχε δύο, και έβαλαν ένα παραπέτασμα γύρω από το κρεβάτι του. Αυτό είχε το προτέρημα ότι η μητέρα του μπορούσε να είναι όλη μέρα μαζί του. Δεν του μίλαγε, ούτε τον άγγιζε· δεν ήταν καν σίγουρο πως τον κοίταζε, παρότι είχε ακλόνητα στραμμένο το κεφάλι της προς το μέρος του. Δεν αποπειράθηκε να τραβήξει την προσοχή του δόκτορα Νάι όταν εκείνος ήρθε, όμως χαιρόταν να κοιτάζει το πρόσωπό του, κι αυτό όχι τόσο για να μάθει τι σκεφτόταν όσο με την ελπίδα να τον αναγνωρίσει ως το πλάσμα που κάποτε φρόντιζε. Εκείνος ήθελε διακαώς να τη ρωτήσει κάτι σχετικά με τις παλιές καλές μέρες, μα ένιωθε πως θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου, κι αυτή η αίσθηση βαθμιαία δυνάμωνε. Μια μέρα, όταν είχε τελειώσει την εξέτασή του, αντί να φύγει αμίλητος όπως πάντα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Είχε έρθει η στιγμή όπου έπρεπε να αποφασίσει αν θα χειρουργούσε αμέσως το αγόρι ή θα του κρατούσε το χέρι λίγο ακόμα. Ήταν μια απόφαση έξω από το πεδίο της επιστήμης του αφού, αποκλειστικά από τη σκοπιά της παθολογίας, η παρακίνηση προς κάθε πλευρά ήταν η ίδια. Εντούτοις έπρεπε να παρθεί, και μάλιστα αμέσως, κι από τον ίδιον. Έπιασε τον καρπό του αγοριού, ξάπλωσε στην άκρη του κρεβατιού και εισήλθε σε κείνη τη θεραπευτική έκσταση που διατηρούσε για τέτοια, ευτυχώς σπάνια, διλήμματα.

Η κυρία Μπρέι, παρατηρώντας την έντρομη και συνεπαρμένη έκφραση που πλημμύρισε το πρόσωπό του, συγκινήθηκε με πολλούς τρόπους: ένιωσε προβληματισμό με την τόση διάλυση των χαρακτηριστικών· ικανοποίηση που τον είδε επιτέλους έτσι όπως τον θυμόταν· ντροπή, καθώς η ανάμνηση γινόταν πιο συγκεκριμένη· αμηχανία, σαν να εισέβαλλε σε μια προσωπική στιγμή ή σε ένα κοιμισμένο πρόσωπο. Πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει αντ’ αυτού τον γιο της. Έπειτα, με μεγάλη ευαισθησία, σφράγισε τα μάτια της.

Η προϊσταμένη κρυφοκοίταζε γύρω από τη γωνία του παραπετάσματος επιθεωρώντας τη σκηνή. Μόλις άρχισαν να φαίνονται σημεία ζωής, εκείνη προχώρησε πολύ εγκάρδια, λαχταρώντας να προσφέρει βοήθεια. Δεν έλαβε καμιά ενθάρρυνση, ούτε την παραμικρή. Έφυγε, έχοντας δει ό,τι είχε δει.

Σιγά σιγά ο δόκτωρ Νάι επανέκτησε την παθολογική όψη του. Ανακάθισε στο κρεβάτι, χωρίς να αφήσει ωστόσο τον καρπό του αγοριού. Σηκώθηκε και άφησε απαλά το χέρι στο στέρνο. Ενοχλημένος από την άχαρη διάταξη, κοίταξε έντονα την κυρία Μπρέι, της οποίας το ήπιο και μπερδεμένο βλέμμα, λες και δεν είχε δει τίποτα, είχε επανέλθει σε λειτουργία. Είχε αναμφίβολα καθήκον να της γνωστοποιήσει την απόφαση που είχε λάβει, όμως δεν άντεχε ούτε μια στιγμή ακόμα την παρουσία της. Μακάρι να είχε ένα πακέτο καραμέλες με γεύση μέντας να της αφήσει. Η κυρία Μπρέι έκλεισε πάλι τα μάτια της καθώς ένιωσε το μεστό λέξεων βάρος του χεριού του στην κορυφή του καπέλου της (που τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει να το βγάλει), το γρήγορο φτερούγισμα των δακτύλων του στο λαιμό της, το ανείπωτο χάδι στο προγούλι της. Χωρίς να νιώθει τίποτα άλλο, τα άνοιξε. Ήταν μόνη. Έστρεψε το πρόσωπο στον γιο της.

Ο χειρουργός Μπορ έκανε την εγχείρηση, ο πνεύμονας κατέρρευσε και το αγόρι πέθανε. Η κυρία Μπρέι βρήκε ξαφνικά τη φωνή της και ευχαρίστησε το δόκτορα Νάι για όσα είχε κάνει. Ο δόκτωρ Νάι προσπάθησε έντονα να ανακτήσει την αίσθηση που είχε ως φοιτητής ιατρικής όταν ένα μωρό πέθανε στα χέρια του, μόλις το είχε τρυπήσει σωστά για μια οσφυϊκή παρακέντηση. Πέτυχε ως ένα σημείο. Το ερύθημα μαζεύτηκε σαν κύμα στα σωθικά του, ανέβηκε ψηλά και ξέσπασε στην καρδιά του – τόσα τουλάχιστον επιτρεπόταν να αναβιώσει. Συνειδητοποίησε πως εκείνη είχε σχεδόν τελειώσει με τις ευχαριστίες, πως συνάμα ο ίδιος δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα αναπαραγάγει εκείνο το έντονο ερύθημα προς τιμήν της, κι όμως κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούσε να φύγει από κοντά της. Έμειναν λοιπόν για λίγο σιωπηλοί, κάνοντας ιδιαίτερη προσπάθεια να πουν αυτό που σκέφτονταν. Ύστερα τα παράτησαν και χώρισαν.

Ο δόκτωρ Νάι έκανε σύντομες διακοπές στη θάλασσα και προς το τέλος έλαβε ένα γράμμα από τον χειρουργό Μπορ, που ανέφερε στο υστερόγραφο ότι η κυρία Μπρέι έκανε πάλι τα ίδια. Ο δόκτωρ Νάι νόμιζε πως εκείνη είχε επιστρέψει στο Τσούαμ. Πήρε το πρώτο τρένο για την πόλη και πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο.

«Τι εννοείς», είπε στον χειρουργό Μπορ, «κάνει πάλι τα ίδια;»

Ο χειρουργός Μπορ στράφηκε στην προϊσταμένη.

«Δεν έχει χτυπήσει ακόμα κάρτα;» είπε.

Η προϊσταμένη κοίταξε το ρολόι της.

«Όπου να ‘ναι», είπε.

Προχώρησαν στον μακρόστενο θάλαμο και στάθηκαν στο τελευταίο παράθυρο. Δεν υπήρχε ίχνος της κυρίας Μπρέι. Όμως δεν άργησε να φανεί, κρατώντας την ομπρέλα κι ένα πτυσσόμενο κάθισμα. Το έβγαλε και το βύθισε στο έδαφος του δρόμου όπου γίνονταν οι ρυμουλκήσεις. Έπειτα κάθισε και στύλωσε το πρόσωπό της στο νοσοκομείο.

«Απ’ τη μέρα της κηδείας», είπε η προϊσταμένη.

Ο δόκτωρ Νάι άρχισε να γυροφέρνει. Στη μία η ώρα έφτασαν τα νέα ότι η κυρία Μπρέι, έχοντας φάει ένα πορτοκάλι, περπατούσε πάνω κάτω ανάμεσα στη γέφυρα και στο πτυσσόμενο κάθισμα· λίγο αργότερα, ότι ήταν και πάλι στη θέση της· τέλος, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, ότι ετοιμαζόταν να φύγει. Ο δόκτωρ Νάι παράτησε ό,τι έκανε, ευτυχώς τίποτα πολύ σημαντικό, κι έσπευσε να την προλάβει. Στη γέφυρα ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Πήγαν σε μια εσοχή του στηθαίου, μακριά από τον θόρυβο, και έγειραν πάνω από το νερό.

«Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι», της είπε, κοιτάζοντας το νερό εκεί όπου έρεε έξω από τη σκιά της γέφυρας.

Εκείνη, κοιτάζοντας επίσης το νερό, αποκρίθηκε:

«Αναρωτιέμαι αν είναι το ίδιο πράγμα που ήθελα να σου πω από εκείνη τη στιγμή που ξάπλωσες στο κρεβάτι του.»

Επικράτησε σιωπή, εκείνη τον περίμενε να ρωτήσει, εκείνος την περίμενε να μιλήσει.

«Δεν μπορείς να συνεχίσεις;» της είπε.

Αμέσως του εξιστόρησε κάτι που αφορούσε τα πρώτα του χρόνια, κάτι τόσο κοινότοπο και προσωπικό ώστε δεν είναι ανάγκη να αναλυθεί εδώ, από το οποίο όμως ο δόκτωρ Νάι, αυτός ο θλιμμένος άνδρας, προσδοκούσε να διαφωτιστεί.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ», της είπε, «αυτό ήταν που μ’ έκανε ν’ απορώ.»

Κοίταζαν για λίγο ακόμα το νερό που έρεε έξω από τη σκιά, έπειτα του είπε ότι έπρεπε να φύγει. Ο δόκτωρ Νάι έβγαλε ένα κουτί από την τσέπη του.

«Σου έφερα μερικές μέντες», είπε.

Έτσι χώρισαν, η κυρία Μπρέι για να πάει να μαζέψει τα πράγματά της και τα πράγματα του νεκρού αγοριού, ο δόκτωρ Νάι για να κάνει μια εξέταση σύφιλης σε έναν παλιό συμμαθητή του.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος

Το διήγημα του Σάμιουελ Μπέκετ “A Case in a Thousand” πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Bookman τον Αύγουστο του 1934. Η μετάφραση έγινε από το Samuel Beckett, The Grove Centenary Edition, Volume IV, Poems, Short Fiction, Criticism, ed. Paul Auster, Grove Press, 2006, pp. 69-74.

henri_cartier_bresson_samuel_beckett_paris Ο ιρλανδός συγγραφέας Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) υπήρξε κατά πολλούς η εμβληματικότερη λογοτεχνική φυσιογνωμία του 20ού αιώνα. Θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, δεινός επιστολογράφος (ο πρώτος από τους τέσσερις τόμους με την αλληλογραφία του εκδόθηκε πρόσφατα στα αγγλικά), ο Μπέκετ έχει μυθιστορήσει όσο ελάχιστοι λογοτέχνες την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σπούδασε φιλολογία, αλλά ασκήθηκε στο να μην την ασκεί, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι όπου έγραψε τα περισσότερα βιβλία του στα γαλλικά, ήταν βοηθός και φίλος του επίσης ξενιτεμένου στο Παρίσι Τζόις, υπήρξε μέλος της γαλλικής αντίστασης στην Κατοχή, ωστόσο απέφυγε διά βίου κάθε πολιτική στράτευση, παντρεύτηκε αλλά δεν απέκτησε παιδιά, πήρε το Νόμπελ (1969) παρά τη θέλησή του και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στις ιδέες του και ακέραιος στις σχέσεις του. Ο Μπέκετ κατόρθωσε να επαναπροσδιορίσει, αποδομώντας και επαναδομώντας, κάθε μορφή λογοτεχνίας, εκφράζοντας την ανθρώπινη ζωή στην έσχατη, δηλαδή τη μοναχικότερη, κατάστασή της. Κάθε κείμενό του χαρακτηρίζεται από ανυπολόγιστη ψυχολογική και υπαρξιακή βαθύτητα, με κύρια χαρακτηριστικά τη μινιμαλιστική γραφή, τη διεισδυτική οξύνοια και το κατάμαυρο χιούμορ.

Το μεγαλύτερο μέρος του μπεκετικού έργου είναι μεταφρασμένο αξιοπρεπώς στα ελληνικά: διαθέτουμε τη νεανική μελέτη του Για τον Μαρσέλ Προυστ (μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Ερμείας), το πρώιμο θεατρικό Ελευθερία (μτφ. Νίκη Μιχαλά, εκδ. Παρισιανού), το μυθιστορηματικό έργο Μερσιέ και Καμιέ (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον), τα τρία γνωστότερα θεατρικά Περιμένοντας τον Γκοντό (μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον), Τέλος του Παιχνιδιού (μτφ. Κωστής Σκαλιόρας, εκδ. Ύψιλον) και Ευτυχισμένες Μέρες (αποδ. Ρούλα Πατεράκη, Κοσμάς Φοντούκης, εκδ. Το Ροδακιό), τα τρία ανυπέρβλητα μυθιστορήματα Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει, Ο ακατονόμαστος (μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον), πεζογραφήματα, μονόπρακτα, έργα για το ραδιόφωνο (μτφ. Νάσος Δετζώρτζης, εκδ. Γαβριηλίδης, μτφ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Scripta, μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδ. Πατάκη), ποιήματα (μτφ. Γιώργος Βίλλιος, εκδ. Ερατώ), δοκίμια («Ντάντε… Μπρούνο. Βίκο… Τζόυς», μτφ. Γιώργος Κυριαζής, Πλανόδιον, τχ. 18, «Τρεις διάλογοι με τον Georges Duthuit», μτφ. Γιώργος Λαμπράκος, Cogito, τχ. 9), το μάλλον συγκλονιστικότερο πεζογράφημά του Πώς είναι (μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ύψιλον), καθώς και τη μόνη εγκεκριμένη από τον ίδιον βιογραφία του, από τον Τζέιμς Νόουλσον (μτφ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Scripta).

«Όταν είμαστε μες στα σκατά ως τον λαιμό, δεν μένει παρά να τραγουδάμε» έγραψε κάποτε ο Μπέκετ, μια απόφανση που συγκεφαλαιώνει την κοσμοθεωρία του, αλλά και σηματοδοτεί τη μόνη δυνατή στάση απέναντι στον σύγχρονο κόσμο.

Γιώργος Λαμπράκος

© Logotexnia 21 + Γιώργος Λαμπράκος

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails