Samuel Beckett, Μία στις χίλιες

woman_w_umbrella




Ο χειρουργός Μπορ εγχείρισε με απόλυτη επιτυχία ένα αγόρι ονόματι Μπρέι, που του είχαν φέρει επειδή έπασχε από φυματιώδη λεμφαδενίτιδα στον λαιμό, έκτοτε όμως το αγόρι έδειχνε μιαν ακατανόητη τάση κατάπτωσης, και πράγματι άρχιζε να καταπέφτει. Ο χειρουργός Μπορ ανασήκωσε δίχως πικρία τους ώμους του και κάλεσε τον δόκτορα Νάι, έναν νεαρό μα εξαιρετικά λαμπρό γιατρό.

Ο δόκτωρ Νάι ανήκε στους θλιμμένους άνδρες, όχι όμως στον βαθμό να αποδέχεται, με τον ανέκφραστο τρόπο των περισσοτέρων εξ’ αυτών, την κατάστασή του ως φυσική και ενδεδειγμένη. Τη θεωρούσε δυσλειτουργία. Έστεκε ακίνητος μπροστά στο παράθυρο του ιατρείου του, με το δεξί του χέρι ανοιγόκλεινε το κουμπί του σακακιού του, με το αριστερό του χέρι έπαιζε με τα κέρματα στην τσέπη του παντελονιού του. Ένιωθε το απογευματινό φως, που τώρα σπινθήριζε ανάμεσα στις μπόρες, σαν σαμπουάν καθημερινής χρήσης στο πρόσωπό του. Σε όλη την περιοχή τα παιδιά περίμεναν θυμωμένα τη βροχή να σταματήσει για να βγουν να παίξουν. Μια πρόταση ξεπήδησε απροειδοποίητα στο μυαλό του: εμένα δεν με σώζω. Κάθισε στον καναπέ, όντας ακόμα ταραγμένος εξαιτίας του τελευταίου ασθενούς του. Ύστερα από λίγο χαλάρωσε. Το απόμακρο μανιασμένο κλάμα ενός παιδιού, το φως που ξεθώριαζε κι έπειτα έπιανε πάλι βροχή, η καρδιά του που βρόνταγε και ρέταρε για λόγους άγνωστους στην ιατρική, όλα αυτά και μια σύνθεση ελαφρών ενοχλήσεων άρχισαν να εξαντλούν το μυαλό και τις αισθήσεις του. Καθώς δεν άκουγε άλλα βήματα να πλησιάζουν, σκέφτηκε ότι ο στοχαστικός βίος έχει λίγα να προσφέρει. Η δυσθυμία του διακόπηκε από τον χειρουργό Μπορ, στο τηλέφωνο.

Ο δόκτωρ Νάι διέγνωσε εμπύημα στη δεξιά πλευρά. Έστεκε μαζί με τον χειρουργό Μπορ στο τελευταίο παράθυρο του μακρόστενου θαλάμου κοιτάζοντας έξω. Το κανάλι, η γέφυρα, ο ανυψωτικός μηχανισμός και η φαρδιά πινακίδα συνέθεταν το σκηνικό. Τρεις παρέες είχαν μαζευτεί, μία πάνω στη γέφυρα και από μία στην κάθε όχθη, για να δουν ένα φορτηγό πλοίο να διασχίζει τη διώρυγα. Αποσπασμένη από τη μακρινή παρέα, δίχως να προσέχει τη μανούβρα, κρατώντας μια ομπρέλα λες κι είχε ξεχάσει το υπέροχο διάλειμμα, μια ευτραφής γυναίκα έστεκε και κοίταζε το νοσοκομείο.

«Η κυρία Μπρέι», είπε ο χειρουργός Μπορ.

Η προϊσταμένη ήρθε για να πει στον χειρουργό Μπορ ότι τον ζητάνε.

«Πες στον δόκτορα Νάι το έπος της Μητέρας Μπρέι», είπε εκείνος κι έφυγε.

Το φορτηγό πλοίο είχε ήδη αρχίσει να φορτώνει στην αποβάθρα. Η παρέα στη γέφυρα είχε περάσει στο άλλο στηθαίο, με αποτέλεσμα, εντελώς ευχάριστο στον δόκτορα Νάι, εκεί όπου πριν έβλεπε τα πρόσωπά τους, τώρα απολάμβανε την πεντακάθαρη θέα των οπισθίων τους, ανδρικών και γυναικείων. Οι παρέες στις όχθες δεν φαίνονταν πια καθώς βρίσκονταν κάτω από τη γέφυρα. Η ομπρέλα της κυρίας Μπρέι ήταν ακόμη ανοιχτή, μα τώρα ήταν ακουμπισμένη στο καπέλο και στο στήθος της, οπότε και τα δύο της χέρια μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα. Έτσι μισοκρυμμένη, σαν σε μερική έκλειψη, συνέχιζε να κοιτάζει. Ο δόκτωρ Νάι κοίταζε τη μακριά σειρά των οπισθίων, η προϊσταμένη κοίταζε τον δόκτορα Νάι.

«Η γυναίκα ερχόταν πρωί-πρωί», είπε η προϊσταμένη, «και καθόταν όλη μέρα ώσπου εξαντλούνταν. Δεν μίλαγε καθόλου, μονάχα κοίταζε το αγόρι. Τα ίδια κι όταν ερχόταν ο γιατρός, δεν μίλαγε καθόλου, μονάχα κοίταζε το πρόσωπό του. Έπειτα οι άλλοι ασθενείς άρχισαν να παραπονιούνται και οι νοσοκόμες είπαν ότι αναστάτωνε τον θάλαμο. Έτσι αναγκαστήκαμε να της πούμε πως είχε στη διάθεσή της μόνο μία ώρα το πρωί κι άλλη μία το απόγευμα. Τώρα λοιπόν στέκεται εκεί τις καλύτερες ώρες της ημέρας, κοιτώντας το παράθυρο και περιμένοντας να έρθει η ώρα να ανέβει.»

Ο δόκτωρ Νάι δεν ένιωσε την επιθυμία να πει κάτι για όλα αυτά.

«Ο Θεός ξέρει πόσο ήσυχη ήταν», είπε η προϊσταμένη, «και πρόβλημα, κανένα, μονάχα τσάντιζε κάπως τις νοσοκόμες.»

Ο δόκτωρ Νάι ψέλλισε μια εξυπνάδα, πως εκείνη είναι αναμφίβολα χήρα και πως αυτό είναι το μοναχοπαίδι της.

«Ε λοιπόν, είναι παντρεμένη», είπε η προϊσταμένη, «κι έχει οικογένεια κάτω στο Τσούαμ.»

«Αυτό που φοβόμουν», είπε ο δόκτωρ Νάι. «Η γυναίκα αυτή ήταν η παραμάνα μου.»

«Ω γιατρέ», είπε η προϊσταμένη, «τι σύμπτωση!»

Το φορτηγό πλοίο πήρε τον δρόμο του, το υπέροχο διάλειμμα έφτανε στο τέλος του, τα οπίσθια διασκορπίστηκαν, μόνο η κυρία Μπρέι δεν είχε υποστεί καμία αλλαγή. Το δρύινο χερούλι της ομπρέλας, το οποίο αναπαριστούσε ένα πουλί, υψώθηκε και έπεσε. Ο δόκτωρ Νάι ξεφύτρωσε μπροστά της. Η προϊσταμένη κάλεσε τις νοσοκόμες να έρθουν για να δουν. «Ήταν η νταντά του», φώναξε.

Η κυρία Μπρέι, όταν έμαθε ποιος ήταν αυτός και τι είχε υπάρξει, χαμήλωσε, σαν από σεβασμό, την ομπρέλα της. Εκείνος προβληματίστηκε όταν ανακάλυψε πως από τη γυναίκα που λάτρευε όταν ήταν μωρό και αγόρι δεν είχε απομείνει τίποτα πέρα από τη φραουλί, όλο στίγματα μύτη, και την ανάσα που μύριζε βαριά γαρύφαλλο και μέντα. Την πήρε αγκαζέ και περπάταγαν πάνω κάτω, μπρος πίσω, ανάμεσα στη γέφυρα και στο μέρος όπου στεκόταν. Η συζήτηση στράφηκε πρώτα στον γιο της. «Καλά τα πάει», είπε ο δόκτωρ Νάι, όμως δεν ξεκαθάρισε πόσο καλά. Ύστερα πέρασε στις παλιές καλές μέρες. «Ναι», είπε η κυρία Μπρέι, «βιαζόσουν ανέκαθεν να μεγαλώσεις για να με παντρευτείς», όμως δεν αποκάλυψε το τραύμα στη ρίζα αυτής της προσκόλλησης. Στη γέφυρα χώρισαν, ο δόκτωρ Νάι για να κάνει μια επαγγελματική επίσκεψη σε έναν παλιό συμμαθητή του, η κυρία Μπρέι για να κινηθεί προς τις σκάλες του νοσοκομείου, καθώς είχε σχεδόν φτάσει η ώρα της.

Μιας νοσοκόμας της ξέφυγε ένα δυνατό χάχανο. «Τον είδες να τη φιλάει;» είπε. «Γιατί δεν τη φίλησε;» είπε η προϊσταμένη, «αφού ήταν η νταντά του.»

Το αγόρι ανέπτυξε ένα εμπύημα στην αριστερή πλευρά, έτσι τώρα είχε δύο, και έβαλαν ένα παραπέτασμα γύρω από το κρεβάτι του. Αυτό είχε το προτέρημα ότι η μητέρα του μπορούσε να είναι όλη μέρα μαζί του. Δεν του μίλαγε, ούτε τον άγγιζε· δεν ήταν καν σίγουρο πως τον κοίταζε, παρότι είχε ακλόνητα στραμμένο το κεφάλι της προς το μέρος του. Δεν αποπειράθηκε να τραβήξει την προσοχή του δόκτορα Νάι όταν εκείνος ήρθε, όμως χαιρόταν να κοιτάζει το πρόσωπό του, κι αυτό όχι τόσο για να μάθει τι σκεφτόταν όσο με την ελπίδα να τον αναγνωρίσει ως το πλάσμα που κάποτε φρόντιζε. Εκείνος ήθελε διακαώς να τη ρωτήσει κάτι σχετικά με τις παλιές καλές μέρες, μα ένιωθε πως θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου, κι αυτή η αίσθηση βαθμιαία δυνάμωνε. Μια μέρα, όταν είχε τελειώσει την εξέτασή του, αντί να φύγει αμίλητος όπως πάντα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Είχε έρθει η στιγμή όπου έπρεπε να αποφασίσει αν θα χειρουργούσε αμέσως το αγόρι ή θα του κρατούσε το χέρι λίγο ακόμα. Ήταν μια απόφαση έξω από το πεδίο της επιστήμης του αφού, αποκλειστικά από τη σκοπιά της παθολογίας, η παρακίνηση προς κάθε πλευρά ήταν η ίδια. Εντούτοις έπρεπε να παρθεί, και μάλιστα αμέσως, κι από τον ίδιον. Έπιασε τον καρπό του αγοριού, ξάπλωσε στην άκρη του κρεβατιού και εισήλθε σε κείνη τη θεραπευτική έκσταση που διατηρούσε για τέτοια, ευτυχώς σπάνια, διλήμματα.

Η κυρία Μπρέι, παρατηρώντας την έντρομη και συνεπαρμένη έκφραση που πλημμύρισε το πρόσωπό του, συγκινήθηκε με πολλούς τρόπους: ένιωσε προβληματισμό με την τόση διάλυση των χαρακτηριστικών· ικανοποίηση που τον είδε επιτέλους έτσι όπως τον θυμόταν· ντροπή, καθώς η ανάμνηση γινόταν πιο συγκεκριμένη· αμηχανία, σαν να εισέβαλλε σε μια προσωπική στιγμή ή σε ένα κοιμισμένο πρόσωπο. Πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει αντ’ αυτού τον γιο της. Έπειτα, με μεγάλη ευαισθησία, σφράγισε τα μάτια της.

Η προϊσταμένη κρυφοκοίταζε γύρω από τη γωνία του παραπετάσματος επιθεωρώντας τη σκηνή. Μόλις άρχισαν να φαίνονται σημεία ζωής, εκείνη προχώρησε πολύ εγκάρδια, λαχταρώντας να προσφέρει βοήθεια. Δεν έλαβε καμιά ενθάρρυνση, ούτε την παραμικρή. Έφυγε, έχοντας δει ό,τι είχε δει.

Σιγά σιγά ο δόκτωρ Νάι επανέκτησε την παθολογική όψη του. Ανακάθισε στο κρεβάτι, χωρίς να αφήσει ωστόσο τον καρπό του αγοριού. Σηκώθηκε και άφησε απαλά το χέρι στο στέρνο. Ενοχλημένος από την άχαρη διάταξη, κοίταξε έντονα την κυρία Μπρέι, της οποίας το ήπιο και μπερδεμένο βλέμμα, λες και δεν είχε δει τίποτα, είχε επανέλθει σε λειτουργία. Είχε αναμφίβολα καθήκον να της γνωστοποιήσει την απόφαση που είχε λάβει, όμως δεν άντεχε ούτε μια στιγμή ακόμα την παρουσία της. Μακάρι να είχε ένα πακέτο καραμέλες με γεύση μέντας να της αφήσει. Η κυρία Μπρέι έκλεισε πάλι τα μάτια της καθώς ένιωσε το μεστό λέξεων βάρος του χεριού του στην κορυφή του καπέλου της (που τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει να το βγάλει), το γρήγορο φτερούγισμα των δακτύλων του στο λαιμό της, το ανείπωτο χάδι στο προγούλι της. Χωρίς να νιώθει τίποτα άλλο, τα άνοιξε. Ήταν μόνη. Έστρεψε το πρόσωπο στον γιο της.

Ο χειρουργός Μπορ έκανε την εγχείρηση, ο πνεύμονας κατέρρευσε και το αγόρι πέθανε. Η κυρία Μπρέι βρήκε ξαφνικά τη φωνή της και ευχαρίστησε το δόκτορα Νάι για όσα είχε κάνει. Ο δόκτωρ Νάι προσπάθησε έντονα να ανακτήσει την αίσθηση που είχε ως φοιτητής ιατρικής όταν ένα μωρό πέθανε στα χέρια του, μόλις το είχε τρυπήσει σωστά για μια οσφυϊκή παρακέντηση. Πέτυχε ως ένα σημείο. Το ερύθημα μαζεύτηκε σαν κύμα στα σωθικά του, ανέβηκε ψηλά και ξέσπασε στην καρδιά του – τόσα τουλάχιστον επιτρεπόταν να αναβιώσει. Συνειδητοποίησε πως εκείνη είχε σχεδόν τελειώσει με τις ευχαριστίες, πως συνάμα ο ίδιος δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα αναπαραγάγει εκείνο το έντονο ερύθημα προς τιμήν της, κι όμως κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούσε να φύγει από κοντά της. Έμειναν λοιπόν για λίγο σιωπηλοί, κάνοντας ιδιαίτερη προσπάθεια να πουν αυτό που σκέφτονταν. Ύστερα τα παράτησαν και χώρισαν.

Ο δόκτωρ Νάι έκανε σύντομες διακοπές στη θάλασσα και προς το τέλος έλαβε ένα γράμμα από τον χειρουργό Μπορ, που ανέφερε στο υστερόγραφο ότι η κυρία Μπρέι έκανε πάλι τα ίδια. Ο δόκτωρ Νάι νόμιζε πως εκείνη είχε επιστρέψει στο Τσούαμ. Πήρε το πρώτο τρένο για την πόλη και πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο.

«Τι εννοείς», είπε στον χειρουργό Μπορ, «κάνει πάλι τα ίδια;»

Ο χειρουργός Μπορ στράφηκε στην προϊσταμένη.

«Δεν έχει χτυπήσει ακόμα κάρτα;» είπε.

Η προϊσταμένη κοίταξε το ρολόι της.

«Όπου να ‘ναι», είπε.

Προχώρησαν στον μακρόστενο θάλαμο και στάθηκαν στο τελευταίο παράθυρο. Δεν υπήρχε ίχνος της κυρίας Μπρέι. Όμως δεν άργησε να φανεί, κρατώντας την ομπρέλα κι ένα πτυσσόμενο κάθισμα. Το έβγαλε και το βύθισε στο έδαφος του δρόμου όπου γίνονταν οι ρυμουλκήσεις. Έπειτα κάθισε και στύλωσε το πρόσωπό της στο νοσοκομείο.

«Απ’ τη μέρα της κηδείας», είπε η προϊσταμένη.

Ο δόκτωρ Νάι άρχισε να γυροφέρνει. Στη μία η ώρα έφτασαν τα νέα ότι η κυρία Μπρέι, έχοντας φάει ένα πορτοκάλι, περπατούσε πάνω κάτω ανάμεσα στη γέφυρα και στο πτυσσόμενο κάθισμα· λίγο αργότερα, ότι ήταν και πάλι στη θέση της· τέλος, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, ότι ετοιμαζόταν να φύγει. Ο δόκτωρ Νάι παράτησε ό,τι έκανε, ευτυχώς τίποτα πολύ σημαντικό, κι έσπευσε να την προλάβει. Στη γέφυρα ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Πήγαν σε μια εσοχή του στηθαίου, μακριά από τον θόρυβο, και έγειραν πάνω από το νερό.

«Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι», της είπε, κοιτάζοντας το νερό εκεί όπου έρεε έξω από τη σκιά της γέφυρας.

Εκείνη, κοιτάζοντας επίσης το νερό, αποκρίθηκε:

«Αναρωτιέμαι αν είναι το ίδιο πράγμα που ήθελα να σου πω από εκείνη τη στιγμή που ξάπλωσες στο κρεβάτι του.»

Επικράτησε σιωπή, εκείνη τον περίμενε να ρωτήσει, εκείνος την περίμενε να μιλήσει.

«Δεν μπορείς να συνεχίσεις;» της είπε.

Αμέσως του εξιστόρησε κάτι που αφορούσε τα πρώτα του χρόνια, κάτι τόσο κοινότοπο και προσωπικό ώστε δεν είναι ανάγκη να αναλυθεί εδώ, από το οποίο όμως ο δόκτωρ Νάι, αυτός ο θλιμμένος άνδρας, προσδοκούσε να διαφωτιστεί.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ», της είπε, «αυτό ήταν που μ’ έκανε ν’ απορώ.»

Κοίταζαν για λίγο ακόμα το νερό που έρεε έξω από τη σκιά, έπειτα του είπε ότι έπρεπε να φύγει. Ο δόκτωρ Νάι έβγαλε ένα κουτί από την τσέπη του.

«Σου έφερα μερικές μέντες», είπε.

Έτσι χώρισαν, η κυρία Μπρέι για να πάει να μαζέψει τα πράγματά της και τα πράγματα του νεκρού αγοριού, ο δόκτωρ Νάι για να κάνει μια εξέταση σύφιλης σε έναν παλιό συμμαθητή του.


Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιώργος Λαμπράκος

Το διήγημα του Σάμιουελ Μπέκετ “A Case in a Thousand” πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Bookman τον Αύγουστο του 1934. Η μετάφραση έγινε από το Samuel Beckett, The Grove Centenary Edition, Volume IV, Poems, Short Fiction, Criticism, ed. Paul Auster, Grove Press, 2006, pp. 69-74.

henri_cartier_bresson_samuel_beckett_paris Ο ιρλανδός συγγραφέας Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) υπήρξε κατά πολλούς η εμβληματικότερη λογοτεχνική φυσιογνωμία του 20ού αιώνα. Θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, δεινός επιστολογράφος (ο πρώτος από τους τέσσερις τόμους με την αλληλογραφία του εκδόθηκε πρόσφατα στα αγγλικά), ο Μπέκετ έχει μυθιστορήσει όσο ελάχιστοι λογοτέχνες την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σπούδασε φιλολογία, αλλά ασκήθηκε στο να μην την ασκεί, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι όπου έγραψε τα περισσότερα βιβλία του στα γαλλικά, ήταν βοηθός και φίλος του επίσης ξενιτεμένου στο Παρίσι Τζόις, υπήρξε μέλος της γαλλικής αντίστασης στην Κατοχή, ωστόσο απέφυγε διά βίου κάθε πολιτική στράτευση, παντρεύτηκε αλλά δεν απέκτησε παιδιά, πήρε το Νόμπελ (1969) παρά τη θέλησή του και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στις ιδέες του και ακέραιος στις σχέσεις του. Ο Μπέκετ κατόρθωσε να επαναπροσδιορίσει, αποδομώντας και επαναδομώντας, κάθε μορφή λογοτεχνίας, εκφράζοντας την ανθρώπινη ζωή στην έσχατη, δηλαδή τη μοναχικότερη, κατάστασή της. Κάθε κείμενό του χαρακτηρίζεται από ανυπολόγιστη ψυχολογική και υπαρξιακή βαθύτητα, με κύρια χαρακτηριστικά τη μινιμαλιστική γραφή, τη διεισδυτική οξύνοια και το κατάμαυρο χιούμορ.

Το μεγαλύτερο μέρος του μπεκετικού έργου είναι μεταφρασμένο αξιοπρεπώς στα ελληνικά: διαθέτουμε τη νεανική μελέτη του Για τον Μαρσέλ Προυστ (μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Ερμείας), το πρώιμο θεατρικό Ελευθερία (μτφ. Νίκη Μιχαλά, εκδ. Παρισιανού), το μυθιστορηματικό έργο Μερσιέ και Καμιέ (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον), τα τρία γνωστότερα θεατρικά Περιμένοντας τον Γκοντό (μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον), Τέλος του Παιχνιδιού (μτφ. Κωστής Σκαλιόρας, εκδ. Ύψιλον) και Ευτυχισμένες Μέρες (αποδ. Ρούλα Πατεράκη, Κοσμάς Φοντούκης, εκδ. Το Ροδακιό), τα τρία ανυπέρβλητα μυθιστορήματα Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει, Ο ακατονόμαστος (μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον), πεζογραφήματα, μονόπρακτα, έργα για το ραδιόφωνο (μτφ. Νάσος Δετζώρτζης, εκδ. Γαβριηλίδης, μτφ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Scripta, μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδ. Πατάκη), ποιήματα (μτφ. Γιώργος Βίλλιος, εκδ. Ερατώ), δοκίμια («Ντάντε… Μπρούνο. Βίκο… Τζόυς», μτφ. Γιώργος Κυριαζής, Πλανόδιον, τχ. 18, «Τρεις διάλογοι με τον Georges Duthuit», μτφ. Γιώργος Λαμπράκος, Cogito, τχ. 9), το μάλλον συγκλονιστικότερο πεζογράφημά του Πώς είναι (μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ύψιλον), καθώς και τη μόνη εγκεκριμένη από τον ίδιον βιογραφία του, από τον Τζέιμς Νόουλσον (μτφ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Scripta).

«Όταν είμαστε μες στα σκατά ως τον λαιμό, δεν μένει παρά να τραγουδάμε» έγραψε κάποτε ο Μπέκετ, μια απόφανση που συγκεφαλαιώνει την κοσμοθεωρία του, αλλά και σηματοδοτεί τη μόνη δυνατή στάση απέναντι στον σύγχρονο κόσμο.

Γιώργος Λαμπράκος

© Logotexnia 21 + Γιώργος Λαμπράκος