Αυτό ήταν των ψυχών το παράξενο ορυχείο.
Σαν άργυρος αθόρυβος περνούσανε
σαν φλέβες μες’ απ’ το σκοτάδι του. Ανάμεσα σε ρίζες
το αίμα ξεπηδούσε, που φεύγει στους ανθρώπους,
και βαρύ, σαν πορφυρίτης φαινόταν στο σκοτάδι.
Κόκκινο δεν ήταν τίποτ’ άλλο.
Εκεί υπήρχαν δάση ασώματα
και βράχοι. Γέφυρες πάνω απ’ το κενό
κι εκείνη η μεγάλη λίμνη, η θολή,
που πάνω από τον μακρινό πυθμένα της κρεμόταν
όπως ο βροχερός ουρανός πάνω από το τοπίο.
Και στα λιβάδια ανάμεσα, αθόρυβη, γεμάτη καρτερία,
πρόβαλε η ωχρή λωρίδα του μοναδικού μονοπατιού,
σαν το μακρύ λινάρι που απλώθηκε για ξάσπρισμα.
Κι από τούτο το μοναδικό μονοπάτι έρχονταν αυτοί.
Μπροστά ο λυγερός ο άνδρας με τον μπλε μανδύα,
που κοίταζε μπροστά, βουβός και ανυπόμονος.
Με λαίμαργες μπουκιές το βήμα του κατέτρωγε αμάσητο
το δρόμο· τα χέρια του κρεμόντουσαν
βαριά και κλειδωμένα έξω απ’ τις πτυχώσεις
και δεν ένιωθαν πια την ελαφριά τη λύρα
που είχε φυτρώσει στο αριστερό [το χέρι]
σαν τριανταφυλλιά αναρριχώμενη επάνω στην ελιά.
Και οι αισθήσεις του έμοιαζαν διχασμένες:
ενώ το βλέμμα του έτρεχε μπροστά όπως ο σκύλος,
γύριζ’ από την άλλη, ερχόταν και ξανάφευγε
κι έστεκε περιμένοντας στην επόμενη στροφή, –
η ακοή του ξέμενε σαν μυρωδιά.
Κάποιες φορές θαρρούσε ότι έφτανε
μέχρι των άλλων δυο το βήμα,
που θα ’πρεπε ν’ ακολουθούν την άνοδό του.
Όμως μετά το μόνο πάλι πίσω του ήτανε
της ανάβασής του ο απόηχος και του μανδύα του το ανέμισμα.
Έλεγε όμως στον εαυτό του, δεν μπορεί, θα έρχονται·
το ’λεγε δυνατά και ν’ αργοσβήνει τ’ άκουγε.
Δεν μπορεί, θα έρχονται, μόνο που θα ’ναι δύο
που βαδίζουνε με βήμα τρομακτικά ελαφρύ. Αν γινόταν
να στραφεί μία φορά (αν δηλαδή αυτό το πισωκοίταγμα
δε σήμαινε τη διάλυση όλου αυτού του έργου,
που τώρα δα κόντευε να περατωθεί), σίγουρα θα τους έβλεπε,
τους δυο αθόρυβους, που σιωπηλά βάδιζαν πίσω του:
Των οδοιπόρων και των μακρινών μαντάτων τον θεό –
πλατύγυρο καπέλο πάνω από μάτια φωτεινά,
λεπτό κηρύκειο μπροστά του να κρατά
και τα φτερά που να χτυπούν στους αστραγάλους·
και στ’ αριστερό του χέρι δοσμένη: εκείνη.
Η πολυαγαπημένη, που για ’κείνη μία και μόνη λύρα
έβγαλε τόσο θρήνο όσο δεν έβγαλαν ποτέ μοιρολογήτρες·
που απ’ το θρήνο έγιν’ ένας κόσμος, όπου τα πάντα
ήταν εκεί γι’ ακόμα μια φορά: δάση, κοιλάδες,
μονοπάτια και χωριά, λιβάδια, ποταμοί και ζώα·
και που τον κόσμο αυτόν του θρήνου, όπως ακριβώς
κι όλη την άλλη γη, περιέβαλλε ένας ήλιος
και ουρανός έναστρος, σιωπηλός,
ουρανός θρήνου μ’ άστρα παραμορφωμένα –:
Αυτή, η πολυαγαπημένη.
Όμως εκείνη βάδιζε κρατώντας τον θεό από το χέρι,
και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,
αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.
Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη, σαν μια εγκυμονούσα,
και τον άνδρα που προπορευόταν καθόλου δεν σκεφτόταν,
ούτε το μονοπάτι που οδηγούσε στη ζωή.
Ήταν στον εαυτό της βυθισμένη. Και η νεκρότητά της
σαν περιεχόμενο τη γέμιζε.
Σαν καρπός ολόγιομος με γλύκα και σκοτάδι,
έτσι κι αυτή ήταν γεμάτη με το μεγάλο θάνατό της,
που ήταν τόσο φρέσκος, γι’ αυτό και τίποτα δεν της ήταν κατανοητό.
Βρισκόταν μέσα σε μια νέα παρθενία
και δεν την άγγιζες· το φύλο της ήταν κλειστό
όπως ο νεαρός ανθός σαν πέφτει το σκοτάδι,
και τόσο ανοίκειος ήταν για τα χέρια της
ο γάμος, που υπέφερε ακόμα κι από την οικειότητα
του ανάλαφρου, αδιάκοπα αθόρυβου,
καθοδηγητικού αγγίγματος του ίδιου του θεού.
Ήδη δεν ήταν πια εκείνη η γυναίκα η ξανθή,
που κάποτε ακουγόταν στις ωδές του ποιητή,
δεν ήταν πια και άρωμα και νήσος του μεγάλου κρεβατιού
και σ’ εκείνον τον άνδρα δεν ανήκε πια.
Ήδη ήταν λυμένη σαν μαλλιά μακριά
παραδομένη σαν τη βροχή που πέφτει
και μοιρασμένη σαν απόθεμα που κάλυπτ’ αρκετούς.
Ήδη ήτανε ρίζα.
Και όταν άξαφνα ο θεός
απότομα τη σταμάτησε και με πόνο στη φωνή
πρόφερε τα λόγια: Κοίταξε πίσω του –,
εκείνη τίποτα δεν κατάλαβε και είπε σιγανά: Ποιος;
Όμως πέρα μακριά, μπροστά στην έξοδο τη φωτεινή,
στεκόταν μια φιγούρα σκοτεινή
κι ανέγνωρη. Στεκόταν και κοιτούσε,
πώς πάνω στη λωρίδα ενός μονοπατιού μες στα λιβάδια
ο αγγελιοφόρος θεός με βλέμμα όλο λύπη
έστριψε σιωπηλά, ν’ ακολουθήσει τη μορφή,
που γύριζε ήδη πίσω από το ίδιο μονοπάτι,
και σάβανο μακρύ το βήμα της περιόριζε,
αβέβαιη, ήπια και δίχως ανυπομονησία.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Εύη Μαυρομμάτη
Το ποίημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Ορφέας. Ευρυδίκη. Ερμής» (Ρώμη 1904) δεν αποτελεί απόδοση του γνωστού μύθου αλλά ανάπτυξή του: είναι ένας στοχασμός πάνω στον θάνατο. Ο Κάτω Κόσμος του Ρίλκε είναι γεμάτος ζωή που τροφοδοτείται από την κίνηση του αίματος και του αργύρου. Η Ευρυδίκη παρομοιάζεται με μια εγκυμονούσα, μια αντιστοίχιση που δεν είχε γίνει ποτέ από τον Βιργίλιο ή τον Οβίδιο. Ενώ στον αρχικό μύθο η Ευρυδίκη γίνεται τραγική φιγούρα επειδή το «πισωκοίταγμα» του Ορφέα την καταδικάζει να μείνει για πάντα στον Κάτω Κόσμο, στην εκδοχή του Ρίλκε τη βλέπουμε να αποδέχεται τον θάνατό της. Η νεκρότητά της την γεμίζει σαν περιεχόμενο, είναι μόνη της και πλήρης. Ενώ ο Ερμής απογοητεύεται από το «πισωκοίταγμα» του Ορφέα, που συνεπάγεται τη διάλυση του έργου, αυτό δεν έχει σχεδόν κανέναν αντίκτυπο στη δική της συναισθηματική κατάσταση· δεν ενδιαφέρεται να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Τη βλέπουμε να στρέφεται προς τον θάνατο και να τον αγκαλιάζει. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χρήση της παρένθεσης, που χρησιμοποιείται όχι για ν’ αναφερθεί κάτι ασήμαντο, αλλά ακριβώς το αντίθετο, για να διατυπωθεί με χαμηλούς κατά το δυνατόν τόνους το πλέον σημαντικό. Η όλη αφήγηση μοιάζει με κινηματογραφική λήψη: ξεκινά από τη γενική εικόνα του τοπίου και σιγά-σιγά εστιάζει στον κάθε ήρωα ξεχωριστά.
Εύη Μαυρομμάτη
Το παρόν έχει δημοσιευτεί στο 29ο τεύχος του περιοδικού ΠΟΙΗΣΗ.
Ο γερμανόφωνος ποιητής και συγγραφέας Rainer Maria Rilke γεννήθηκε στην Πράγα το 1875 και πέθανε το 1926 στην Ελβετία. Στα Ελληνικά έχουν εκδοθεί και έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένως ποιήματα, πεζά κείμενα και επιστολές του.
© Logotexnia 21 + Evi Mavrommati